ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό!

Υπερκέρδη, υπερπωλήσεις, μεγέθυνση και επέκταση διακρίνει τις μεγάλες εμπορικές επιχειρήσεις, την ίδια ώρα που οι αυτοαπασχολούμενοι και γενικά οι μικροί ΕΒΕ φυτοζωούν

Κυριακή 17 Ιούλη 2005

Ενα εφιαλτικό τοπίο διαμορφώνουν για τις μικρές εμπορικές επιχειρήσεις (και όχι μόνο, αφού η δραστηριότητά τους είναι άρρηκτα δεμένη με τη βιοτεχνία) τα μέτρα που προωθεί η κυβέρνηση για το ωράριο των καταστημάτων, αλλά και η συνολική πολιτική της. Μια πολιτική που έχει κωδικοποιηθεί ως πολιτική στήριξης των «βιώσιμων» μικρομεσαίων επιχειρήσεων, των «καινοτόμων», που τις διακρίνει η «εξωστρέφεια» (βλέπε εξαγωγική δραστηριότητα) και η τάση μεγέθυνσης, είτε αυτόνομα είτε μέσω συγχωνεύσεων με παρόμοιες επιχειρήσεις. Με δυο λόγια, τα δεδομένα που θέτουν κυβέρνηση και ΕΕ, αποκλείουν από κάθε, ουσιαστική έως και τυπική στήριξη, τις περισσότερες από τις 600.000 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, τους εκατοντάδες χιλιάδες αυτοαπασχολούμενους επαγγελματίες, βιοτέχνες, εμπόρους. Ολο και περισσότερα στοιχεία επιβεβαιώνουν αυτές τις διαπιστώσεις, δείχνοντας τόσο τη δεινή θέση των «μικρών», όσο και την εξαιρετικά καλή θέση των μεγάλων.

Πρόσφατη έρευνα της «Stat Bank» κατέδειξε την αυξανόμενη κυριαρχία των μεγάλων επιχειρήσεων στο χώρο του εμπορίου και κατέρριψε όλη τη «φιλολογία» περί χαμηλής «ανταγωνιστικότητας», που «πρέπει» να ενισχυθεί με νέα μέτρα κατά των εργαζομένων και των μικρών ΕΒΕ, προκειμένου να αυξηθούν οι... θέσεις εργασίας και η γενικότερη... ευημερία. Βεβαίως η τάση της συγκεντροποίησης στον καπιταλισμο είναι αντικειμενική, γεγονός που εξολοθρεύει τις μικρές επιχειρήσεις, και η πολιτική των κυβερνήσεων αυτό υπηρετεί. Γι'αυτό επιμένουν συνεχώς στην ολοένα και μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα. Τα αποτελέσματα της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του μεγάλου κεφαλαίου είναι δεδομένα και θεαματικά. Το περασμένο έτος οι 2.005 μεγαλύτερες εμπορικές επιχειρήσεις κατέγραψαν αύξηση πωλήσεων κατά 11,2% και αύξηση κερδών προ φόρων κατά 9,6%. Οι πωλήσεις έφτασαν τα 55,45 δισ. ευρώ και τα κέρδη τα 2,16 δισ. ευρώ. Οι 4 στις 10 επιχειρήσεις του εξεταζόμενου δείγματος και συγκεκριμένα το 43,9% ξεπέρασαν το μέσο όρο κερδών (9,6%). Το 33% σημείωσε αύξηση κερδών κάτω του μέσου όρου και μόλις το 10%, περίπου 200 επιχειρήσεις, εμφάνισαν ζημιές. Σε σύνολο 22 εμπορικών κλάδων, ιδιαίτερα κερδοφόροι είναι 8: Αγορά αυτοκινήτου, φαρμάκων και καλλυντικών, μετάλλων, μηχανών γραφείου, υγιεινής και κλιματισμού, εμπορίου τροφίμων, εντύπων και ηλεκτρολογικού υλικού.


