«Δεν ελπίζουμε τίποτε»

O «Ρ» συνεχίζει σήμερα το οδοιπορικό του στα γαλλικά γκέτο και συζητά με νέα παιδιά που ζουν εκεί. Μόνο μερικά λεπτά συνομιλίας μαζί τους αρκούν για να συνειδητοποιήσει κανείς τι σημαίνει οργή, απόγνωση, απελπισία

Τετάρτη 23 Νοέμβρη 2005

Associated Press

Από διαδήλωση που έγινε στο προάστιο Κλισύ Σου Μπουά στις 29 Οκτώβρη μια μέρα από τον θάνατο των δύο νέων σε ηλεκτροστάσιο μετά από καταδίωξη της αστυνομίας
«Τους έχω προειδοποιήσει ότι θα μιλήσουν με Ελληνίδα δημοσιογράφο. Το τόνισα, γιατί ήταν αρνητικοί να μιλήσουν σε δημοσιογράφους, ιδιαιτέρως Γάλλους». Ο Γιανί και η Αντια μου δίνουν οδηγίες συμπεριφοράς. «Προσπάθησε να καταλάβεις ότι αυτά τα παιδιά δεν έχουν γνωρίσει σχεδόν κανέναν εκτός της cit, δηλαδή του γκέτο». Ο Γιανί οδηγεί γρήγορα στους επαρχιακούς δρόμους. Βρισκόμαστε στο προάστιο Λες Ουλίς, νοτιοδυτικά του Παρισιού.

Ο Γιανί, με καταγωγή από το Ζαΐρ, είναι, αναμφιβόλως, μία από τις εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Σπουδάζει φυσική μαζί με την Αντια και έτσι τον γνωρίσαμε. Οπως ο ίδιος εξηγεί η μητέρα του μεγαλώνει τον ίδιο και τα αδέλφια του μόνη της. «Αλλά ήταν πάντα αυστηρή και τυχερή: δεν έμεινε ποτέ άνεργη». Τώρα ο ίδιος παίζει και το ρόλο του πατέρα στα μικρότερα. Παράλληλα, δουλεύει καθημερινά λίγες ώρες ως υπεύθυνος ενός maison du quartier, δηλαδή ενός είδους μικρής αίθουσας ψυχαγωγίας που βρίσκεται σχεδόν σε όλα τα γκέτο με στόχο να εξασφαλίζει στη νεολαία τους ορισμένες ώρες ξενοιασιάς.

Φθάνοντας έχει αρχίσει, ήδη, να σκοτεινιάζει. Η εικόνα μοιάζει μάλλον με παλιό σφαιριστήριο. Στο μικρό χώρο βρίσκονται γύρω στα 10-12 παιδιά, μεταξύ 18-23 χρόνων. Ολα αγόρια. «Τα κορίτσια δεν έρχονται εδώ;», ρωτάω. Χαμογελούν ελαφρά. «Η ατμόσφαιρα, γενικώς στο γκέτο, δεν είναι αυτή που λέμε φιλική προς τις γυναίκες».

Εργατικές πολυκατοικίες στα προάστια του Παρισιού
Μπαίνουμε και ο Γιανί κάνει τις συστάσεις. Μετά από κάποια λεπτά αμοιβαίας αμηχανίας, βρισκόμαστε στο γραφείο του υπευθύνου του στεκιού για να υπάρχει μεγαλύτερη ησυχία. Στην προτροπή ανταποκρίνονται 6 από τους παρευρισκομένους. Παιδιά με καταγωγή από αφρικανικές και αραβικές χώρες, αλλά και λευκοί. Η εμφάνισή τους θυμίζει αμερικανικές ταινίες για το Χάρλεμ. Οι περισσότεροι είναι ντυμένοι σαν ράπερ: αθλητικές φόρμες, χαμηλοκάβαλα παντελόνια, αθλητικές μπλούζες, καπέλα μπέιζ μπολ, αλυσίδες στο λαιμό.

