«Ενώ δεν είναι»; ρωτάω.
«Και να 'ναι, που δεν είναι, δεν είναι εκεί το ζήτημα! Το ζήτημα είναι οι ιστορικές συμπτώσεις, μέρες που είναι! Αυτή η παράλληλη ιστορία του Μπους και του Ηρώδη, η οποία δεν προβληματίζει κανέναν! Τι έκανε ο Ηρώδης, αγαπητέ μου; Πολιόρκησε την Ιερουσαλήμ, αυτό δεν έκανε; Την πολιόρκησε και λίγο πριν την ισοπεδώσει τελείως με τους βομβαρδισμούς την κατέλαβε. Ετσι, δεν είναι; Την ίδια τακτική ακολούθησε και ο Μπους στη Βαγδάτη, συμφωνείτε; Βομβαρδισμοί με όλα τα μέσα και με όλους τους τρόπους. Από αέρα, από στεριά και από θάλασσα. Και η Βαγδάτη, λίγο πριν ισοπεδωθεί και αυτή, όπως η Ιερουσαλήμ, κυριεύτηκε! Ετσι έχουν τα πράγματα».
«Ο Ηρώδης, όμως», ξεκίνησα να πω.
«Ο Ηρώδης διέταξε να σφάξουν τα παιδιά; Αυτό δε θέλετε να πείτε; Γιατί ο Μπους τι έκανε; Ο Ηρώδης είπε κόφτε τους λαιμούς όλων των παιδιών κάτω από δυο ετών. Πόσα παιδιά κάτω των δυο ετών να είχε τότε η Ιερουσαλήμ; Εκατό, διακόσια, πεντακόσια, χίλια; Ο Μπους καθάρισε πάνω από 50.000. Και αυτές μόνον στο Ιράκ. Πόσες απ' αυτές τις 50.000 να είναι παιδιά; Κανένας δεν ξέρει! Πάντως, ένα είναι σίγουρο. Είναι απείρως περισσότερα από αυτά που έσφαξε ο Ηρώδης!
«Αυτά είναι γνωστά», του λέω.
«Συμφωνώ», απαντάει! «Ομως, ποτέ δε θα μεθούσα για "γνωστά πράγματα". Και πολύ περισσότερο δε θα μιλούσα σε έναν ξένο, ο οποίος μπορεί να είναι και αυτός τρομοκράτης. Ομως, κύριε», συνέχισε αδειάζοντας μια ακόμα φορά το ποτήρι του και δίνοντας εντολή να ξαναγεμίσουν, «αλλού βρίσκεται η αγωνία μου. Τι έκανε στο τέλος της ζωής του ο Ηρώδης; Θυμάστε την τελευταία του επιθυμία; Τι ζήτησε λίγο πριν πεθάνει: διέταξε την ημέρα του θανάτου του να εκτελεστούν οι πιο σπουδαίοι άρχοντες του βασιλείου του, έτσι ώστε όλη η χώρα να βυθιστεί στο πένθος».
«Τι θέλετε να πείτε», ρωτάω ανήσυχα.
«Εγώ, πάντως, δε θα απέτρεπα μια τέτοια εξέλιξη», τον πειράζω.
Παρ' ό,τι μεθυσμένος άστραψε το μάτι του! «Είστε μουσουλμάνος»; Με ρωτάει.
«Οχι, Χριστιανός! Και σαν τέτοιος δεν πρέπει να φέρω εμπόδια στην εφαρμογή των "Γραφών"».
Η λογική μου έδειξε να τον προβλημάτισε. Εδωσε εντολή να ξαναγεμίσουν τα ποτήρια μας.
«Να αφήσω, λέτε, τα πράγματα να εξελιχθούν»;
«Το σωστότερο», του προτείνω.
«Στην υγειά σου», μου λέει και τσουγκρίζουμε τα ποτήρια.
«Merry Christmas», του απαντάω! Merry Christmas, μέρες που είναι!