Καθ' οδόν: Στη Δονούσα
Κυριακή 24 Ιούλη 2005
Μικρές Κυκλάδες

«Μη γράψεις ποτέ για τη Δονούσα, είναι ο παράδεισός μου, το κρησφύγετό μου, το αγαπημένο μου νησί», μου λέει κάθε χρόνο τέτοια περίπου εποχή, η αγαπημένη φίλη και συνάδελφος και εγώ σκάω από ζήλια.

Και καλά, όχι μόνον δεν έχω πάει και όπως τα βαράει η κολοκύθα δεν πρόκειται να πατήσω ποτέ εκεί το πόδι μου και να λούσω το κορμί μου στα πρασινογάλαζα νερά της, αλλά εκείνη αρνείται κατηγορηματικά να μου κάνει τη χάρη να γράψει μερικές λέξεις για το νησί των ονείρων της, που στη φαντασία μου έχει πάρει θρυλικές διαστάσεις. Το ύφος της αλλοπαρμένο, παραδομένο, νοσταλγικό και μαγεμένο στο γυρισμό, είναι. Αντίθετα, σαν πρόκειται να φύγει για τη Δονούσα μια έξαψη διατρέχει όλο το πρόσωπό της, μια τρομερή ανυπομονησία σκιάζει το βλέμμα της.

Ανατολικά της Εδέμ

...και ανατολικά της Νάξου είναι καρφιτσωμένη στα κρυστάλλινα πράσινα νερά η Δονούσα. Ο μύθος λέει πως ο Διόνυσος μετέφερε εκεί την Αριάδνη από τη Νάξο, όταν την εγκατέλειψε ο Θησέας την ώρα που εκείνη κοιμόταν. Αλλωστε, είχε κάθε δικαίωμα να το κάνει γιατί - πάντα κατά το μύθο - η Αριάδνη είχε παντρευτεί μυστικά τον Διόνυσο πριν ακολουθήσει τον Θησέα. Τόσο ...μυστικά γίνονταν όλα τότε, που όλοι γνώριζαν τους «μυστικούς αρραβώνες τους», τόσο που, ακόμη κι εμείς σήμερα κάτι ξέρουμε γι' αυτό!... Τώρα, εάν ο θεός της έκανε σκηνή ζηλοτυπίας ή όχι, εάν ήταν τόσο πολιτισμένος που δεν έκανε νύξη για τις ερωτικές αταξίες της γυναίκας του, επειδή κι ο ίδιος είχε βρεγμένη τη φωλιά του κι αν αναγκάστηκε να παραστήσει τον ...Σουηδό, άγνωστο είναι. Φαίνεται πως η Αριάδνη ήταν όμορφη γυναίκα και ιδιαιτέρως ελκυστική και ο «θεϊκός» σύζυγός της την ήθελε πίσω, γι' αυτό δεν την άφησε μόνη και θλιμμένη στη Νάξο.


Σε εκείνα τα ήρεμα νερά που βυθίστηκαν οι «νόμιμοι» εραστές την πρώτη τους νύχτα, για να ξεπλύνουν κάθε ανομία τους, θέλω κι εγώ να βουτήξω. Σε εκείνες τις αμμουδερές παραλίες θέλω να αράξω και να καώ από τον λαμπρό αλλά βλαβερό ήλιο. Ποιος νοιάζεται τώρα πια.

Σ' αυτόν τον τόπο, όπου κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους ήταν εξορία θέλω κι εγώ να αυτοεξοριστώ τούτο το καλοκαίρι. Σ' αυτά τα λιμάνια, που στην εποχή του Μεσαίωνα ήταν ορμητήριο πειρατών θέλω με τη σειρά μου να κουρσέψω τούτον τον Αύγουστο. Μα σας παρακαλώ μην πιστεύετε. Αυτά ευχές είναι μονάχα και επιθυμίες ανεκπλήρωτες θα παραμείνουν.

Κι έτσι, δυστυχώς, δε θα γνωρίσω κανέναν από τους λιγοστούς κατοίκους της (137 για την ακρίβεια), δε θα γευτώ ένα εύγευστο ολόφρεσκο ψάρι, δε θα έχω την ευκαιρία να απολαύσω ένα πολύχρωμο, μελαγχολικό ηλιοβασίλεμα, δε θα διασχίσω μόνη και απερίσπαστη την ήμερη ανάγλυφη φύση της, δε θα επιβιβαστώ στο εκδρομικό σκάφος για να γνωρίσω τις απρόσιτες παραλίες της Δονούσας. Δε θα ατενίσω το πέλαγος καθισμένη αναπαυτικά σε μια από τις δαντελωτές ακτές της. Γιατί; Διότι δε θα πάω στη Δονούσα, αυτό το είπαμε. Οι Μικρές Κυκλάδες θα εξακολουθήσουν να κατοικούν μέσα στη φαντασία μου. Θα είναι για μένα ένα ρετάλι ονείρου. Ζαφειρένιο. Μια φευγαλέα σκηνή από κινηματογραφική ταινία που δεν είδα. Αφήνω, λοιπόν, το νησί στη φίλη μου και σε όσους το είχαν από χρόνια ανακαλύψει. Και αγαπήσει. Αλλωστε, τι γυρεύω εγώ εκεί; Μια ξένη είμαι. Το όνειρο των άλλων δεν επιτρέπεται να το οικειοποιηθώ. Είμαι μόνη στην Αθήνα. Ολοι δραπέτες είναι; Ξαφνικά το συμβατικό τηλέφωνο κουδουνίζει. Ο ήχος τρυπά τη σιωπή. Δεν το σηκώνω. Με φοβίζει. Εχω την υποψία πως στην άλλη γραμμή θα είναι κάποια φωνή που θα θέλει να μου μιλήσει για την Ηρακλειά, το μεγαλύτερο νησί των Μικρών Ανατολικών Κυκλάδων, που βρίσκεται ανάμεσα στη Νάξο και στην Ιο. Πως θα μου πει: «Γιατί δεν έρχεσαι; είναι ωραία εδώ. Καμιά γνωστή ψυχή δεν είδα. Οι ακτές είναι γεμάτες βράχια και καταλήγουν σε γραφικούς όρμους. Στο οικοσύστημα της Ηρακλειάς διαβιώνουν η φώκια και η χελώνα».


Να γιατί το αφήνω να χτυπά. Ισως και εγώ να είμαι ένα είδος Μονάχους - Μονάχους. Μια φώκια της πόλης, όμως. Μια «φώκια» που γεννήθηκε, μεγάλωσε και ωρίμασε μέσα στην καρδιά του κέντρου. Στο θόρυβο, στη σκόνη, στην άσφαλτο, στην πολυκοσμία, στο άγχος, στην ταλαιπωρία. Μια φώκια που προτιμά να περνά τις πιο καυτές μέρες στην άδεια πόλη και να φαντάζεται τη Δονούσα και την Ηρακλειά.