Η «νέα», «σεμνή» και «ταπεινή» μεθοδολογία των Αρχών και η αναμενόμενη (μετά το Λονδίνο) ασφυκτικότερη αστυνομοκρατία αυξάνουν τους φόβους για καταπάτηση δικαιωμάτων και ελευθεριών
Συγκεκριμένα, στις 17 Ιούνη φέτος, από το Αρχηγείο της ΕΛ.ΑΣ. και υπογεγραμμένη από τον ίδιο τον αρχηγό, Γ. Αγγελάκο, εκδόθηκε εγκύκλιος (αριθ. πρωτ. 7100/22/4α) με θέμα «Οι προσαγωγές ατόμων ως προληπτική και κατασταλτική ενέργεια στην άσκηση της αστυνομικής αρμοδιότητας». Η ηγεσία του Σώματος, πατώντας στο σχετικό ασφυκτικό νομικό πλαίσιο, επιμένει στην πρακτική της «προσαγωγής πολιτών στο αστυνομικό κατάστημα προς εξακρίβωση της ταυτότητάς τους και συλλογή στοιχείων προς διερεύνηση τυχόν τελεσθέντος ή αποτροπή προπαρασκευαζομένου εγκλήματος».
Υπάρχουν μεν εύηχες διακηρύξεις, π.χ. στην παρ. 5, ότι «η αστυνομική εξουσία δε νοείται ως αυτοτελής ή αυτόνομη, ούτε ισχύει το δόγμα "ο σκοπός αγιάζει τα μέσα"». Οτι «οι αστυνομικοί έλεγχοι πρέπει να διενεργούνται με σεβασμό στην ανθρώπινη αξία» και ότι «περιστατικά που έχουν επισημανθεί από το Συνήγορο του Πολίτη, καθώς και αυτά που έρχονται κατά καιρούς στη δημοσιότητα από άλλους φορείς και τα ΜΜΕ και αφορούν αντικανονικούς ελέγχους και προσαγωγές, εκθέτουν δημόσια την Ελληνική Αστυνομία και πρέπει να εκλείψουν».
Eurokinissi |
Στην παρ. 6 βρίσκουμε κι άλλα «παραθυράκια»: «Κατ' αρχήν, ως προς τη διενέργεια σωματικών ερευνών, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η "σοβαρή υπόνοια τελέσεως αξιόποινης πράξης ή απόλυτη ανάγκη" (άρθρο 96 παρ.3 ΠΔ 141/1991). Η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών πρέπει να βασίζεται σε ειδικά αντικειμενικά ή υποκειμενικά στοιχεία, τα οποία να είναι επαρκή και πρόσφορα να δικαιολογήσουν κατά νόμο τη σωματική έρευνα».
Επειδή, όπως καταλαβαίνουμε όλοι, η «σοβαρή υπόνοια», η «απόλυτη ανάγκη» και τα «υποκειμενικά στοιχεία» είναι έννοιες - «λάστιχο», το Αρχηγείο σπεύδει να δικαιολογήσει εκ των προτέρων τις όποιες αυταρχικές συμπεριφορές: «Η έννοια των "υπονοιών" ή της "απόλυτης ανάγκης" είναι ωστόσο, αναπόσπαστα συνδεδεμένη με το πρόσωπο εκείνου στον οποίο παρέχεται από το νόμο το δικαίωμα να τις αξιολογεί, δηλαδή του επιληφθέντα αστυνομικού. Οπως είναι γνωστό, σε κανένα νομοθετικό κείμενο δεν περιλαμβάνεται ορισμός της έννοιας του υπόπτου ή των υπονοιών (σσ: πολύ βολική αυτή η έλλειψις). Γίνεται όμως δεκτό ότι υπόνοια είναι η πιθανολογική κρίση κάποιου (αρμοδίου) προσώπου, ο επαγωγικός του συμπερασμός, περί τέλεσης εγκλήματος, στην οποία κρίση ή συμπερασμό καταλήγει με τη δεδομένη ψυχολογική του συγκρότηση αξιολογώντας τις κατ' αυτό υφιστάμενες ενδείξεις (...) Η αβεβαιότητα αυτή σχετικά με το περιεχόμενο των παραπάνω εννοιών, καταλήγει μοιραία σε αβεβαιότητα περί τη νομική τους φύση, δηλαδή περί τα δικαιώματα του υπόπτου προσώπου».
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ |
Σε άλλο σημείο, μάλλον για να σωθούν κάποια προσχήματα, το Αρχηγείο δίνει την εξής οδηγία: «Απλή υποστήριξη από τον ελεγχόμενο πολίτη της άποψης ότι για τη σωματική του έρευνα απαιτείται παρουσία εισαγγελέα - ανεξάρτητα από το γεγονός του εσφαλμένου της άποψης - δε συνιστά ασφαλώς πράξη επίμεμπτη ή ύποπτη, όταν ο ελεγχόμενος αρκείται σε αυτό και δεν παρεμποδίζει ή δεν ασκεί βία κατά τον έλεγχο. Επομένως, μόνο το στοιχείο αυτό δεν αρκεί για τη θεμελίωση "σοβαρής υπόνοιας" ικανής να νομιμοποιήσει το επαχθές μέτρο της σωματικής έρευνας».