Ζητώ να μάθω τα μικρά τους ονόματα. Σίγουρα, κάποια είναι ψευδώνυμα. Είθισται να χρησιμοποιούν παρατσούκλια από ταινίες, από στίχους τραγουδιών ραπ. Τους εξηγώ ότι θέλω τη γνώμη τους για τα επεισόδια, για το τι σημαίνει γκέτο, πώς το βιώνουν.

Οι περισσότεροι μιλούν με τόση αργκό που δυσκολεύομαι να τους κατανοήσω. Τα ξεσπάσματα σε γενικές θυμηδίες είναι αλλεπάλληλα. Δυσκολεύομαι πολύ να κρατήσω τα ηνία της κουβέντας. Μου απευθύνονται στον πληθυντικό, αν και έχουμε λίγα χρόνια διαφορά ηλικίας. «Καλύτερα έτσι, παρά με τον άλλο τρόπο» αστειεύεται ο Γιανί.

«Κανείς δεν έκαψε για το Κλισί, αλλά για τον εαυτό του»

«Ολα όσα έγιναν είναι βλακείες. Δεν έχει νόημα να καις το αυτοκίνητο του γείτονά σου, που μπορεί να δούλεψε χρόνια για να το πληρώσει, ή το σχολείο» ξεκινά ένας από τους λευκούς της παρέας, που συστήθηκε ως Σοκράτ. «Αυτό δε σημαίνει ότι δεν είναι δικαιολογημένο» πετάγεται ο μαύρος Αλάν.

Γιατί όλα αυτά, ρωτώ, για να εισπράξω την άμεση απάντησή του: «Γιατί μας γουστάρει η βία, έτσι δε λένε τα κανάλια, οι συνάδελφοί σας;». Δε με νοιάζει τι λένε, θέλω τη δική σας γνώμη, αντιλέγω, νιώθοντας την επιθετικότητα και κρίνοντας ότι δεν έχω κανένα λόγο να απολογηθώ για τον τρόπο κάλυψης των γεγονότων από άλλα ΜΜΕ.

«Τα προβλήματα υπάρχουν εδώ και χρόνια. Ούτε φυσικά κανένας από αυτούς που έκαιγε το έκανε για τους δύο τύπους από το Κλισί. Κάθε μέρα γίνονται περιστατικά σαν του Κλισί και υπάρχουν μερικά αυτοκίνητα καμένα» πετάγεται ο Σέρτζιο. «Κοιτάξτε, όλοι αυτοί που βρέθηκαν στο δρόμο απλώς ξεχείλισαν από θυμό και έκαναν βλακείες», συμπληρώνει ο Σοκράτ.

«Υπήρξε και ανταγωνισμός ανάμεσα στα γκέτο, ποιος έκαψε περισσότερα, τέτοιες αηδίες». «Και τα ΜΜΕ, το έκαναν ζήτημα», μιλά και ο Οσκάρ. «Δεν ήταν δα και πόλεμος, αλλά έτσι το έδειξαν. Μήπως το έκαναν επίτηδες; Και τώρα όλοι οι φοβισμένοι μεσήλικες Γάλλοι κάθονται στα σπιτάκια τους και χειροκροτούν Λεπέν και Σαρκοζί».

Ακολουθεί ορυμαγδός υβριστικών σχολίων και γενικότερη αναταραχή στο άκουσμα του συγκεκριμένου ονόματος. Με κόπο καταφέρνω να επαναφέρω μια σχετική ησυχία. Καλά όλα αυτά, τους λέω, αλλά λέτε ότι υπάρχει εδώ και χρόνια το πρόβλημα. Πείτε μου γι' αυτό. «Οι Γάλλοι περνούν καλά και μας κοιτούν με περιφρόνηση. Στο δρόμο, στα μαγαζιά παντού, μας κοιτούν διαφορετικά» απαντά ο Μίτσε.

«Παίζει και το χρώμα ρόλο» λέει ο Σέρτζιο. «Στη θεωρία, υπάρχει ελευθερία, ισότητα, υπάρχει δημοκρατία. Αυτό όμως δεν ισχύει. Δημοκρατία υπάρχει για όσους ζουν εκτός γκέτο. Μετρά το χρώμα σου, η καταγωγή σου, ο τόπος κατοικίας σου. Αν σε αυτά δεν είσαι σαν τον μέσο Γάλλο, δεν έχεις ούτε δουλιά ούτε τίποτε. Ολα αυτά προκαλούν οργή και όσα λένε για θρησκευτικές επιρροές και λοιπά είναι αηδίες. Απλώς δεν αντέχουμε άλλο».

