ΓΑΛΛΙΑ - Η «ΕΞΕΓΕΡΣΗ» ΤΩΝ «ΑΘΛΙΩΝ»
Προδιαγεγραμμένη κοινωνική έκρηξη
Κυριακή 13 Νοέμβρη 2005

Associated Press

Αστυνομική περιπολία στα προάστια της γαλλικής Νίκαιας μετά την εφαρμογή του νόμου έκτακτης ανάγκης
Με την ανάσυρση ενός νόμου από την εποχή του γαλλο-αλγερινού πολέμου, η κυβέρνηση ντε Βιλπέν και ο Πρόεδρος Ζακ Σιράκ αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν την πολυήμερη αναταραχή και τις κλιμακούμενες συγκρούσεις μεταξύ νεαρών και ανδρών των αστυνομικών δυνάμεων στα υποβαθμισμένα εργατικά προάστια του Παρισιού και άλλων μεγάλων πόλεων. Πρόκειται για ένα νόμο που θέτει τη χώρα σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, δίνοντας, παράλληλα, στις τοπικές αρχές το δικαίωμα να επιβάλλουν απαγόρευση της κυκλοφορίας και στις αστυνομικές δυνάμεις, κατόπιν εντολής, να πραγματοποιούν εφόδους σε σπίτια και ανεξέλεγκτες προσαγωγές υπόπτων. Ταυτόχρονα, επιστρατεύεται ο μπαμπούλας του προστίμου έως και 3.750 ευρώ για όποιον παραβεί την απαγόρευση κυκλοφορίας τις βραδινές ώρες.

Ο νόμος αυτός εφαρμόστηκε για πρώτη φορά σε όλο του το μεγαλείο το 1961, όταν βρισκόταν σε εξέλιξη ο γαλλο-αλγερινός πόλεμος. Υπό το καθεστώς του, στις 17 Οκτώβρη 1961 σημειώθηκε μία από τις μεγαλύτερες σφαγές στη σύγχρονη γαλλική ιστορία, όταν ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις διέλυσαν διά της βίας διαδήλωση κατά του πολέμου στην Αλγερία και κατά της επιβολής απαγόρευσης κυκλοφορίας. Ο επίσημος απολογισμός τότε ανέφερε 50 έως 200 νεκρούς, κυρίως Αλγερινούς μετανάστες, πολλοί από τους οποίους δε βρέθηκαν ποτέ, αφού οι Γάλλοι αστυνομικοί τούς πέταξαν στο Σηκουάνα.

Εκτοτε, ο νόμος αυτός δεν τέθηκε ποτέ σε ισχύ σε γαλλικό έδαφος. Ούτε καν στις μεγάλες διαδηλώσεις του Μάη του 1968 που συγκλόνισαν τη Γαλλία. Το γεγονός και μόνο ότι η σημερινή κυβέρνηση αναγκάστηκε να προσφύγει σε αυτήν ακριβώς τη «θαμμένη» νομοθεσία, για να μπορέσει να ελέγξει την οργή των «περιφρονημένων» των γκέτο, είναι, ίσως, από μόνο του ενδεικτικό της σοβαρότητας της κατάστασης.

Πολλά τα μέτρα, λίγα τα αποτελέσματα

Μια κατάσταση που δεν αποτελεί είδηση για τα γαλλικά δεδομένα είναι οι πυρπολήσεις, κατά μέσο όρο, 10-20 οχημάτων τη βδομάδα στα γαλλικά προάστια, τουλάχιστον τα τελευταία δέκα χρόνια. Οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων τους, καθώς και η καθημερινή ολοένα και μεγαλύτερη βύθισή τους στην απόγνωση και στην αγανάκτηση, εξαιτίας της αυξανόμενης ανεργίας, της μιζέριας και της περιφρόνησης που εισπράττουν από το γαλλικό κράτος είναι γνωστό καταγεγραμμένο φαινόμενο, σε έρευνες, αλλά και στη λογοτεχνία, τουλάχιστον από τα τέλη της δεκαετίας του '70.

