ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ
Εξάγγειλε «κινητοποιήσεις»

Δύο λαϊκές συγκεντρώσεις και άλλα μέτρα ήταν η απάντηση της επίσημης Εκκλησίας στην άρνηση της κυβέρνησης σε κάθε διάλογο γύρω από το επίμαχο θέμα

Τετάρτη 7 Ιούνη 2000

Παπαγεωργίου Βασίλης

«Λάδι στη φωτιά» της διαμάχης που έχει προκύψει μεταξύ κυβέρνησης και Εκκλησίας, γύρω από το θέμα της μη αναγραφής του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες, ρίχνει η κυβερνητική τακτική της άρνησης κάθε διαλόγου για το ζήτημα αυτό. Και οι δύο πλευρές τροφοδοτούν συστηματικά την ένταση γύρω από ένα θέμα που απομακρύνει το ενδιαφέρον από τα πραγματικά προβλήματα που βιώνει ο λαός, αλλά και αποπροσανατολίζει από τον υπαρκτό κίνδυνο, ο οποίος προέρχεται από το ηλεκτρονικό φακέλωμα κάθε δραστηριότητας του πολίτη, που καθιερώνεται με βάση τις κατευθύνσεις της Συμφωνίας Σένγκεν.

Ετσι, λοιπόν, χτες η σύνοδος της Ιεραρχίας, δηλαδή η ολομέλεια των μητροπολιτών αποφάσισε μετά από 9ωρη συνεδρίαση την πραγματοποίηση λαϊκών συγκεντρώσεων με αιχμή το θέμα των ταυτοτήτων. Η πρώτη συγκέντρωση θα γίνει στη Θεσσαλονίκη την άλλη Τετάρτη 14 Ιούνη και η δεύτερη στην Αθήνα τη μεθεπόμενη Τετάρτη 21 Ιούνη. Επίσης, αποφασίστηκε να εξαγγείλει ο αρχιεπίσκοπος τις επόμενες μέρες διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό και να στείλει στον πρωθυπουργό σχετική επιστολή, ενώ εξετάζει η Εκκλησία εκ νέου το ενδεχόμενο προσφυγής στο Συμβούλιο της Επικρατείας.

Προηγήθηκε, χτες το μεσημέρι, στη διάρκεια της συνόδου της Ιεραρχίας προσπάθεια πραγματοποίησης συνάντησης του αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, με τον πρωθυπουργό Κ.Σημίτη. Από την κυβέρνηση το θέμα παραπέμφθηκε στον υπουργό Παιδείας για την κατάρτιση του καταλόγου των θεμάτων με τον όρο να μην περιλαμβάνεται αυτό των ταυτοτήτων. Το γεγονός αυτό, της απόρριψης από την κυβέρνηση του αιτήματος για διάλογο ανέβασε το θερμόμετρο στην Ιερά Σύνοδο και έτσι οι όποιες ψυχραιμότερες φωνές μητροπολιτών από τους 73 που συμμετείχαν πέρασαν στο περιθώριο.

Η απόφαση των ιεραρχών

Μετά την ολοκλήρωση των εργασιών της Συνόδου ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος διάβασε την ανακοίνωση των Ιεραρχίας στην οποία περιλαμβάνονται οι σχετικές αποφάσεις. Αρχικά αναφέρθηκε στο ιστορικό της συνεδρίασης και συγκεκριμένα στο αίτημα για συνάντηση του ίδιου, συνοδευόμενου από τρεις μητροπολίτες, με τον πρωθυπουργό, με σκοπό να μεταφέρουν στον πρωθυπουργό «την επιθυμία της Ιεραρχίας να αρχίσει διάλογος με την κυβέρνηση για το θέμα των ταυτοτήτων». Ωστόσο: «Ατυχώς η φιλειρηνική αυτή έκκληση της Εκκλησίας δεν εκτιμήθηκε όπως έπρεπε και απερρίφθη κατά πρωτοφανή τρόπο. Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας διαμαρτύρεται έντονα προς τον ελληνικό λαό για την περιφρονητική αυτή αντιμετώπισή της από μέρους του κ. πρωθυπουργού».

Στο δεύτερο σημείο της ανακοίνωσης στις σχέσεις Εκκλησίας -Πολιτείας: «Η Εκκλησία ανέκαθεν επίστευε και εξακολουθεί να πιστεύει εις τους διακριτούς ρόλους Εκκλησίας και Πολιτείας. Τούτο βέβαια δεν της στερεί του δικαιώματος να έχει γνώμη για θέματα που την ενδιαφέρουν και να την προβάλει προς πάσα κατεύθυνση, μέσα από τη διαδικασία του ελεύθερου διαλόγου με τους αρμοδίους. Τούτο δε σημαίνει επίσης ούτε συνδιοίκηση του κράτους ούτε ανάμειξη της Εκκλησίας σε κοσμικά έργα». Και διευκρινίζεται πως ό,τι προκύπτει στα ενδιαφέροντα της Εκκλησίας «προκύπτει από την παράδοση του γένους μας που εσμήλευσε μέσα στους αιώνες ακατάλυτους πνευματικούς δεσμούς μεταξύ Πολιτείας και λαού».

