Οι πολλοί και φτωχοί βλέπουν το φθινόπωρο να φτάνει με τον τρόμο του κρύου και της βροχής. Γιατί ξέρουν, τους το λένε όλα τα επίσημα τηλεοπτικά και μη χείλη, ότι θα παγώσουν αν δεν πληρώσουν το πετρέλαιο στο ύψος των προσδοκιών του παγκοσμιοποιημένου τζογαδόρου καπιταλίστα που παίζει τις ζωές σαν χάντρες σε φονικό κομπολόι.
Οι πολλοί μετανάστες που βγάζουν το πικρό μαύρο ψωμί τους στις ελληνικές ...«επιχειρήσεις» τρέμουν μήπως και χτυπήσει η πόρτα τους και μπουκάρουν οι Ράμπο του νεοταξίτικου τρομοφασισμού και τους εξηγήσουν μετά από μπερντάκι ξύλο κι ανακρίσεις ότι βρίσκονται σε χώρα που δεν υπάρχει ως κράτος, σε no man's land (γη του κανενός) όπως λένε κι οι διαφεντευτές της Γης Αμερικάνοι.
Οι διαβάτες σκιάζονται κι εδώ κι αλλού μήπως ο τρομοκρατημένος, ο διατεταγμένος να τρομοκρατεί, για να επιζεί, αστυνομικός τούς πυροβολήσει εν ψυχρώ, επειδή έβαλαν μερικά κιλά ή φοράνε φαρδιά ρούχα κι όλα πάνω τους μοιάζουν εκρηκτικά...
Οι πολλοί, οι νέοι, που τώρα αποφασίζουν με μόρια και τιναγμένες οικογενειακές οικονομίες στον αέρα πού θα γραφτούν για να σπουδάσουν ή πού θα γλείψουν για να δουλέψουν, περιστασιακά έστω, τρέμουν τα ίδια τους τα νιάτα. Οποια επιλογή στην αγορά μοιάζει εκ των προτέρων άχρηστη, ατελέσφορη, σαν όνειρο πνιγμένο σε SMS μηνύματα σταλμένα στα φιλαράκια με δανεικές μονάδες στο κινητό.
Οι πολλοί από τους εναπομείναντες αγρότες κοιτάνε τις κατεστραμμένες ή αζήτητες σοδειές, το υποθηκευμένο ή κατασχεμένο τρακτέρ, που φαντάζει σαν πετρελαιοβόρο θεριό, τον ουρανό που βρέχει χρέη κι υπόσχεται σχεδόν πάντα μια άνιση μάχη και σκιάζονται κι αυτοί, που δεν έχουν πια τίποτε να χάσουν. Οργώνουν απελπισία και θερίζουν κατάθλιψη.
Τα κανάλια παίζουν το σίριαλ «οι νεκροί της πτήσης χαμηλού κόστους» κι οι ζωντανοί γλυκαίνονται στη δηλητηριώδη ουρά του φετινού θέρους με τους μπακλαβατζήδες της τούρκικης σαπουνόπερας, κοιμίζοντας προς ώρας τους εφιάλτες με τη μέθοδο της παροχής συναίνεσης σε μια συλλογική, παραλυτική κοινωνικοπολιτική αφασία.
«Δεν πάει άλλο». «Τι θα απογίνουμε;». «Τι να κάνουμε;». Πηγμένα σαν αίμα που έβρασε κι έδεσε κι έγινε εμμονή, τα ερωτήματα πηγαινοέρχονται αταβιστικά σ' έναν εκπιθηκισμό απελπισμένων.
Σ' αυτή την εκούσα άκουσα υποταγή, που ανέδειξε ανάγλυφα το φετινό καλοκαίρι, η «αρρώστια» μας έφτασε στο ευτελιστικό σημείο να... «χαιρόμαστε», όπως απαιτεί η σύγχρονη TV που από την περσινή Ολυμπιάδα μας περίσσεψε ένα... υπέροχο μεγάλο νεκροτομείο στο Σχιστό. Γιατί είναι αρρώστια ν' ακούς έστω κι έναν να λέει «κάτι είναι κι αυτό»!!!
«Για σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους...». Η εκλογίκευση των συμπτωμάτων σήψης, η οργάνωση της απελπισίας σε οργή κι αντεπίθεση έχει ακόμα την πολιτική της έκφραση στον κόκκινο της διπλανής πόρτας. Χτύπα και θ' ανοίξει. Οι τραγουδιστές βαστάνε τις σκιές όρθιες. Ωσπου να ζωντανέψουν.