Το 1977 υιοθετήθηκε και το πρώτο μέτρο που αφορούσε αποκλειστικά και μόνο τα προάστια και προέβλεπε βελτίωση των συνθηκών στέγασης. Μετά από ολιγοήμερες σοβαρότατες ταραχές στα εργατικά προάστια της Λυόν, το 1981, η τότε σοσιαλιστική κυβέρνηση του Φρανσουά Μιτεράν περηφανευόταν ότι έθεσε τις βάσεις για μια «ευρείας κλίμακας νέα πολιτική με στόχο την εξάλειψη του κοινωνικού αποκλεισμού». Μέσα στη δεκαετία του '80 εκατοντάδες εκατομμύρια φράγκα δαπανήθηκαν για οικιστικά προγράμματα στα προάστια, ενώ από το 1996 και μετά δημιουργήθηκαν ζώνες «εκτός φορολογίας», μέτρο που στόχευε ουσιαστικά στην ενθάρρυνση των επιχειρηματιών να επενδύσουν στις περιοχές γύρω από τα προάστια, με απώτερο σκοπό τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.

Θεωρητικώς, λοιπόν, θα μπορούσε κανείς να πει ότι με γνώμονα όλες αυτές τις διακηρύξεις και τα μέτρα, η οργή των προαστίων δε δικαιολογείται, ενώ αντιθέτως απολύτως δικαιολογημένη είναι η έκπληξη που δηλώνει, στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις, ότι νιώθει το 58% των Γάλλων πολιτών με αφορμή τα τεκταινόμενα. Η πραγματικότητα, όμως, απέχει, ως είθισται, αρκετά από τις διακηρύξεις. Δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει ότι τα πράγματα στα προάστια βελτιώθηκαν από την άποψη της στέγασης. Ούτε μπορεί κανείς να μιλήσει για παντελή απουσία εκπαιδευτικών προγραμμάτων ή άλλων σχεδίων, με σκοπό «την κοινωνική ενσωμάτωση» των απογόνων των πρώην μεταναστών.

Ολα αυτά, όμως, όπως καταγράφει πλέον και ο γαλλικός Τύπος στην πλειοψηφία του, ήταν σταγόνα στον ωκεανό των προβλημάτων που δεν αντιμετωπίστηκαν ουδέποτε στον πυρήνα τους. Οι επιχειρήσεις μπορεί να ανεγέρθηκαν κοντά στα προάστια, όμως οι προσλήψεις δεν έγιναν κατά κύριο λόγο μεταξύ των κατοίκων. Η καχυποψία και η περιφρόνηση απέναντι στο διαφορετικό χρώμα ή τη διαφορετική καταγωγή δεν έπαψε να υπάρχει, αλλά αντίθετα ενισχύθηκε, εντέχνως, ακόμη περισσότερο, όταν τα οικονομικά προβλήματα της Γαλλίας εντάθηκαν από τα μέσα της δεκαετίας του '90 και μετά. Οι κάτοικοι των προαστίων απομονώθηκαν ακόμη περισσότερο από τον υπόλοιπο πληθυσμό, ενώ οι ακροδεξιές ιαχές που τους επέρριπταν την ευθύνη για την αύξηση της ανεργίας, της εγκληματικότητας και την οικονομική κρίση, αποκρύπτοντας τις πραγματικές αιτίες, πλήθαιναν και κέρδιζαν ακόμη και μερίδα της λεγόμενης δημοκρατικής γκολικής δεξιάς, αλλά και της κοινής γνώμης.

Ακόμη περισσότερη καταστολή

Δε χρειάζεται κανείς να είναι ειδικός επιστήμονας για να αντιληφθεί ότι ο αποκλεισμός, η φτώχεια, η περιφρόνηση και η αστυνομοκρατία, οι τρόποι δηλαδή με τους οποίους το γαλλικό κράτος αντιμετώπισε τα προάστια, τα μετέτρεψαν σταδιακά σε γκέτο με όλες τις συνακόλουθες συνέπειες, όπως είναι η εγκληματικότητα, η βία, η επιθετικότητα, τα ναρκωτικά. Είναι αλήθεια ότι σήμερα είναι εξαιρετικά δύσκολο έως ακατόρθωτο για έναν απλό πολίτη να εισέλθει στα προάστια, αν δεν κατοικεί εκεί. Είναι, επίσης, αλήθεια ότι το μεγαλύτερο μέρος της διακίνησης ναρκωτικών και του λαθρεμπορίου όπλων λαμβάνει χώρα στα προάστια, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι σε αυτό συμμετέχουν μόνο οι κάτοικοί τους.

