«Ποιητής» της σκηνής
Τετάρτη 4 Γενάρη 2006

Τη σημερινή στήλη θα απασχολήσουν δύο παραστάσεις, σε σκηνοθεσία του Λευτέρη Βογιατζή, οι οποίες, κατά κοινή παραδοχή, αποτελούν τις σπουδαιότερες θεατρικές δημιουργίες του χειμώνα, με τα έργα «Bella Venzia» του Γιώργου Διαλεγμένου, από τη «νέα Σκηνή» του Λ. Βογιατζή, στο «Θέατρο οδού Κυκλάδων» και τις «Δούλες» του Ζαν Ζενέ, από την «Πράξη», στο «Θέατρο οδού Κεφαλληνίας». Η υπογράφουσα, έχοντας παρακολουθήσει, εξ αρχής και αδιαλείπτως, τη θεατρική πορεία του Λ. Βογιατζή, θεωρεί ότι σήμερα είναι ο εντελέστερος δημιουργός του θεάτρου μας. Ο πλέον ακάματος, ανήσυχος, νεοτερικός και τελειοθήρας αναλυτής και ερμηνευτής του περιεχομένου και της μορφής κάθε έργου που ανεβάζει. Ενας σπουδαίος «ποιητής» της σκηνής και ο σημαντικότερος «δάσκαλος» όλων των καλλιτεχνών - συντελεστών του θεάτρου μας. Τολμά, μάλιστα, να πει ότι η «φιλοσοφία» και η μέθοδός του στην ερμηνευτική εμβάθυνση και επεξεργασία ενός έργου, (αισθητικά, σκηνοθετικά, υποκριτικά) συνιστά, πλέον, «σχολή», της οποίας επιρροές, αφομοιωμένες ή αναφομοίωτες, φανερές ή υπόκρυφες, διακρίνουμε στη δουλιά όλο και περισσότερων νεότερων καλλιτεχνών (κυρίως ηθοποιών, αλλά και σκηνοθετών).

«Bella Venezia» στο «Θέατρο οδού Κυκλάδων»

