Από πόσο μικρά αρχίζουν τα παιδιά να χρησιμοποιούν και να καταλαβαίνουν τα συμβολικά αντικείμενα και πώς εξελίσσεται η τελειοποίηση αυτής της ικανότητας, που είναι απόλυτα απαραίτητη στο γεμάτο σύμβολα σύγχρονο κόσμο; Για τη διερεύνηση αυτών των ζητημάτων, οι επιστήμονες προχώρησαν σε έρευνες με παιδιά, ρίχνοντας φως σε πολλές πτυχές και ανατρέποντας διαδεδομένες, αλλά λαθεμένες αντιλήψεις, με αντίκτυπο στην εκπαίδευση των παιδιών βρεφικής, προνηπιακής, νηπιακής και πρώιμης παιδικής ηλικίας.
Το πρώτο είδος συμβολικού αντικειμένου που κατακτούν τα βρέφη, είναι οι εικόνες. Κανένα σύμβολο δε μοιάζει απλούστερο στους ενήλικους, αλλά όπως διαπιστώθηκε τα βρέφη μπερδεύονται από τις εικόνες. Το πρόβλημα πηγάζει από τη δυαδικότητα κάθε συμβολισμού: τα συμβολικά αντικείμενα αντιπροσωπεύουν κατ' αρχήν τον εαυτό τους, αλλά την ίδια στιγμή και κάτι άλλο, εκείνο που συμβολίζουν. Για να κατανοηθούν, ο παρατηρητής πρέπει να μπορεί να αναπαραστήσει στο μυαλό του τόσο το ίδιο το αντικείμενο, όσο και τη σχέση που αυτό έχει με το αντικείμενο που αντιπροσωπεύει.
Η σύγχυση των βρεφών φαίνεται να είναι εννοιολογική, όχι αντιληπτική. Τα μωρά μπορούν να αντιληφθούν ότι τα αντικείμενα είναι κάτι διαφορετικό από τις εικόνες τους. Αν τους προσφερθούν και τα δύο, προτιμούν σχεδόν πάντα τα πραγματικά αντικείμενα. Αλλά δεν καταλαβαίνουν ακόμα πλήρως τι είναι οι εικόνες και πώς διαφέρουν από τα πράγματα που απεικονίζουν και γι' αυτό τις εξερευνούν. Ωστόσο, τις εξερευνούν μόνο όταν είναι ρεαλιστικές απεικονίσεις των πραγματικών αντικειμένων. Αν είναι γραμμικές απεικονίσεις ή αν δεν είναι έγχρωμες, τα παιδιά γενικά αδιαφορούν γι' αυτές.
Σε ηλικία 18 μηνών, τα μωρά αρχίζουν να καταλαβαίνουν ότι οι εικόνες είναι απλώς απεικονίσεις των πραγματικών αντικειμένων. Αντί να χειρίζονται το χαρτί, δείχνουν προς τις εικόνες και ονομάζουν τα αντικείμενα ή ζητούν από κάποιον να τα ονοματίσει. Οι επιστήμονες θεωρούν, πάντως, ότι ο περιορισμός της χειρωνακτικής εξερεύνησης των εικόνων από την ηλικία αυτή και μετά, πρέπει να σχετίζεται ως ένα βαθμό και με την ανάπτυξη του ανασταλτικού ελέγχου του παιδιού, που του επιτρέπει λίγο - λίγο να χαλιναγωγεί τις παρορμήσεις του. Αλλος παράγοντας θεωρούν ότι είναι η εξοικείωση με τις εικόνες, που οδηγεί τα παιδιά να καταλάβουν ότι είναι κάτι διαφορετικό από τα πραγματικά αντικείμενα, κάτι που αποτελεί περισσότερο αντικείμενο συλλογισμού και συζήτησης, παρά χειρωνακτικής δράσης.
Οι εικόνες δεν είναι η μόνη πηγή σύγχυσης για τα μικρά παιδιά. Μετά από περιστασιακές παρατηρήσεις σε προσωπικό επίπεδο, ορισμένοι επιστήμονες πραγματοποίησαν πειράματα με παιδιά στα οποία έδωσαν διάφορα αντικείμενα για να παίξουν. Μετά τα απομάκρυναν από το δωμάτιο και άλλαξαν τα παιχνίδια με μικρογραφίες τους. Οταν επανέφεραν τα παιδιά χωρίς να τους πουν τίποτα για την αλλαγή, διαπίστωσαν ότι περισσότερα από τα μισά προσπάθησαν να κάνουν τις ίδιες δραστηριότητες με τα μικροσκοπικά αντικείμενα όπως και με τα κανονικού μεγέθους. Συνηθισμένα σ' αυτή την ηλικία στις αποτυχίες στην αλληλεπίδρασή τους με τον κόσμο που τα περιβάλλει, μετά από λίγο, χωρίς να δείχνουν διόλου παραξενεμένα, εγκατέλειψαν τη μάταιη προσπάθεια και ασχολήθηκαν με κάτι άλλο.
Η έννοια της διπλής απεικόνισης, έχει επιπτώσεις στην εκπαιδευτική πρακτική. Οι νηπιαγωγοί και οι δάσκαλοι σε όλο τον κόσμο χρησιμοποιούν διάφορα αντικείμενα, όπως κύβους, ράβδους κ.ά. για να αναπαραστήσουν τις αριθμητικές ποσότητες. Αλλά αν τα παιδιά δεν καταλαβαίνουν τη σχέση ανάμεσα στα αντικείμενα και εκείνο που αντιπροσωπεύουν, η χρήση τέτοιων μεθόδων ίσως είναι αντιπαραγωγική. Σε έρευνα με εξάχρονα και εφτάχρονα παιδιά, ορισμένα απ' αυτά διδάχτηκαν την πράξη της αφαίρεσης με κύβους και άλλα με χαρτί και μολύβι. Και οι δύο ομάδες έμαθαν την πράξη, αλλά τα παιδιά με τους κύβους χρειάστηκαν τριπλάσιο χρόνο.
Ενας δημοφιλής τύπος βιβλίου για μικρά παιδιά είναι εκείνος που περιέχει διάφορα τρισδιάστατα αντικείμενα και μηχανισμούς με τους οποίους το παιδί μπορεί να αλληλεπιδράσει (καλύμματα που αποκαλύπτουν εικόνες, μοχλούς που κάνουν εικόνες να κινηθούν κτλ.). Σε έρευνα με παιδιά ηλικίας 2,5 ετών, διαπιστώθηκε ότι η συσχέτιση των γραμμάτων από τα οποία αρχίζουν τα ονόματα διαφόρων αντικειμένων με τα ίδια τα αντικείμενα έγινε πιο αποτελεσματικά όταν χρησιμοποιήθηκαν συμβατικά (δισδιάστατα) βιβλία, παρά τα ειδικά βιβλία. Οι τρισδιάστατες λειτουργίες των τελευταίων φαίνεται ότι αποσπούσαν την προσοχή των παιδιών.