«Μπουχτίσαμε από λόγια, προγράμματα και ...κατανόηση»

«Αν ζεις σε cit, αν είσαι σκούρος, οι μπάτσοι σε σταματούν πέντε φορές την ημέρα. Μας μιλούν όπως είπε ο Σαρκοζί, σαν σε απόβλητα. Μας κοιτούν με τον ίδιο τρόπο» παρεμβάλλεται και ο Κονσταντέν. «Οι διακρίσεις και η ανισότητα υπάρχουν παντού σε όλα».

Αφού λέτε ότι η πυρπόληση των αυτοκινήτων δεν οδηγεί πουθενά, δε θα μπορούσε να υπάρξει μια άλλου είδους κινητοποίηση, ρωτώ. «Κοίτα, τόσα χρόνια γίνονται διαμαρτυρίες, διαδηλώσεις και όλα τα συναφή. Δεν έγινε τίποτε. Τώρα κάηκαν μερικά αυτοκίνητα και ήρθαν οι δημοσιογράφοι. Η δεξιά πήρε τα πάνω της και ο Σαρκοζί θα γίνει Πρόεδρος. Μόνο για να προσπαθήσω να το αποτρέψω θα πάω να ψηφίσω» λέει ο Σέρτζιο.

Μα είσαστε τόσοι, αν ψηφίζατε, αν είχατε μια δραστηριοποίηση πολιτική, μπορεί να κερδίζατε κάτι καλύτερο, επιμένω. Γελούν κοροϊδευτικά. Ο Σέρτζιο υψώνει τη φωνή: «Κοίτα, δεν περιμέναμε από τη δεξιά κάτι. Τώρα δεν περιμένουμε ούτε από την αριστερά. Λόγια λόγια. Τόσα χρόνια. Τα γνωστά: προγράμματα, ενώσεις βοηθείας και συμβουλευτικής, περί ελευθερίας και ισότητας...».

«Μπουχτίσαμε με τις ενώσεις, τα προγράμματα και τα λόγια», παρεμβαίνει ο Σοκράτ. «Θέλουμε δουλιά, χρήματα να ζήσουμε, και σεβασμό. Να μάθουν να μας σέβονται». Οι τόνοι ανεβαίνουν. «Οταν ήρθαν οι παππούδες μας και δούλευαν σαν σκλάβοι ήταν καλά, ε;» μπαίνει στην κουβέντα ο Οσκάρ. «Και οι παππούδες μας και οι γονείς μας έσκυψαν το κεφάλι και δούλεψαν για ψίχουλα και τους έλεγαν πάντα ξένους. Εμείς θέλουμε κανονική δουλιά και αξιοπρεπή συμπεριφορά από τους Γάλλους, δε θα σκύψουμε σαν σκλάβοι».

Μα είσαι Γάλλος, απαντώ. Γελούν. «Οχι, δε νιώθουμε Γάλλοι». Ο Σέρτζιο παίρνει το λόγο μέσα σε οχλαγωγία: «Λένε ότι αντιδρούμε και εμείς επιθετικά απέναντί τους. Ετσι είναι. Γιατί μιλούν για ενσωμάτωση; Στη χώρα που γεννήθηκα; Εδώ ζω, εδώ πήγα σχολείο. Να ενσωματωθώ πού λοιπόν; Εγώ φταίω που το σύστημά τους με πετά έξω;».

«Δεν ελπίζουμε τίποτε»

Και τι προτείνετε τελικά, επαναλαμβάνω. «Να κάψουμε τα Ηλύσια Πεδία, το Σηκουάνα, την έδρα της αστυνομίας». Ο ένας πετάγεται μετά τον άλλο. Και τι ελπίζετε να βγει από αυτό; «Τίποτε» με κοιτά διαπεραστικά ο Αλάν. «Δεν ελπίζω τίποτα».

