ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Η ίδια πολιτική με όποιο κυβερνητικό ... χρώμα

Εντείνεται η αποπροσανατολιστική συζήτηση για τις ενδεχόμενες κυβερνητικές συμμαχίες στις εκλογές του Σεπτέμβρη

Κυριακή 14 Αυγούστου 2005

Associated Press

Ούτε η κοινωνική, ούτε η εξωτερική πολιτική της Γερμανίας πρόκειται να αλλάξει όποιος από τους συνδυασμούς και να επικρατήσει στις ερχόμενες εκλογές
Πρώτα οι δύο σοσιαλδημοκράτες οικονομικοί υπουργοί - ο υπουργός Οικονομικών Χανς Αϊχελ, και ο υπουργός Οικονομίας Βόλφγκανγκ Κλέμεντ - στο τέλος της προηγούμενης βδομάδας και τώρα, στην αρχή της τρέχουσας, ο επίσης σοσιαλδημοκράτης υπουργός Εσωτερικών Οτο Σίλι διακηρύσσουν ανοιχτά το ενδεχόμενο κυβερνητικής συνεργασίας με τους αντιπάλους τους χριστιανοδημοκράτες μετά τις εκλογές του Σεπτέμβρη.

Σ' αυτούς προστέθηκε και το ηγετικό σοσιαλδημοκρατικό στέλεχος Πέερ Στάινμπρικ, πρώην πρωθυπουργός του μεγάλου κρατιδίου της Βόρειας Ρηνανίας - Βεστφαλίας, ως πολύ πρόσφατα προπυργίου της σοσιαλδημοκρατίας. Δεν αποκλείεται να υπάρχουν και άλλα ονομαστά στελέχη του κόμματος αυτού, που για διάφορους λόγους να μην εκδηλώνονται ακόμα, αλλά η ανησυχία του σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου Γκέρχαρντ Σρέντερ είναι φανερή. Κάλεσε το κόμμα να σταματήσει αυτή τη συζήτηση - «χρησμό» - όπως την ονόμασε που «λίγο βοηθάει» στον εκλογικό αγώνα. Επέμεινε για άλλη μια φορά στην αισιοδοξία του ότι το SPD θα είναι το ισχυρότερο κόμμα και ότι θα συνεχίσει την κυβερνητική συνεργασία με τους Πράσινους. Αλλά και από την «πράσινη» πλευρά ακούγονται αμφιβολίες. Η προεδρίνα των Πρασίνων του κρατιδίου της Κάτω Σαξονίας π.χ. βλέπει ότι το SPD βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε έναν αγώνα τριάθλου: Προτίμησης (αν νικήσει) μεταξύ κυβέρνησης «Κοκκινο-πράσινης», «Μαυρο-κόκκινης» (μεγάλου συνασπισμού) και «Κοκκινο-κόκκινης και πράσινων».

Οι εξηγήσεις

Πώς όμως ξαφνικά αυτές οι συζητήσεις για κάτι που έως την Τρίτη, εξετάζονταν στο Συνταγματικό Δικαστήριο οι δύο προσφυγές κατά της διενέργειας των εκλογών;

Πάνω σ' αυτό δίνονται ορισμένες απαντήσεις, χωρίς να είναι και οι τελευταίες. Μια απ' αυτές είναι ότι οι προαναφερόμενοι σοσιαλδημοκράτες διαβλέπουν εκλογική ήττα του SPD και εγκαταλείπουν με τις δηλώσεις τους το κυβερνητικό σκάφος πριν βουλιάξει. Ορισμένοι σχολιογράφοι πιστεύουν ότι υπάρχουν και καθαρά προσωπικοί λόγοι, δηλαδή η εξασφάλιση υπουργείων στην περίπτωση σχηματισμού του «μεγάλου συνασπισμού» (SPD - Χριστιανοδημοκράτες).

Μήπως όμως η όλη συζήτηση είναι απλώς ένας τακτικός ελιγμός; Διερωτάται ένας σχολιογράφος: «Ελιγμός; Και σε τι θα συνίσταται αυτός; Η απάντησή του είναι απλή, αλλά όχι τελείως αβάσιμη. Να προκληθεί, λέει, τέτοια ανησυχία μέσα στο SPD, ώστε αυτοί που είναι κατηγορηματικά κατά του «μεγάλου συνασπισμού» να δραστηριοποιηθούν, ώστε το κόμμα να κερδίσει στον τελευταίο προεκλογικό γύρο μερικούς πόντους».