Ο λόγος, όσα λεκτικά πλουμίδια κι αν χρησιμοποιήσει, αδυνατεί να περιγράψει, με όλες τις υπέροχες λεπτομέρειές του, το πολύπτυχο καλλιτεχνικό «θαύμα», τη «μαγεία» της αριστουργηματικής, κατά τη γνώμη της υπογράφουσας, παράστασης του Λευτέρη Βογιατζή, στο «Θέατρο της οδού Κυκλάδων», με το «Bella Venezia» του Γιώργου Διαλεγμένου. Εργα του Γ. Διαλεγμένου έχουν ανεβάσει κι άλλοι άξιοι σκηνοθέτες. Ο Λ. Βογιατζής, όμως, κατορθώνει να «αποκαλύπτει» τα πιο αφανή και κρυφά βάθη τους, αλλά και να τους προσφέρει νέα, ουσιωδέστερη βαθύτητα, πολυσημία και ποιητικό μέγεθος, υπεράνω της δραματουργικής διάθεσης του συγγραφέα. Ο «δαιμόνια» ευφάνταστος Γ. Διαλεγμένος, με το «Bella Venezia», υπερέβη τη σύγχρονη νατουραλιστικά ηθογραφική ή ρεαλιστικά ψυχογραφική θεματολογία του. Εκανε ένα «άλμα» επιστροφής στην Ελλάδα του 1908, για να μιλήσει για την κοινωνική «τύφλωση» που αντιμετώπιζε τη γυναίκα ως άνθρωπο δεύτερης κατηγορίας και ως νόσο και ανηθικότητα την υπαρξιακή, κοινωνική, μορφωτική, εργασιακή απελευθέρωση και χειραφέτησή της, την οποία κήρυττε η «Εφημερίς των κυριών» της «προδρόμου» του γυναικείου κινήματος, Καλλιρρόης Παρρέν, και «διαφθορέα» όποιον άνδρα υπερασπιζόταν τα δικαιώματα της γυναίκας. Ο Διαλεγμένος, «επιστρέφει» στο 1908 με ένα ευφιέστατο εύρημα. Με «όχημα» τη λογοτεχνία, «αναβιώνει» το παρελθόν, ακόμα και γλωσσικά. Στη σοφίτα-αποθήκη ενός παλιού σπιτιού, μια ηλικιωμένη υπηρέτρια, διαβάζει ένα καθαρευουσιάνικο μυθιστόρημα των αρχών του 20ού αιώνα, με τίτλο «Bella Venezia». Διαβάζοντας, η φαντασία της «αναπλάθει» τη ζωή των βασικών προσώπων του βιβλίου. Την Ερασμία, μια ξαναπαντρεμένη χήρα, την όμορφη, δεκαοχτάχρονη μαθήτρια, κόρη της από τον πρώτο γάμο της, Βενετία και τον δεύτερο, μορφωμένο σύζυγο της Ερασμίας, Νέστωρα (όνομα σύμβολο του πνευματικού πατέρα). Ο Νέστωρ, επί δεκατρία χρόνια, μεγαλώνει σαν αληθινός, τρυφερός, στοργικός πατέρας. Συμπαραστάτης των παιχνιδιών, της φαντασίας, των επιθυμιών, της φιλομάθειας του κοριτσιού, ο Νέστωρ στάθηκε «τροφοδότης» του διψασμένου για μόρφωση, ανήσυχου, ελεύθερου, ευφάνταστου πνεύματος της Βενετίας. Ομως, η βαθιά, άδολη αγάπη και η πνευματική επικοινωνία του κοριτσιού με τον «Νέστορά» του, προσκρούει στις παλιές συντηρητικές αντιλήψεις της μητέρας, που φοβούμενη το ξύπνημα της νιότης και το ελεύθερο πνεύμα της κόρης της, ξεσπά απειλητικά την τυφλή, νοσηρή, ανταγωνιστική ζήλια της, καταστρέφοντας και διαστρέφοντας την αθωότητα και την καθάρια αγάπη της κόρης της για τον πνευματικό της «πατέρα». Το έργο, υπό τη σκηνοθετική «μπαγκέτα» του Βογιατζή, μετατράπηκε σε ένα άφθαστης ομορφιάς και μοναδικής «μαγείας» και λεπτουργίας σκηνικό «ποίημα». «Ποίημα» άφατης, λεπτοδουλεμένης ρεαλιστικής αλήθειας, που ανατέμνει τον ψυχισμό, το χαρακτήρα, τις επιθυμίες, τις συμπεριφορές και πράξεις των προσώπων και αναπαράγει τους ρυθμούς της φυσικής οργανικής λειτουργίας του ανθρώπου και της καθημερινής ζωής, και ταυτόχρονα άφθαστης, ονειρικής ατμόσφαιρας και αμφίσημης, πικρόγευστης «παιγνιώδους» φαντασίας. «Καρπός» της σκηνοθετικής καθοδήγησης του Βογιατζή είναι τα πάντα. Το σοφά και λιτά ρεαλιστικό σκηνικό και τα όμορφα κοστούμια της Χλόης Ομπολένσκι, η χαμηλόφωνα υποβλητική μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού, οι «ποιητικοί» φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου, η πειθαρχική σκηνική παρουσία έξι «παιδιών» με σύνδρομο Ντάουν (άλλο μεγάλο επίτευγμα του Λ. Βογιατζή) και οι ερμηνείες των ηθοποιών. Η Ξένια Καλογεροπούλου θαυμαστά απλή και αληθινή στο περίπου βουβό ρόλο της ηλικιωμένης υπηρέτριας, συγκινεί με την υποδειγματική, «μαθητική», σχεδόν, πειθαρχία της στη σκηνοθεσία. Αξιόλογη είναι η ερμηνευτική προσπάθεια της Πέγκυς Σταθακοπούλου. Πολύ καλός στο μικρό, γκροτέσκα αλληγορικό ρόλο του Καραγκιόζη ο Σωτήρης Τσακομίδης. Μεγάλο επίτευγμα της σκηνοθεσίας είναι η έξοχης απλότητας, φυσικότητας, δύναμης αλλά και σκηνικής χάρης ερμηνεία της νέας, θεατρικά άπειρης, Εύης Σαουλίδου. Ο Λ. Βογιατζής δεν είναι, όμως, μόνο μεγάλος σκηνοθέτης. Είναι πρωτίστως μεγάλος ηθοποιός. Αξίζει να δει κανείς την παράσταση και για την πολυσύνθετη, σοφά λεπτοκεντημένη, γεμάτη ανθρωπιά, καλοσύνη, γλυκύτητα και πνευματικότητα ερμηνεία του (Νέστωρ).


ΘΥΜΕΛΗ