Οσον αφορά την ηλικιακή οριοθέτηση της νεολαίας, νομίζω ότι είναι αντικειμενική και διαφορετική για τα διάφορα τμήματά της. Ετσι, θεωρώ ότι για τους νέους που μετά το Λύκειο μπαίνουν στην παραγωγή, το πέρασμα στην ώριμη ηλικία γίνεται το πολύ γύρω στα 25 χρόνια τους, ενώ για όσους συνεχίζουν με ανώτερες σπουδές, αυτό σε καμιά περίπτωση δεν ξεπερνάει τα 30 χρόνια. Σε κάθε περίπτωση, το πέρασμα από τη νεανική στην ώριμη ηλικία, είναι κύρια συνάρτηση της εισόδου στην παραγωγική διαδικασία και όχι της δημιουργίας οικογένειας και της απόκτησης παιδιών, γεγονότων τα οποία είναι παρεπόμενα της ωρίμανσης και συμβαίνουν, λόγω της οικονομικής και κοινωνικής καπιταλιστικής σήψης, όλο και αργότερα, χωρίς φυσικά να σημαίνει ότι όταν αυτά συμβαίνουν στα 40 ή τα 45 χρόνια, τότε περνάει και ο νεολαίος στην ωριμότητα. Και φυσικά, τα όρια αυτά καθορίζονται από τις αντικειμενικές συνθήκες και όχι με απόφαση της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης, όπως αφελώς ή από κακή χρήση της γλώσσας, μας λέει η θέση 1. Αυτά γιατί για να δουλέψουμε σ' ένα τμήμα του λαού, πρέπει πράγματι και να το έχουμε καθορίσει.
Ο καπιταλισμός, αντιλαμβανόμενος το ευάλωτο και την ευπείθεια της νεολαίας, ακολουθεί επιστημονικά μελετημένες μεθόδους χειραγώγησής της, με σκοπό να στερήσει από το επαναστατικό κίνημα την ανανέωσή του, μεταθέτοντας έτσι χρονικά την έτσι κι αλλιώς επερχόμενη ανατροπή του. Στη διαδικασία αυτή έχει συμμάχους τη μοιρολατρία και το συντηρητισμό που ήδη έχει εμφυσήσει στο γενικό πληθυσμό και εργαλείο το σύνολο του εποικοδομήματός του, που περιλαμβάνει ισχυρά πράγματι όπλα, όπως τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του, το αστικό σχολειό, την αστική κουλτούρα που όλο και πιο εύπεπτη γίνεται κατά το σάπισμά της και προσφάτως το ισχυρότερο όλων, την κουλτούρα του καναπέ και της τηλεόρασης.
Το ζήτημα, λοιπόν, της διαπαιδαγώγησης της νεολαίας και συνακόλουθα το πού αυτή θα καταλήξει, αν δηλαδή θα περάσει κατά πλειοψηφία στο επαναστατικό κίνημα ή αν θα χρησιμοποιηθεί για τη διαιώνιση του καπιταλισμού, έχει αντικειμενικά αναχθεί σε κυρίαρχης σημασίας ζήτημα, ζωτικό θα έλεγα και για τα δύο στρατόπεδα. Αντίστοιχα, τα δικά μας όπλα είναι η μαζική και οργανωμένη πάλη και η ελκτική δύναμη των αποτελεσμάτων της, το όραμα της κατάργησης της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, η πάλη δηλαδή για την επίτευξη του στρατηγικού μας στόχου και η προπαγάνδιση της δράσης και των στόχων μας, από μας τους ίδιους και από τα λιγοστά ΜΜΕ που διαθέτουμε, μέσω των οποίων πρέπει να περάσουμε στη νεολαία και το λαό τη δική μας, την επαναστατική κουλτούρα. Στο κέντρο της προσοχής μας λοιπόν, εξ αντικειμένου τίθεται η προσπάθεια για την ουσιαστική βελτίωση του επιπέδου, αλλά και του αναπροσανατολισμού του ραδιοφώνου μας (άκουσα από τον «904» τη «λαϊκή» σαβούρα «κάθε δυο και τρεις βδομάδες, κάνω μπούκα στις μπουγάδες»!!!), όπου το πρόγραμμα πρέπει να κατευθύνεται και να καθορίζεται από αρμόδιο κομματικό τμήμα και όχι από τον παραγωγό της κάθε εκπομπής, του εμπλουτισμού των εκπομπών του 902 TV με ζητήματα νεολαίας, αλλά και προώθησης της επαναστατικής