Ακολούθως γίνεται αναφορά στη στάση της κυβέρνησης και επισημαίνεται: «Η αδιάλλακτη τακτική της κυβέρνησης στο θέμα των ταυτοτήτων επιστηρίζει δυστυχώς τις βάσιμες υποψίες της Εκκλησίας και του λαού ότι η μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες αποτελεί το πρώτο σε μια σειρά άλλων μέτρων που αποβλέπουν πρακτικά στην απώθηση της θρησκείας στο περιθώριο της δημόσιας ζωής, της κοινωνικής και της εθνικής ζωής με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το λαό μας. Η τάση αυτή ευρίσκει αντίθετο τον πιστό λαό μας, που δεν είναι διατεθειμένος να αποκοπεί βίαια από το ζωηφόρο μαστό της μητέρας ορθοδοξίας που εξακολουθεί να τον διατρέφει πνευματικά. Εάν παρ' ελπίδα ετούτο συμβεί είναι βέβαιο ότι ο λαός θα στερηθεί ενός ουσιώδους στοιχείου της πνευματικής του ταυτότητας».

Για το θέμα της αναγραφής του θρησκεύματος σημειώνεται: «Οσο δε αφορά στους Ελληνες πολίτες άλλου θρησκεύματος που αποτελούν μειονότητα αυτοί σε τίποτα δε βλάπτονται από τη δημοκρατική αρχή τηςαναγραφής προαιρετικά του θρηκεύματος στις ταυτότητες. Αλοίμονον αν όποιος ήθελε να κάνει διακρίσεις σε βάρος τους έπαιρνε την προς τούτο αφορμή από την ταυτότητα. Στην Ελλάδα δεν πέρασε ποτέ ο ρατσισμός, ούτε η μισαλλοδοξία, ούτε η ξενοφοβία. Εμείς δε οι ορθόδοξοι υπήρξαμε πάντοτε προστάτες των μικρών και αδύνατων. Η Ιεραρχία πιστεύει ότι κατά αυτές τις κρίσιμες ώρες, όπου ορθώνονται απειλητικά για το λαό μας, ακαίρως και τελείως αψυχολόγητα δημιουργήθηκε ένα τόσο σοβαρό ζήτημα που απειλεί να διχάσει το λαό και να θίξει τον ιστό της κοινωνικής συνοχής. Η Εκκλησία δε διανοείται να μιμηθεί εκείνους που οδηγούν τον λαό σε αυτή την κατεύθυνση γι' αυτό και εμμένει στην υιοθέτηση μόνον ειρηνικών μέτρων νηφάλιας αντίστασης προς τις αυθαίρετες λύσεις που επιβάλλονται στη ράχη του λαού μας».

Και συνεχίζει: «Ομως, ταυτόχρονα επιθυμεί να διακηρύξει πως καταφεύγει στο λαό που πιστεύει και τον καλεί σε διαμαρτυρία κατά της διαγραφής του θρησκεύματος από τις ταυτότητες και κατά της μετατροπής της Ελλάδας σε μια άθρησκη χώρα. Τη μορφή αυτής της διαμαρτυρίας έχουν κατά καιρούς υιοθετήσει και άλλοι ευρωπαϊκοί λαοί που ήθελαν να μεταπείσουν τις κυβερνήσεις των από της λήψεως συγκεκριμένων μέτρων που εστρέφονταν κατά του λαού και της πίστεώς του».

Ακολουθεί η εξαγγελία των δύο, επί του παρόντος, όπως αναφέρεται «παλλαϊκών συγκεντρώσεων» και καλείται «σύσσωμος ο λαός της Εκκλησίας να είναι παρών σ' αυτές ειρηνικά, ήσυχα, νηφάλια, αλλά και αποφασιστικά». Και καταλήγει: «Η Ιεραρχία εξακολουθεί και μετά την έναντί της συμπεριφορά της εξουσίας να ελπίζει ότι ο ευγενής και ευλογημένος ορθόδοξος λαός τελικά θα επιτύχει εκείνο που η ίδια η Εκκλησία και Ιεραρχία επιχείρησε να πείσει τον κ. πρωθυπουργό να στέρξει πραγματικά στο διάλογο, γεγονός που χαρακτηρίζει όλες τις δημοκρατικές και ευνομούμενες πολιτείες. Δε θα πρέπει, άλλωστε η αδιάλλακτη αυτή στάση να μεταβάλει τους πιστούς ορθόδοξους Ελληνες σε αντιρρησίες συνειδήσεως».