Την ίδια ώρα που η κυβέρνηση κοστολογεί τη ζωή κυνικά κι απροκάλυπτα. «Δυο χιλάδες ευρώ, εφ' άπαξ το τρίτο παιδί». Κι ύστερα αναμείνατε το αφεντικό σας, γονείς. Σε δυο τρία χρονάκια θ' ανέβει η τιμή του τρίτου παιδιού στην ελεύθερη καπιταλιστική χυδαία αγορά. Το παιδί θ' ανέβει στα δυόμισι χιλιάδες ευρώ! Τι τιμολόγιο αποκαλυπτικό κι αυτό. Κι ύστερα μπαίνει η μάνα η άνεργη των κλωστηρίων κι ο πατέρας ο απολυμένος των διυλιστηρίων στο «δίλημμα»: Το κάνεις τώρα το τρίτο παιδί, σε μαύρες μέρες, ή περιμένεις ν' ανέβει η τιμή; (...)
Η νεολαία εκπαιδεύεται από την καπιταλιστική αγορά να διαλέγει ανάμεσα στο «καταναλωτικό τζάνκι» (εξαρτώμενος από τη δόση του στην κόλαση των ναρκωτικών είναι το τζάνκι) και στον «ευτυχισμένο μισθοφόρο» που επιβιώνει είτε υποταγμένος είτε αποκτηνωμένος.
Το γερό κομμάτι, εξ ορισμού το σύνολο δηλαδή, των νέων ανθρώπων που προσπαθεί συνειδητά ή και ασυνείδητα αλλά απολύτως φυσικά και καθόλου μεταφυσικά να ξεφύγει από τη μέγκενη των αναπαραγόμενων προτύπων δούλων, δεν κινείται σύντροφοι στους ως τώρα γνωστούς τόπους. Δεν έχει στέκια. Δεν έχει χρόνο ελεύθερο για ζωή και σκέψη. Γιατί δεν επικοινωνεί η νεολαία με το μάτι και τον ιδρώτα του διπλανού. Μαθαίνει από νωρίς να μην προλαβαίνει ή να μην μπορεί. Συνηθίζει να μη χρειάζεται συλλογικότητα, πειθαρχία, στράτευση σε σκοπό. Εχει αποκούμπι και όπλο το ...κινητό. Φτηνά μηνύματα. Φράσεις κοφτές, ίσως και με λατινικούς χαρακτήρες. Ανταλλάσσει εικονίδια και βιντεάκια αντί ιδεών. Από απόσταση. Που ποτέ δε γεφυρώνει τον κλεμμένο χρόνο. Το αφεντικό τρίβει τα χέρια του. Με διαφημίσεις δε φτιάχνονται επαναστάτες. Ο Τσε είναι μπίρα. Πίνεται. Η Κούβα δεν πιάνει μπάζα μπροστά στην Πάρο. Διακοπές νεκρών εφήβων και τηλεγνωριμίες με τραγουδάκια για βατράχους.