Οι τελευταίες μέρες της ζωής της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λίμπκνεχτ
Κυριακή 22 Γενάρη 2006

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ και δίπλα της ο Καρλ Λίμπκνεχτ
Ρίχνοντας μια ματιά στα όσα έχουν γραφεί για εκείνες τις δραματικές βδομάδες του Νοέμβρη 1918 ως τη μέρα της δολοφονίας των δύο, που έχουν χαρακτηριστεί σαν Επανάσταση του Νοέμβρη στη Γερμανία, διδάσκεται κανείς ότι τώρα, όπως τότε, όπως πάντα, ο σκληρός αγώνας για την πρόοδο, για την ειρήνη έχει δυο πόλους: Το στρατόπεδο της άρχουσας τάξης, που εφαρμόζει την εκμετάλλευση και τη βία, και στην αντίπερα είναι η πλειοψηφία του λαού που αγωνίζεται να αποτινάξει το ζυγό.

Ας δούμε πώς περιγράφει αυτήν την πάλη ο γνωστός ανθρωπιστής Γερμανός συγγραφέας Αλφρεντ Ντεμπλίν, στην τετραλογία του «Νοέμβρης 1918». Εδώ μερικά συγγραφικά «ψήγματα» από τον τέταρτο τόμο του με τον τίτλο «Καρλ και Ρόζα»:

Προσοχή εργάτες, κομματικοί σύντροφοι!

«Στις 4 Γενάρη 1919, ο Πρώσος υπουργός Εσωτερικών Χιρς ανακοίνωσε με επίσημο έγγραφο στον (σ. μεταφρ.: Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκράτη) πρόεδρο της Αστυνομίας του Βερολίνου Αϊχορν ότι τον απολύει με σημερινή ημερομηνία. Κυκλοφόρησαν αμέσως και μοιράστηκαν σε όλο το Βερολίνο φεϊγβολάν που ανακοίνωναν:

»Προσοχή εργάτες, κομματικοί σύντροφοι!

Η κυβέρνηση Εμπερτ - Σάιντεμαν (σημ. μετ.: Σοσιαλδημοκράτες) ανέβασε το εχθρικό έργο της απέναντι στην επανάσταση σ' ένα αχρείο πλήγμα κατά της επαναστατικής εργατιάς. Προσπαθεί με ύπουλο τρόπο να διώξει τον πρόεδρο της Αστυνομίας Εμιλ Αϊχορν από το λειτούργημά του. Η κυβέρνηση Εμπερτ - Σάιντεμαν θέλει να εγκαθιδρύσει καθεστώς βίας ενάντια στους επαναστατημένους εργάτες του Βερολίνου.

Λιθογραφία για τον νεκρό Καρλ Λίμπκνεχτ
Με τη βοήθεια των ξιφολογχών, η κυβέρνηση Εμπερτ - Σάιντεμαν θέλει να στηρίξει την εξουσία της και να εξασφαλίσει την εύνοια της καπιταλιστικής αστικής τάξης, που από την αρχή ήταν ο κρυφός εκπρόσωπος των συμφερόντων της.

Δείξτε στους κατέχοντες την εξουσία ότι το επαναστατικό πνεύμα των ημερών του Νοέμβρη δεν έσβησε ακόμη. Βγείτε σε ορμητικές μαζικές διαδηλώσεις. Σήμερα στις 2 στη Ζίγκεσαλε.

»Υπέγραφαν οι επαναστάτες εργατικοί προϊστάμενοι των μεγάλων εργοστασίων, ο Kεντρικός Σύνδεσμος των Σοσιαλδημοκρατών Εκλογικών Ενώσεων και η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας.

»Τον κοντό, χοντρό Φρίντριχ Εμπερτ δεν μπορούσαν να τον εκπλήξουν οι μαζικές διαδηλώσεις. Ο Γκούσταβ Νόσκε1 έτρεχε γρηγορότερα από τους επαναστάτες. Τη μέρα της σχεδιαζόμενης διαδήλωσης, 4 Γενάρη, ο Νόσκε μπόρεσε να παρουσιάσει στον προϊστάμενό του, Φρ. Εμπερτ, στο στρατόπεδο του Τσόσεν, πενήντα χιλιόμετρα ΝΔ του Βερολίνου, γνήσιους στρατιώτες στρατευμένους από τον στρατηγό Μέρκερ, τον παλιό Αφρικανό, αξιωματικό κάτω από τρεις Κάιζερ. Επικεφαλής του (εκεί) στρατού ήταν ο στρατηγός Λίτβιτς... Ηταν η πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας να παρελαύνει πρωσικός στρατός μπροστά σε πολίτη...