Eurokinissi

Από την επεξεργασία των ισολογισμών των εταιριών προκύπτει επίσης ότι η αύξηση των μακροπρόθεσμων και βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων στο χώρο του εμπορίου είναι περιορισμένη και συμβαδίζει με την άνοδο των πωλήσεων. Αναφέρεται πάντως, ότι ορισμένες εταιρίες αντιμετωπίζουν τον «κίνδυνο υπερχρέωσης», ενώ 270 από αυτές έχουν υποχρεώσεις που υπερβαίνουν τις ετήσιες πωλήσεις τους.

Ιδιαίτερη σημασία έχει η διαπίστωση ότι, ειδικά από το 2000 και μετά, οι «μεγάλοι» του χώρου βελτιώνουν συνεχώς κέρδη και μεγέθη, επεκτείνονται, πολλαπλασιάζουν τα σημεία πώλησης, εξαγοράζουν μικρότερες αλυσίδες και συνεχίζουν να γιγαντώνονται χτυπώντας και ισχυρούς ανταγωνιστές. Η τάση αυτή των τελευταίων 5 χρόνων είναι εξάλλου φανερή «διά γυμνού οφθαλμού». Μεγάλα σούπερ μάρκετ εξαπλώνονται στην επαρχία, τεράστια εμπορικά καταστήματα ξεφυτρώνουν στην Αττική και αλλού, νέες πολυεθνικές ετοιμάζουν την έλευσή τους. Η «Stat Bank» επισημαίνει ότι οι 1.000 ισχυρότερες εμπορικές εταιρίες κατέγραψαν την πενταετία 2000 - 2004 αύξηση πωλήσεων κατά 41,9% και αύξηση κερδών κατά 65,57%. Επισήμανση: οι 50 πιο κερδοφόρες επιχειρήσεις συγκέντρωσαν όσα κέρδισαν οι υπόλοιπες 950!!!

Ολα καλά για τους βιομηχάνους

Παρόλο που τα στοιχεία αφορούν εμπορικές επιχειρήσεις, μερικές από τις οποίες ασκούν και παραγωγική δραστηριότητα, ανάλογη φαίνεται να είναι η κατάσταση για το μεγάλο κεφάλαιο και στη μεταποίηση. Χαρακτηριστική ήταν η δήλωση του προέδρου του ΣΕΒ Οδ. Κυριακόπουλου πρόσφατα, για «υγιή κατάσταση της ελληνικής βιομηχανίας» και «καλύτερα αποτελέσματα από αυτά που περιμέναμε» για το 2004. Αντίστοιχα, οι αυτοαπασχολούμενοι και μικροί ΕΒΕ στη συντριπτική πλειοψηφία τους μόνο για «υγεία» δεν μπορούν να μιλήσουν και τα πράγματα πήγαν μάλλον ακόμη χειρότερα από όσο περίμεναν. Να σημειωθεί ότι οι εκτιμήσεις των βιομηχάνων βασίστηκαν και στις δηλώσεις αντιπροσωπευτικού δείγματος των μελών του ΣΕΒ που συνέλεξε η εταιρία ICAP, σύμφωνα με τις οποίες η μεταποίηση στον τομέα των ΑΕ και ΕΠΕ το 2004 παρουσίασε θετική εικόνα από άποψη τζίρου, μεικτών και καθαρών κερδών, επενδύσεων, εξαγωγών.

«Τροφή για τα λιοντάρια»