κουλτούρας, με προβολές σοβιετικών και προοδευτικών απ' όλο τον κόσμο ταινιών και φυσικά με άμεση διακοπή της τηλεπώλησης μαξιλαριών (!) και μάλιστα σε ώρες μεγάλης ακροαματικότητας. Η ΚΟΜΕΠ είναι πολύ καλό εργαλείο ιδεολογικής παρέμβασης, πρέπει όμως να παρθούν συγκεκριμένα μέτρα διάδοσής της, αφού δεν τη διαβάζουν παρά ελάχιστα κομματικά μέλη, και ακόμα πιο λίγοι νεολαίοι, ενώ ο «Ριζοσπάστης», έκδοση κομματικά άρτια, με εξαίρεση την έλλειψη κριτικής και τη στάση απόστασης στα ζητήματα του διεθνούς κινήματος, δεν είναι σίγουρα το έντυπο μέσο που μπορεί να απευθυνθεί σε πλατιές νεολαιίστικες μάζες. Εδώ ακριβώς προκύπτει η ανάγκη της ανεξάρτητης από το «Ριζοσπάστη» επαναδιακίνησης του «Οδηγητή», μετά από ολοκληρωμένη μελέτη του ιδεολογικού Τμήματος του ΚΣ της ΚΝΕ, για τις μεθόδους πλατιάς διακίνησής του στη νεολαία. Οι εκδόσεις της «Σύγχρονης Εποχής», στο λογοτεχνικό τους κομμάτι είναι μονόπλευρα προσανατολισμένες στο αντιστασιακό μυθιστόρημα και πρέπει να εμπλουτιστούν με εκδόσεις των αριστουργημάτων του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, - πολλών από τα οποία έχει παρέλθει χρονικά η υποχρέωση καταβολής πνευματικών δικαιωμάτων για την έκδοσή τους, καθώς και με εκδόσεις κοσμολογίας και αντιθρησκευτικής προπαγάνδας, ικανές να μειώσουν τα ποσοστά των νέων που ικανοποιούνται με τα ανέκδοτα του Χριστόδουλου.
Σε εσωκομματικό επίπεδο, να εφαρμόζεται απόλυτα το άρθρο 44 του Καταστατικού και ιδιαίτερα η παράγραφος β', που αφορά το συντονισμό της κομματικής με την κνίτικη ζωή και δράση. Οπωσδήποτε πρέπει να οριστούν υπεύθυνοι στα κομματικά όργανα για τη δουλιά στη νεολαία, σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορεί να είναι αυτοί οι γραμματείς των οργάνων, «όπως λαθεμένα το θέτει η θέση 18. Επίσης, η ιδεολογική επιτροπή να επεξεργαστεί ένα εξειδικευμένο για τη νεολαία πρόγραμμα αυτομόρφωσης, που σε συνδυασμό με ολοκληρωμένους κύκλους ιδεολογικών μαθημάτων, όχι μόνο θα εξοπλίσει ιδεολογικά τους ΚΝίτες, αλλά και θα βοηθήσει ουσιαστικά την προπαγάνδιση των κομμουνιστικών ιδεωδών στη νεολαία. Επίσης, προκύπτει η ανάγκη για επαναφορά από τις καλένδες όπου έχει παραπεμφθεί και ολοκλήρωσης της συζήτησης για τον υπαρκτό σοσιαλισμό, αφού το ζήτημα αφορά το κεντρικό ιδεολογικό εργαλείο της άρχουσας τάξης στην προσπάθειά της να καθυποτάξει ιδεολογικά τη νεολαία και η δική μας απάντηση για την ώρα είναι ημιτελής και αποτελείται από μισόλογα.
Ουσιαστικής, τέλος, σημασίας ζήτημα, είναι αυτό της κομμουνιστικής οικογένειας, που πολύ σωστά πραγματεύεται ο ΚΝίτης σ. Κώστας Σταματόπουλος στην παρέμβασή του στο διάλογο στις 2/10, όχι όμως και οι θέσεις της ΚΕ. Βασικό καθήκον, όχι μόνο απέναντι στο Κόμμα, αλλά και απέναντι στην ανθρωπότητα και το μέλλον της, είναι το καθήκον του κομμουνιστή να διαπαιδαγωγεί επαναστατικά τα παιδιά και γενικότερα την οικογένειά του και σε δεύτερο επίπεδο το περιβάλλον του, όχι μόνο σαν απάντηση στην καπιταλιστική αντιδιαπαιδαγώγηση, αλλά και σαν συμβολή στο επαναστατικό κίνημα, ζήτημα για το οποίο νομίζω πως απουσιάζει η ιδεολογική - καθοδηγητική κομματική παρέμβαση.
Χρυσόστομος Σ. Χρηστίδης
ΚΟΒ Λογιστών της ΚΟΘ