»Οι ηγέτες έμειναν τη νύχτα της Κυριακής προς Δευτέρα, από 5 προς 6 Γενάρη, στο προεδρείο της Αστυνομίας. Είχαν επίγνωση της σοβαρότητας της κατάστασης και των κινδύνων... Τη στιγμή που άρχισαν οι πρώτες δραστηριότητες - επαναστατικά τμήματα εφόδου προχώρησαν σε ενέργειες κατά των κτιρίων των εφημερίδων των Σερλ, Μόσε και Ουλστάιν, κινήσεις που δεν τις διηύθυνε κανείς και που ήθελαν κατ' αρχήν να εξαναγκάσουν σε σιωπή τον Τύπο του ψεύδους - έγινε μετακίνηση (σημ. μετ. των ηγετών) από το προεδρείο της Αστυνομίας στο Σταυλαρχείο, κοντύτερα στο κέντρο της πόλης και για να υπάρχει στενότερη επαφή με τη Μεραρχία του Λαϊκού Ναυτικού, στην οποία ο λαός χρωστούσε τη νίκη της 24 Δεκέμβρη. Στο Σταυλαρχείο πάρθηκε μια ουσιαστική απόφαση. Από τους "Αντιπροσώπους της Επαναστατικής Εργατιάς" σχηματίστηκε "Προσωρινή Επαναστατική Επιτροπή", αποτελούμενη από τριάντα τρία μέλη. Πρόεδροί της εκλέχτηκαν ο γέρος Λέντεμπουρ, ο Καρλ Λίμπκνεχτ και ένας Πάουλ Σόλτσε. Αυτοί έγραψαν αμέσως το κείμενο μια διακήρυξης που τυπώθηκε το πρωί της 6 Γενάρη (και έλεγε):

"Σύντροφοι, Εργάτες!

Η κυβέρνηση Εμπερτ - Σάιντεμαν έγινε ανυπόφορη. Καταργείται από την υπογραφόμενη Επαναστατική Επιτροπή, την αντιπρόσωπο των επαναστατών εργατών και στρατιωτών (USP και KΡD) 2.

Ακολουθήστε τα μέτρα της Επαναστατικής Επιτροπής"».

Ακολούθησε η διαδήλωση για την οποία ο Ντεμπλίν με τον υπότιτλο: «Η επανάσταση προχωρεί», γράφει:

«Πάνω από κάθε μέτρο έγινε αυτή η παρέλαση της επαναστατικής εργατιάς. Αργότερα, όταν όλα είχαν περάσει, αυτόπτες μάρτυρες αφηγούνταν: "Αυτό που δείχτηκε αυτές τις μέρες στο Βερολίνο ήταν ίσως η μεγαλύτερη προλεταριακή μάζα, που είδε ποτέ η ιστορία... Οι προλετάριοι ήταν κολλητοί κεφάλι με κεφάλι. Ηταν ως πέρα το Τιργκάρντεν. Είχαν τα όπλα τους. Αφηναν τις κόκκινες σημαίες να κυματίζουν. Ηταν έτοιμοι να κάνουν τα πάντα, να τα δώσουν όλα, ακόμη και τη ζωή τους. Ηταν ένας στρατός, ένας νέος στρατός στο Βερολίνο, ένας στρατός από διακόσιες χιλιάδες άνδρες, που ποτέ δεν είχε δει ένας Λούντεντορφ. Στέκονταν και περίμενε. Περίμενε το σύνθημα».

Ο Ντεμπλίν συνεχίζει:

«Ναι, εκατοντάδες χιλιάδες στριφογύριζαν στο Τιργκάρντεν με αμέτρητες φωνές ζήτω και κάτω, με μουσική και τραγούδια, απ' όλα τα μέρη της πόλης.

Το πλατύ ποτάμι συμπαρέσυρε χιλιάδες αναποφάσιστους. Οι πολίτες... στα πεζοδρόμια των οδών, απ' όπου περνούσε η πορεία, σπρώχνονταν ο ένας κοντά στον άλλον, ένιωθαν: Εδώ περνούν οι δικαστές και εκδικητές; Το σπαθί της δικαιοσύνης είχε υψωθεί».