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ |
Αυτό το «εντός εύλογου χρόνου» και η συνήθης επιμήκυνσή του αναγκάζει το Αρχηγείο στην παρ. 12 να αναφέρει ότι: «Σ' ότι αφορά το χρόνο που είναι αναγκαίος για την ολοκλήρωση της διαδικασίας της προσαγωγής, επιβάλλεται, με κάθε προσπάθεια, να περιορίζεται στον απολύτως αναγκαίο προς τούτο. Επισημαίνεται ότι κάθε υπέρβαση του ως άνω χρόνου θα μπορούσε να προσλάβει ακόμη και διαστάσεις ποινικού αδικήματος (κατακράτηση παρά το Σύνταγμα κλπ). Ο σεβασμός της προσωπικότητας του πολίτη επιβάλλει όπως αυτός ενημερώνεται - έστω κατά προσέγγιση - για τον αναμενόμενο χρόνο ολοκλήρωσης της διαδικασίας εξακρίβωσης. Το Αρχηγείο Ελληνικής Αστυνομίας προωθεί την οριστική λύση στο πρόβλημα με την ηλεκτρονική διασύνδεση των αστυνομικών τμημάτων με κεντρική βάση δεδομένων, όπου θα τηρούνται στοιχεία όλων των πολιτών που διώκονται νόμιμα. Η εν λόγω ηλεκτρονική εφαρμογή («Police on line») βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη και αναμένεται η ολοκλήρωσή της». Θα μας σώσει λοιπόν το ηλεκτρονικό φακέλωμα;
Η παρ. 9 θυμίζει κι άλλα κενά στο πλαίσιο της υποτιθέμενης προστασίας των ατομικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων: «Η επίδειξη δελτίου ταυτότητας πρέπει, κατ' αρχή, ν' απαλλάσσει τον ελεγχθέντα από το ενδεχόμενο προσαγωγής για πρόσθετη εξακρίβωση στοιχείων. Ωστόσο, η προσαγωγή πολίτη που κατέχει αποδεικτικό στοιχείο της ταυτότητάς του επιτρέπεται στην περίπτωση που η συμπεριφορά του (και όχι απλώς ο τόπος, ο χρόνος ή οι περιστάσεις) κινεί (σ.σ: το γνωστό...) υπόνοιες διάπραξης εγκλήματος, όπως προβλέπεται στο άρθρο 74 παρ. 15 περ. θ' του ΠΔ 141/1991».
Τέλος πάντων, το Αρχηγείο, μετά τα παραπάνω, ορίζει ότι:
-- «Οι αστυνομικοί δεν επιτρέπεται να συνδέουν την έννοια του υπόπτου διάπραξης εγκληματικής ενέργειας με τυχόν προκαταλήψεις τους για το χρώμα, το φύλο, την εθνική καταγωγή, την ιδεολογία και τη θρησκεία, το σεξουαλικό προσανατολισμό, την ηλικία, την αναπηρία, την οικογενειακή κατάσταση, την οικονομική και κοινωνική θέση ή άλλο διακριτικό στοιχείο του πολίτη, αλλά αποκλειστικά με εξατομικευμένες ενδείξεις που προκύπτουν από τη συμπεριφορά του.
-- Δεν επιτρέπεται να προσάγονται σε αστυνομικές υπηρεσίες άτομα, δεσμευόμενα μάλιστα με χειροπέδες, παρότι κατέχουν και επιδεικνύουν στους αστυνομικούς δελτίο ταυτότητας, όταν η προηγούμενη συμπεριφορά τους δε δημιουργεί υπόνοιες ή δε συνδέεται αιτιωδώς με διάπραξη εγκληματικής ενέργειας.
-- Πολίτες που προσάγονται στο αστυνομικό κατάστημα για την εξακρίβωση της ταυτότητάς τους και τη συλλογή στοιχείων προς διερεύνηση τυχόν τελεσθέντος ή αποτροπή προπαρασκευαζομένου εγκλήματος πρέπει να παραμένουν σε αυτό μόνον κατά τον απολύτως αναγκαίο προς τούτο χρόνο.
-- Οι αστυνομικοί πρέπει να τηρούν, τόσο κατά τον επί τόπου έλεγχο όσο και εντός των αστυνομικών Υπηρεσιών, στον απόλυτο βαθμό, τους κανόνες του Κώδικα αστυνομικής δεοντολογίας.
-- Οι προσαγωγές πολιτών στο αστυνομικό κατάστημα, προκειμένου να εξεταστούν προανακριτικά, πρέπει να γίνονται κατ' εφαρμογή όσων προβλέπονται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
-- Οι απαντήσεις που δίδονται προς τους πολίτες ή προς το Συνήγορο του Πολίτη, όταν ζητούνται διευκρινίσεις για ενέργειες κατά τους αστυνομικούς ελέγχους και τις προσαγωγές, πρέπει να είναι αιτιολογημένες και ύστερα από διερεύνηση της συνδρομής όλων των προϋποθέσεων που προβλέπουν οι κείμενες διατάξεις. Δεν επιτρέπεται η παράκαμψη της αιτιολογίας με απλή αναφορά του τύπου "Ολες οι υπηρεσιακές ενέργειες υπήρξαν σύννομες" ή "μέσα στο πλαίσιο των ισχυουσών διατάξεων". Η εξέταση του καταγγέλλοντα, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 3 του ΠΔ 22/1996, είναι απαραίτητη, προκειμένου να μην εγείρονται υπόνοιες πρόθεσης συγκάλυψης τυχόν παρανομιών από τους αστυνομικούς».
Για να αναγκαστεί να το διευκρινίζει αυτό το Αρχηγείο, σκεφτείτε πόσες τέτοιες «απαντήσεις» θα είχαν δοθεί για καταγγελίες κακομεταχείρισης άτυχων πολιτών...