«Κοίτα, παρεμβαίνει ο Σέρτζιο. Ετσι δε λύνεται τίποτε. Για να είμαστε ειλικρινείς, δεν έγινε και τίποτε φοβερό όλες αυτές τις ημέρες. Στο δρόμο ήταν ελάχιστα παιδιά και αυτά πολύ μικρά. Η δική μας ηλικία, οι άνω των 18-19 χρόνων, οι περισσότεροι δεν έκαψαν, δε συγκρούστηκαν. Πιστεύεις ότι αν ήμασταν εμείς στο δρόμο, θα τέλειωνε τόσο γρήγορα και εύκολα;».

Και τώρα που τελείωσε, τι γίνεται, επιμένω. «Δεν τελείωσε», με κοιτά πάλι στα μάτια ο Αλάν. «Αυτό γράψ' το. Αυτή ήταν η αρχή. Δε θέλουμε να κάψουμε τίποτα, αλλά αυτή η κατάσταση δεν πάει άλλο. Και αυτή η κατάσταση δεν άλλαξε. Ισως να μη βγει τίποτε αν κάψουμε τα Ηλύσια Πεδία, αλλά κάποια στιγμή, έτσι όπως το πάνε, θα το κάνουμε και αυτό. Μία, δύο, τρεις φορές, μέχρι που ίσως να κουνηθεί κάτι». «Ισως μέχρι τότε να έχει καμιά συγκεκριμένη πρόταση και η αριστερά» κλείνει ειρωνικά την κουβέντα ο Σέρτζιο, που φαίνεται να είναι ο μοναδικός που τον καίει λίγο παραπάνω αυτό το θέμα.

Πρέπει να φεύγουμε. Η αίθουσα κλείνει. Κοντεύει 8 το βράδυ. Το ωράριο έληξε. Τους ζητώ να βγάλουμε μια φωτογραφία. Δε θέλουν. Λίγο ο φόβος της αστυνομίας, λίγο η απέχθεια στα ΜΜΕ. «Δεν είμαστε ήρωες για να βγούμε φωτογραφίες», πετά ο Σέρτζιο. «Εγώ εκνευρίστηκα που μίλησαν για εξέγερση ή για Ιντιφάντα. Η Ιντιφάντα έχει στόχο και συμμετέχουν όλοι. Αυτές οι βλακείες δυστυχώς δεν είχαν ούτε στόχο, ούτε συμμετείχε η πλειοψηφία. Δεν έχουμε τίποτε, οπότε...». Με χαιρετούν καθώς στρίβουν στη γωνία.

Νιώθω εξαιρετικά μεγάλη ένταση. Εχοντάς τους απέναντί μου, τον Σέρτζιο, τον Κονσταντέν, τον Αλάν, τον Σοκράτ, τον Μίτσε, τον Οσκάρ, κατάλαβα τι σημαίνει συσσωρευμένη αγανάκτηση και μάλιστα σε ένα προάστιο που δεν άνοιξε ρουθούνι. Αν και μαζί μου ήταν προσεκτικοί και ευγενικοί, οι κινήσεις τους, ο τρόπος που κάθονταν, απέπνεαν θυμό. Μου έδωσαν την αίσθηση των αγριμιών. «Τι θα κάνουν τώρα;» ρωτώ το Γιανί, που κλειδώνει. «Βόλτες στους δρόμους. Θα αράξουν σε καμία είσοδο. Θα καπνίσουν μέχρι να βαρεθούν. Δεν έχουν λεφτά να πάνε κάπου, ούτε δουλιά για να ξυπνήσουν νωρίς αύριο».


Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
ΑΤΙΤΛΟ (2010-04-13 00:00:00.0)
Η τυφλή βία δεν έχει τυφλά αίτια (2005-12-02 00:00:00.0)
Μία ανοιχτή φυλακή μέσα στην πόλη (2005-11-22 00:00:00.0)
Οσοι συγκεντρώνονται, θα συλλαμβάνονται! (2005-11-12 00:00:00.0)
Εν συντομία (2004-07-11 00:00:00.0)
Θα λάμψει, άραγε, η αλήθεια; (1998-11-29 00:00:00.0)