Τα διαθέσιμα στοιχεία για τις πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις είναι πολύ λιγότερα και μόνο τελευταία γίνονται κάποιες προσπάθειες πληρέστερης καταγραφής της κατάστασής τους. Ωστόσο, στο χώρο του εμπορίου η τελευταία έκθεση της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ) αναφέρει: «Η πορεία των βασικών οικονομικών μεγεθών των "ατομικών και ΟΕ" επιχειρήσεων το 2002 ήταν δυσμενέστερη αυτής των ΑΕ και ΕΠΕ. Είναι χαρακτηριστικό ότι σχεδόν το 40% των πρώτων υπέστη κάμψη πωλήσεων το 2002, ποσοστό που είναι σχεδόν διπλάσιο του αντίστοιχου του 2001. Από την άλλη πλευρά, η σχετική πλειονότητα των ΑΕ και ΕΠΕ παρουσίασε αύξηση πωλήσεων μεγαλύτερη του 10%». Παράλληλα, από το 1993 και μετά παρατηρείται μείωση κυρίως των αυτοαπασχολούμενων στο εμπόριο. Ενδεικτικό της συγκέντρωσης στον κλάδο υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου είναι και το στοιχείο έρευνας της ICAP, σύμφωνα με την οποία το 2003 το 1,4% των εμπορικών επιχειρήσεων πραγματοποίησαν το 47% των συνολικών πωλήσεων. Ταυτόχρονα, το 32% της αγοράς το κατέχουν πολυεθνικές επιχειρήσεις. Ακόμη μια μελέτη της ICAP κατέδειξε ότι από το 2003 μέχρι το 2004 οι πτωχεύσεις των μικρών επιχειρήσεων αυξήθηκαν κατά 66,67% και επιδεινώθηκε σημαντικά η πιστοληπτική τους ικανότητα.

Η επιδείνωση της κατάστασης των ΕΒΕ οφείλεται στην αναμφισβήτητη οικονομική κυριαρχία των μεγάλων επιχειρήσεων που γίνεται ακόμη μεγαλύτερη αφού ενισχύεται συνεχώς απο τις κυβερνήσεις. Το έργο της συρρίκνωσης του αριθμού των μικρών ΕΒΕ και κυρίως της συρρίκνωσης των εσόδων τους βασίζεται σε ένα μεγάλο βαθμό και στην ασκούμενη φιλομονοπωλιακή πολιτική εδώ και αρκετά χρόνια. Μια πολιτική που είτε άμεσα, με τη φορολογική επιβάρυνση, τον ουσιαστικό αποκλεισμό των μικρών επιχειρήσεων από τη χρηματοδότηση, τις δυσμενείς ρυθμίσεις για την επαγγελματική στέγη και τη χωροταξία, είτε έμμεσα, με τη δημιουργία ενός ιδιαίτερα ευνοϊκού νομοθετικού περιβάλλοντος για τις μεγάλες επιχειρήσεις, αποτελεί ένα βασικό και υπολογίσιμο εχθρό του αυτοαπασχολούμενου, μικρού βιοτέχνη και εμπόρου.

Μ' αυτό τον τρόπο ωφελούνται οι λίγοι και υποφέρουν οι πολλοί, καθώς στην Ελλάδα το 97,5% των επιχειρήσεων είναι πολύ μικρές, απασχολούν δηλαδή μέχρι 9 εργαζόμενους, ενώ το μέσο μέγεθος απασχόλησης είναι... 1 άτομο(!), σύμφωνα με στοιχεία μελέτης του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ).

Τα στοιχεία δε συμφωνούν πάντα μεταξύ τους, ωστόσο δεν απέχουν και καθοριστικά. Ερευνα του γνωστού ΚΕΠΕ αναφέρει ότι οι μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις αντιπροσωπεύουν μόλις το 1% του συνόλου. Οι μισές επιχειρήσεις της χώρας (50,4%) ανήκουν σε αυτοαπασχολούμενους, ενώ οι μεσαίες επιχειρήσεις αποτελούν μονάχα το 0,3%. Ωστόσο αυτό το 1% αρπάζει τη μερίδα του λέοντος από τα κέρδη και από τις διάφορες ενισχύσεις και ζητά όλο και περισσότερα. Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, ο μέσος ετήσιος κύκλος εργασιών - που για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις ήταν μόλις 328.915 ευρώ - διαμορφώνεται στα 22.964.159 ευρώ στις μεσαίες και εκτινάσσεται στα 215.452.992 ευρώ στις μεγάλες επιχειρήσεις.

Η πραγματικότητα αυτή δεν μπορεί ν'αλλάξει προς όφελος των αυτοαπασχολούμενων στο σημερινό σύστημα. Απαιτεί κατάργηση των μονοπωλίων, άρα άλλη πολιτική, λαϊκή εξουσία και οικονομία.


Γιώργος ΦΛΩΡΑΤΟΣ