Νίπτουν τας χείρας τους

Στο σημείο όμως αυτό, ο συγγραφέας βάζει τα πρώτα ερωτηματικά για την πορεία της επανάστασης. Γράφει: «Οι κατήγοροι είναι όλοι παρόντες. Αλλά ποιος σχηματίζει το δικαστήριο;.. Ποιος θα εκδώσει την απόφαση; Οι μάζες ήταν εκεί, πού είναι οι αρχηγοί;

...Οι αρχηγοί μετακόμισαν τη νύχτα από το προεδρείο της Αστυνομίας στο Σταυλαρχείο, για να είναι ανάμεσα στις μάζες. Χτες ήταν όλα καθαρά. Σήμερα άλλαξαν όλα και είναι σαν από φαντάσματα μπερδεμένα. Ενας δαίμονας φόρεσε τη μάσκα της λογικής, γυρίζει ανάμεσα στους αρχηγούς και τους ψιθυρίζει στα αυτιά: "Είστε τρελοί. Αυτό που σκοπεύετε είναι αιματοχυσία. Ρίχνετε το λαό στον εμφύλιο πόλεμο. Δεν ήταν αρκετός ο πόλεμος; Σταματήστε, δεν είναι πολύ αργά».

«Στη Σίκλερ - Στράσε κάθονται στο γραφείο τους οι Ανεξάρτητοι (SPD) που κάνουν τον έξυπνο, που μόλις ξύπνησαν... Σταυρώνουν τα χέρια τους. Μελετάνε δύσπιστα τη διακήρυξη των τριών, του Λέντεμπουρ, του Λίμπκνεχτ, του Σόλτσε... Εχουμε να πούμε και εμείς ένα λόγο. Σε δέκα πέντε μέρες γίνονται οι εκλογές για την Εθνική Συνέλευση. Αυτό είναι σωστό, είναι εντάξει. Κοιμηθήκαμε χτες στο κρεβάτι μας και θα μπορούσαμε να κοιμηθούμε και σήμερα εκεί. Ποιου έρχεται η ιδέα να διακόψει την πορεία του κόσμου; Ετσι κάθονται στη Σίκλερ - Στράσε και διαπιστώνουν: Κανείς δε θέλησε την εξέγερση. Κι αν αυτή πραγματοποιηθεί, οι παρόντες σηκώνουν τα χέρια τους ψηλά και δηλώνουν πανηγυρικά ότι νίπτουν τας χείρας τους».

Ετσι αρχίζει το φυλλορρόημα. Οι Ανεξάρτητοι συνεχίζουν τη συνεδρίαση. Σε τι αποσκοπούν όμως; Αποφεύγουν (να θέσουν) την ερώτηση. «Αλλά ο παλιός βουλευτής Μπερνστάιν τη θέτει. Σε σύντομη ομιλία του δηλώνει ότι δεν αρκεί να νίψει κανείς τις χείρες του. Το Κόμμα των Ανεξάρτητων, είπε, δεν έχει πια σκοπό. Το κόμμα εκπλήρωσε την αποστολή του στον πόλεμο. Αυτός θέλει να το εγκαταλείψει (μιλάει πάντα για το κόμμα, δε μιλάει για την κατάσταση). Θέλει, είπε, να επιστρέψει στην παλιά Σοσιαλδημοκρατία. Ο Μπερνστάιν είναι τίμιος. Δεν μπορεί τίποτα να αρχίσει με την επανάσταση και ολόκληρο το σοσιαλισμό. Ολα αυτά είναι περασμένα, αυτός είναι ρεβιζιονιστής και η επιστροφή στη Σοσιαλδημοκρατία είναι ακόμη το λιγότερο που θέλει».

