Σε θυμόμαστε πρωτομάχε της Ειρήνης
Πέμπτη 8 Ιούνη 2000

Τα παλικάρια, αγόρια και κορίτσια με τους πυρσούς στα χέρια, ανηφόρισαν το τελευταίο διάστημα της μαραθώνιας διαδρομής προς την Αναπαύσεως. Κάθιδρα σώματα, κοντές ανάσες, φλογισμένα μάτια, χτύποι καρδιάς, δευτερόλεπτο το δευτερόλεπτο.

Ψυχές περήφανες στα βήματα εκείνου που έμεινε στην ιστορία, μαζί με τους χιλιάδες άλλους, που χάθηκαν στους αγώνες κατά της βίας, της βαρβαρότητας, για την υπεράσπιση της Ειρήνης και της ζωής. Στα βήματα του γενναίου, του επιστήμονα, του αθλητή, του αγωνιστή, στα βήματα του Γρηγόρη Λαμπράκη που θέλησαν, με το άγριο μακέλεμά του που οργάνωσε κράτος και παρακράτος να του κλείσουν την ολύμπια φωνή της αντίστασης στον ξεπεσμό. Του Γρηγόρη, που σκότωσαν το σώμα, αλλά έμεινε, μαζί με τόσους άλλους ωραίους νεκρούς, διαχρονικό σύμβολο συνέχειας. Τον «αντρειωμένο δεν τον κλαιν», καθώς πέρα από το φθαρτό σώμα, μένει το έργο και η θυσία της προσφοράς του, ως παρακαταθήκη, παρότρυνση και διδαχή.

Σε θυμόμαστε πρωτομάχε της Ειρήνης, και πρωτομαραθωνοδρόμε, τότε που άνοιξες τα μπράτσα σου και γέμισε η αγκαλιά σου πουλιά, τραγούδια και λουλούδια, τότε που άνοιγες δρόμους, μέσα από εκατοντάδες οπλισμένους πραιτοριανούς του μίσους.

Βάδιζες ορθόκορμος, μαζί με τους «τρεις συντρόφους σου, που ξέφυγαν από τα μπλόκα και ήταν σα να βάδιζε μαζί ολόκληρη η Ελλάδα, έτσι όπως τραγουδάει στους στίχους της η Μαρούλα Ρώτα: «Βάδιζε, βάδιζε, ειρηνοδρομία. Ανοιγε δρόμους όπου φράγματα μίσους και Γέφυρα στήνε όπου χάσμα διχόνοιας! Πέρνα και βάδιζε, θεά καινούρια /στ' ανθρωποπάζαρα όπου σφαχτάρια της γης τα νιάτα,/ τα εμπορεύονται μ' όπλα πυρήνες κι αίμα ποτάμια,/ανθρωποφάγοι που θησαυρίζουν».

Δάκρυσε ο γέροντας, παρακολουθώντας. Δάκρυσε βλέποντας τα δυο παιδιά του Λαμπράκη τα ψηλόκορμα κυπαρίσσια, τον Γιώργο και τον Γρηγόρη να συνεχίζουν, μαζί με τα πλήθη και της φετινής μαραθώνιας πορείας, στα βήματα του χτες, στις ανάγκες του σήμερα, στην αντιμετώπιση του ζοφερού μέλλοντος της ΕΥΡΩ-ΗΠΑ θηριωδίας.

- Δεν τον ξεχάσατε λοιπόν, δεν τον ξεχνάμε, ψιθύρισε ο παππούς και πήρε ν' ανηφορίζει κουτσαίνοντας, μαζί με τους λαμπαδηδρόμους, με το στραβοράβδι παραμάσχαλα κι ένα κλωνάρι μοσχολούλουδο στο χέρι.


Του Γιώργου Κ. ΤΣΑΠΟΓΑ