Αντίο στον τελευταίο καπετάνιο
Κυριακή 16 Οχτώβρη 2005

Β. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Στο πιο βαθύ του ύπνου μου όνειρο ήταν θαρρώ. Μια μυστική φωνή με κάλεσε να βρεθώ εκεί, στο ξόδι του τελευταίου καπετάνιου. Απ' τα μικράτα μου άκουγα ιστορίες για αρματολούς και κλέφτες, για ληστές. Ψιθυριστά για τους αντάρτες. Βήματα εποχών, που σφράγισαν τα ψωμοτόπια, ταυτίζοντάς τα με το διαρκή αγώνα για την Ελευθερία. Εκεί, οπού τα χνάρια τους είναι σήμερα σβησμένα. Στη μνήμη μόνο ζωντανά, καθώς μονοπάτια και μυστικά περάσματα από χρόνους κλειστά.

«Βιάσου! Αν θέλεις να προλάβεις...», αυστηρή, αμφίθυμη, η εσωτερική φωνή. Βρέθηκες ξαφνικά απ' τον καναπέ του σαλονιού, στο κέντρο τάχα ενός κυματιστού χειμώνα, όπου όμως, αντί για φύλλα ή σέπαλα λουλουδιών, χιλιάδες κατακόκκινες σημαίες. Σε μια πλατεία ενός άσημου χωριού, ψηλά σε μια ραχούλα, σ' ένα απ' αυτά που τις καθημερινές δε βρίσκεις «καλημέρα» ν' ανταλλάξεις. Μόνο που τώρα βούλιαξε από συντρόφους και φίλους, που ήρθαν απ' τα πέρατα να πούνε το στερνό «αντίο» στον τελευταίο καπετάνιο. Να τον συνοδέψουν στη μεγάλη Επιστροφή. Εδώ, στην αγαπημένη, τη γενέθλια γη.

Εδώ, όπου το πρώτο φως. Ο αέρας, οι μυρουδιές, τα χρώματα. Οι ήχοι της ειρηνικής ζωής του χωριού. Τα πρώτα ανυποψίαστα βήματα στις στράτες. Τις ρούγες και τις γειτονιές. Εδώ, όπου το παιχνίδι στην εποχή της αθωότητας. Στο ίδιο ακριβώς σημείο, τώρα, η γαλανόλευκη και οι κόκκινες σημαίες, να συντροφεύουν την αιώνια σιωπή του.

Τα μάτια υγρά, φευγάτες οι λέξεις. Οχι τόσο για την απώλεια, ο κύκλος έκλεισε πλήρης ημερών και έργων, μα όσο για την τύχη των αγώνων. Εξάλλου οι περισσότεροι ήξεραν ότι σίμωσε της αναχώρησης η μέρα και είχαν, όπως είπαν, με την ιδέα λυκοσυμμαχήσει. Υστερα πάλι και γιατί τους καπεταναίους δεν τους κλαίνε. Από παλιά, τους τραγουδάνε της λεβεντιάς οι ρίμες. Συντροφιά μ' ένα κλαρίνο.

Η συγκίνηση διάχυτη. Απ' την πλατεία, στο προαύλιο της εκκλησίας, στους γύρω δρόμους. Τις αυλές και τα μπαλκόνια των σπιτιών, όπου ο κόσμος πυκνόρρωγο σταφύλι. Σημαίες, συνθήματα, τραγούδια του αγώνα. Μια αγκαλιά και μια γιορτή, όπου μέσα της χωρούσαν όλοι. Σύντροφοι. Φίλοι. Αντίπαλοι ως τα χθες. Ακόμα κι επίσημοι.

Κι ύστερα τα τελευταία λόγια. Συλλαβές σκόρπιες που ανακαλούν στη μνήμη την Ιστορία του τόπου. Αγώνες αιώνων. Στιγμές χιλιάδων ανώνυμων. Βάσανα και θυσίες. Προσωπικές διαδρομές. Πεθαμένες προσδοκίες. Χιλιάδες ψηφίδες ν' ακουμπούν στο φέρετρο και να συνθέτουν την εικόνα ενός διαρκή αγώνα. Η πονεμένη θύμηση ευερέθιστη, έτοιμη για γλυκό καυγά. Στα μάτια η υγρασία. Υστερα, ήταν κι εκείνο το διαολεμένο το κλαρίνο - αλήθεια, πού έβρισκε με τέτοιες νότες να κεντά;

Ο δρόμος μετά ανηφορικός. Για λίγους. Θα ήθελαν όλοι να τον ανεβούν, μα δε γινόταν. Κάτι η απόσταση, κάτι γιατί έτσι έπρεπε. Το τελευταίο διάβα, δίπλα από ρεματιές, πλατάνια και βελανιδιές. Ρουμάνια και νεροσυρμές. Πλαγιές, που κάποτε ζωντανή η λεβεντιά. Τα χνάρια εδώ του Κατσαντώνη, του Καραϊσκάκη, του Δίπλα. Οι μύθοι τους - προψεσινό φεγγάρι.

Το καλωσόρισμα ήρθε απ' τα πρώτα έλατα, σημάδι πως το υψόμετρο ανέβηκε. Σημάδι πως αρχίσαμε να μπαίνουμε στο αρματολίκι. Φανερά και κρυφά μονοπάτια, κλειστά από καιρό. Εδώ, όπου οι κλέφτες, οι αντάρτες, δισέγγονα και τρισέγγονα της κλεφτουριάς τα ψυχωμένα παλικάρια βροντούσαν κι έτσι τιμούσαν τ' άρματα. Ως καπετάνιος ήξερες καλά. Γι' αυτό μας έφερες μέσα από τέτοια μονοπάτια, εδώ ψηλά στον Αϊ - Λια.