Τελικά το όλο θέμα για τον «μεγάλο συνασπισμό» βγήκε στην επιφάνεια μετά τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις που δείχνουν ότι τόσο η σοσιαλδημοκρατία μαζί με τους Πράσινους δεν μπορούν - με τα σημερινά αριθμητικά δεδομένα - να έχουν πλειοψηφία στο νέο Μπούντεσταγκ και να σχηματίσουν βιώσιμη κυβέρνηση, ούτε η χριστιανοδημοκρατία της κυρίας Μέρκελ μαζί με τους Βαυαρούς Χριστιανοκοινωνικούς (CSU) και τους Ελεύθερους Δημοκράτες (FDP) θα είναι σε θέση να κυβερνήσουν. Γιατί και αυτών τα δημοσκοπικά νούμερά τους φέρνουν προς το παρόν κάτω από το 50%. Ποιο κυβερνητικό χρώμα θα έχει λοιπόν η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας μετά τις εκλογές, αν όχι το «μαυρο-κόκκινο» (SPD - Χριστιανοδημοκράτες συν το Χριστιανοκοινωνικό Κόμμα της Βαυαρίας); Μήπως κοκκινο-πράσινο-κόκκινο» (που σημαίνει σοσιαλδημοκράτες μαζί με τους πράσινους και τους νεοβαφτισμένους σε «Αριστερό Κόμμα» («δημοκράτες σοσιαλιστές»); Αυτό είναι το πλέον απίθανο. Οχι μόνο επειδή οι ηγεσίες του SPD και των άλλων αστικών κομμάτων έχουν κατηγορηματικά εκδηλωθεί κατά της συνεργασίας (τουλάχιστο για το άμεσο μέλλον) με το Αριστερό Κόμμα. Ακόμα και για το λόγο ότι και οι ηγεσίες αυτού του τελευταίου προτιμούν (τουλάχιστο για ένα διάστημα) να αποτελούν κοινοβουλευτική αντιπολίτευση. Βέβαια μπερδεύει πάντα τα μέλη και τους οπαδούς του το γεγονός ότι αυτό το κόμμα μετέχει στις τοπικές κυβερνήσεις του Βερολίνου και του Σβερίν και εφαρμόζει έτσι ουσιαστικά σοσιαλδημοκρατική πολιτική, με σχεδόν ασήμαντες βελτιώσεις, αλλά αρνείται - για τώρα - συνεργασία στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση του Σρέντερ.

Μετά από όλα αυτά μένει να δούμε τι θα δείξουν οι κάλπες. Είναι βέβαιο ότι αυτοί που έχουν τα γένια θα έχουν και τα χτένια, ότι δηλαδή θα βρουν ποιος από τους προαναφερόμενους παρδαλούς χρωματισμούς πάει καλύτερα στη Γερμανία.

Για τους εργαζόμενους ίδια ...γεύση

Στη Γερμανία όμως αφηρημένα ή στον εργαζόμενο και άνεργο λαό της; Αυτός δε ρωτήθηκε και δε θα ρωτηθεί και μετά τις εκλογές. Αυτοί που θα πάρουν αμέσως το λόγο θα είναι οι οικονομικά ισχυροί. Οι Σύνδεσμοί τους - των μεγαλοβιομηχάνων, του ξένου και ντόπιου επενδυτικού και χρηματιστηριακού κεφαλαίου και των εργοδοτών - έχουν εκφράσει κιόλας τις προτιμήσεις τους. Αυτές μοιράζονται - αν όχι τελείως ισόβαρα - ανάμεσα στα κόμματα της σημερινής κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης με σχετικές παραινέσεις και προς τις δύο πλευρές να επιταχύνουν τις μεταρρυθμίσεις και να πάρουν και νέα μέτρα «προς όφελος της οικονομίας». Γιατί δήθεν έτσι θα μειωθεί και η ανεργία.

Οι αστικές πολιτικές ηγεσίες δε φαίνεται να θέλουν κάτι άλλο. Ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος έχει αρκετές φορές δηλώσει ότι εμμένει στις μεταρρυθμίσεις του και ότι με μια νέα κυβέρνησή του θα τις συμπληρώσει. Και η χριστιανοδημοκρατική ηγεσία έχει βασικά την ίδια πολιτική. Μερικοί σχολιαστές - και «δημοκράτες σοσιαλιστές» επίσης - προσθέτουν σαν μόνο διακριτικό ότι η Χριστιανοδημοκρατία θα είναι δεξιότερη, «αντιδραστικότερη», όπως εκφράζονται, και «περισσότερο φιλική» στην κυβέρνηση Μπους. Κατά τα άλλα μια από τα ίδια.

Ωστε λοιπόν μπορεί να είναι κανείς βέβαιος: Οποια κυβέρνηση και αν σχηματιστεί η εσωτερική και η εξωτερική πολιτική δεν πρόκειται να αλλάξει. Τα πλαίσια στα οποία θα κινηθεί είναι ουσιαστικά προκαθορισμένα. Το χρώμα της - όποιο κι αν είναι - δεν επιτρέπεται να οδηγήσει σε εσφαλμένα συμπεράσματα: Ο γερμανικός στρατός δεν πρόκειται να φύγει από το Αφγανιστάν και να επιστρέψει στη Γερμανία, η συμμετοχή της Γερμανίας στις ευέλικτες μονάδες ταχείας επέμβασης του λεγόμενου ευρωπαϊκού στρατού θα είναι αμείωτη και ίσως αυξηθεί και κανένα από τα μέτρα της έως τώρα κοινωνικής πολιτικής δεν πρόκειται να αρθεί ή να γίνει ηπιότερο. Μάλιστα με το επιχείρημα που επικαλούνται και άλλες κυβερνήσεις για την «ανάγκη της ανταγωνιστικότητας» η ανησυχία του κόσμου για το μέλλον θα γίνει μεγαλύτερη.


Θανάσης ΒΟΡΕΙΟΣ