Είναι, όμως, αλήθεια και ότι στα περισσότερα προάστια η ανεργία μεταξύ των νέων μέχρι τα 30 χρόνια αγγίζει το 40%. Πολλοί από αυτούς αναγκάζονται να σταματήσουν το σχολείο εξαιτίας της αδυναμίας της οικογένειάς τους να τους ζήσει. Τα κονδύλια, που παλαιότερα χορηγούνταν για την επιμόρφωση αυτών των παιδιών, θυσιάστηκαν στο βωμό «των περικοπών στους τομείς του κοινωνικού κράτους προκειμένου να εναρμονιστεί η χώρα με τα κριτήρια των Βρυξελλών». Αλήθεια είναι, επίσης, ότι οι γαλλικές αρχές, οι δημόσιες υπηρεσίες και η γαλλική αστυνομία τους αντιμετωπίζουν με περιφρόνηση.

Ιδιαίτερα οι αστυνομικοί επιδεικνύουν έναν ιδιαίτερο ζήλο στις συλλήψεις κατοίκων από τα προάστια ακόμη και για μικροαδικήματα, για τα οποία οι α΄ κατηγορίας πολίτες δέχονται απλώς επιπλήξεις. Απέναντι στους «sales arabs», δηλαδή στους βρωμο-Αραβες όπως αποκαλούνται συλλήβδην όλοι οι κάτοικοι των προαστίων που έχουν πιο σκούρο δέρμα, ακόμη και αν δεν είναι Αραβες, οι αστυνομικοί δείχνουν μια ιδιαίτερη τάση για κακοποίηση, ξυλοδαρμούς, ακόμη και βασανιστήρια.

Ολα αυτά, λοιπόν, που πυροδότησαν την έκρηξη, έρχονται να εφαρμοστούν σε μεγαλύτερη εμβέλεια για να την αντιμετωπίσουν.

Τα παιδιά των μεταναστών δεν «ενσωματώθηκαν» και ούτε πρόκειται αυτό να γίνει όσο το συγκεκριμένο καπιταλιστικό σύστημα τα καταδικάζει στο περιθώριο ως β΄ κατηγορίας πολίτες αλλά και β΄ κατηγορίας εργάτες. Και αυτό δεν είναι ένα ζήτημα που αφορά μόνο τη Γαλλία, αλλά και ολόκληρη την ΕΕ και την πολιτική της. Γι' αυτό, άλλωστε, ανησύχησαν τόσο οι Βρυξέλλες. Γι' αυτό, δεν έλειψαν και εκείνες οι φωνές που «προείδαν» πίσω από τις «σκληρές» δηλώσεις Σαρκοζί, κάποια πιο μακρόπνοα μελλοντικά σχέδια για σκληρότερη κατασταλτική και αυταρχική πολιτική όχι μόνο απέναντι στους μετανάστες, όπως κραυγάζει σήμερα ο Λε Πεν, αλλά απέναντι στον οποιονδήποτε αμφισβητήσει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων.

«Η ανάσυρση ενός νόμου από το 1955 για να αντιμετωπιστεί η τωρινή κατάσταση δίνει ένα ξεκάθαρο μήνυμα στους δικαίως οργισμένους νέους των προαστίων, ένα μήνυμα απίστευτης σκληρότητας και κυνισμού: Τους δείχνει ότι η Γαλλία, μετά από 50 χρόνια, σκοπεύει να τους αντιμετωπίσει όπως ακριβώς και τους παππούδες τους - σαν εγκληματίες». Αυτό έγραφε η εφημερίδα «Μοντ» σε άρθρο της, αναρωτώμενη, όπως και μεγάλη μερίδα του γαλλικού Τύπου, μήπως η οργή των «αθλίων» των προαστίων και η ανικανότητα της κυβέρνησης να αντιδράσει με κάποιο διαφορετικό τρόπο από αυτόν του ντε Γκολ, δείχνει ότι τα θεμέλια της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας όπως και οι πολυδιαφημισμένες ανθρωπιστικές αρχές της δεν πάσχουν απλώς, αλλά έχουν, ήδη, σαπίσει.


Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