Για ν' αγναντεύεις απ' εδώ, του μέλλοντός μας τα καπάκια...

Οσο κοντεύαμε, όλο πιο βαρύς ο ουρανός, θαρρείς κι αυτός πως ήθελε να κλάψει. Σιωπηλοί όλοι φθάσαμε ως εκεί. Μοναχός ο τάφος. Ανοιχτός. Περίμενε. Οποιος φαντάστηκε ότι σε συνόδεψε στην τελευταία κατοικία, σφάλει. Ως φαίνεται, τίποτα δεν κατάλαβε από αειθαλές. Ελάτια με του Μαγιού το πράσινο στην προέκταση, σημάδι ότι η ζωή πάντα προχωρεί.

Αμέτρητα τα βλαστάρια κι ας φαίνεται πάντα το δέντρο ίδιο.

Ο κύκλος στο προαύλιο της εκκλησίας. Παπάδες και λιβάνια και κεριά, είναι για συνταξιούχους. Οι καπεταναίοι αλλιώς φεύγουν. Με την ψαλμωδία του κλαρίνου. Ενα «Αθάνατος». «Καλό ταξίδι καπετάνιο». Δεν είχα τίποτα να καταθέσω εξόν από συγκίνηση κι ένιωσα τόσο άβολα, καθώς δεν είχα προνοήσει να στείλω κάτι. Χαιρετίσματα απ' τους ζωντανούς στους κλέφτες, τους αντάρτες, όλους τους ελεύθερους, όσους που έφυγαν κάνοντας το χρέος. Ενα κλαδί έλατου τσάκισα, να τους το πας ρετσίνι να μυρίσουν. Να καταλάβουν ότι δεν είναι πεθαμένοι, αφού δεν ξεχάστηκαν ακόμα.

Υστερα το χώμα. Αφράτο, ανοιξιάτικο, γλυκό, όσο κι ο νόστος του γυρισμού. Εδώ που τώρα ο καθένας έριχνε μια χούφτα στο μνήμα, την ίδια ώρα οι πιστολιές και τα ντουφέκια έπεφταν βροχή. Εκαναν τις ρεματιές ν' αχολογούν, να μοιάζει ως η τελευταία μάχη της ζωής. Ανατριχίλα, καθώς το κλαρίνο έψελνε αυτοσχεδιασμούς που κένταγαν ψυχές. Ανάρια και οι ντουφεκιές απ' το αντάρτικο απόσπασμα. Ενας διάλογος σωστός ερχόταν ατόφιος απ' τα χρόνια της Τουρκοκρατίας ως τα χθες. Ο ιδανικός αποχαιρετισμός στον τελευταίο καπετάνιο. Ονειρο, που δεν υποψιάστηκα ποτέ ότι θα ζήσω.

Μόλις το χώμα σκέπασε, ο ουρανός δεν άντεξε. Το κλαρίνο δίπλωσε βιαστικά, οι κάννες έσκυψαν το κεφάλι καπνισμένες. Οι λιγοστοί έσπευσαν να προφυλαχτούν απ' τη δυνατή βροχή. Οι πλαγιές άστραφταν απ' τους κεραυνούς κι οι ρεματιές αχολογούσαν τώρα απ' τα μπουμπουνητά. Εμοιαζε να είχε πάρει τώρα άλλος τη σκυτάλη απ' το αντάρτικο απόσπασμα, για να θυμίσει ποιος στ' αλήθεια πρωτοκαπετάνιος τώρα.

Ξύπνησα μουσκεμένος ως το κόκαλο. Βρέθηκα να κατηφορίζω με τη μοτοσικλέτα τις στροφές του Ιτάμου σιγά, καθώς η βροχή έδερνε το πρόσωπο σκληρά. Τόσο, που κάποια στιγμή δε μου επέτρεπε να συνεχίσω. Εσβησα τη μηχανή σε μια πέτρινη βρύση και στάθηκα κάτω από τον πλάτανο, μέχρι να ξεκόψει κάπως ο χαλασμός. Ακουσα το τρεχούμενο νερό να με μαλώνει σιγανά και με λόγια ακατάληπτα, να λέει: «Ντόπιος εσύ και σκιάζεσαι τους κεραυνούς, στα μέρη όπου ξαπόσταιναν παλικάρια; Οτι ο φόβος, καιρό κυνηγημένος από τούτα τα μέρη, τρύπωσε και ζει μόνο στις ψυχές κάθε λογής προσκυνημένων...». Ο πλάτανος συμφώνησε κι αυτός.

Η μπόρα ξεθύμανε κάπως, αλλά έμεινα γοητευμένος ν' ακούω το τραγούδι του τρεχούμενου νερού. Η γεμάτη ποτίστρα έμοιαζε τώρα με στενόμακρο μαγικό καθρέφτη, που ράγιζε στιγμιαία από τις χοντρές σταγόνες όπως έπεφταν απ' τα πλατανόφυλλα, κι ενώνονταν ευθύς αμέσως. Είδα μια μορφή να σχηματίζεται αχνά κι ύστερα ν' ανεβαίνει σιγά από το βάθος μία γνώριμη εικόνα:

Αυτή του Χαρίλαου Φλωράκη.


Του
Παναγιώτη ΝΑΝΟΥ