Στη συνεδρίαση των Ανεξάρτητων πέφτει το σύνθημα «Μεσολάβηση»... Στο Σταυλαρχείο συνεδριάζει η Επαναστατική Επιτροπή. «Στον Λίμπκνεχτ μεταφέρουν τη σκοτεινή φήμη. Ανεβαίνει σε αυτοκίνητο και τρέχει στους Ανεξάρτητους. Στο δρόμο τον αναγνωρίζουν, οι αλαλαγμοί βουίζουν, επανάσταση, επανάσταση.. Στη Σίκλερ - Στράσε αυτός μπλέκεται σε μια φρικτή και πνικτική συζήτηση. Τον κατηγορούν για αυθαιρεσία. Μια και είναι δειλοί και ανίσχυροι, του επιτίθενται... Αυτός σηκώνει ψηλά τα χέρια: Μα πρόκειται γι' αυτόν, δεν πρόκειται για την επανάσταση που πορεύεται ήδη; Οι άνθρωποι εδώ δε θέλουν... Σε τι διαφέρουν από αστούς και σοσιαλπατριώτες; Θέλουν να χτυπήσουν την επανάσταση πισώπλατα, γι' αυτό επιτίθενται σ' αυτόν. Διαμαρτύρεται, αγριεύει. Τους εξορκίζει: Ανοίχτε απλώς τα παράθυρα. Ακούστε απλώς τους ανθρώπους που τραγουδάνε. Κατεβείτε στο δρόμο. Ελάτε μαζί μου στη Ζίγκες - Αλέ και κοιτάχτε τις μάζες. Τι λόγο έχει η συνεδρίασή σας; Οι μάζες έχουν ήδη αποφασίσει». «Τίποτα δεν ωφελεί τον Λίμπκνεχτ. Οι Ανεξάρτητοι αποφασίζουν να στείλουν στον Εμπερτ Επιτροπή Μεσολάβησης με πρόταση ανακωχής. Ο Λίμπκνεχτ απελπισμένος σπεύδει πάλι στο Σταυλαρχείο. Οι Ανεξάρτητοι εκλέγουν στην Επιτροπή Μεσολάβησης και έναν πολυμαθή και αξιόπιστο άνθρωπο σαν τον Κάουτσκι».

Ο Ντεμπλίν συμπεραίνει: «Η άγνοια, η δειλία, η προδοσία και η εγκληματική αδυναμία, φορώντας το μανδύα της θεωρίας, της αξιοπιστίας και της σοφής περίσκεψης, βαδίζουν χωρίς καθυστέρηση στο έργο τους (τη δολοφονία της επανάστασης)».

Ο εγκαταλειμμένος Λαός - Μετά τις 6 Γενάρη

Κάτω απ' αυτούς τους υπότιτλους, ο συγγραφέας περιγράφει τις συνομιλίες της Επιτροπής Μεσολάβησης με το μέλος της κυβέρνησης Σάιντεμαν, που σκόπιμα από την κυβερνητική πλευρά τραβάνε σε μήκος για να έχει τον καιρό καλής προετοιμασίας για την επίθεση και κατάπνιξη της επανάστασης. Κάνει επίσης λόγο για παραβάσεις της υπό διαπραγμάτευση ανακωχής από την κυβέρνηση και για παραλείψεις αναγκαίων ενεργειών από την πλευρά των επαναστατών. Σαν χαρακτηριστικό της τελευταίας περίπτωσης αναφέρει το εξής: «Στο τυπογραφείο του Ράιχ είχε οχυρωθεί πλήθος εργατών του εργοστασίου Σβάρτσκοπφ. Η κατοχή του θα είχε μεγάλη ωφέλεια για τους επαναστάτες, γιατί εκεί βρίσκονταν δέκα οχτώ εκατομμύρια μάρκα σε χαρτονομίσματα και υπήρχε προοπτική για ακόμα περισσότερα, επειδή εκεί υπήρχαν και οι πλάκες εκτύπωσης... Ολος ο κόσμος γνωρίζει: Οποιος κάνει πόλεμο, πρέπει να έχει χρήματα κι αυτά τα είχαν για μερικές μέρες οι επαναστάτες και μετά δεν τα είχαν πια... Τα ωραία εκατομμύρια δεν τα πλησίασαν. Και γιατί όχι; Τα χαρτονομίσματα βρίσκονταν στους θόλους και οι επαναστάτες δεν είχαν τα κλειδιά και τελικά ένας Γερμανός επαναστάτης δεν κλέβει και δε γίνεται διαρρήκτης. Τα κλειδιά τα είχαν οι μυστικοσύμβουλοι της καγκελαρίας, αλλά δεν τα έδιναν. Αυτοί εμπόδιζαν παντού τη νικηφόρα πορεία της επανάστασης. Οι επαναστάτες που κατείχαν το οίκημα περνούσαν όλη τη μέρα με το να μεταπείσουν τους μυστικοσυμβούλους να ανοίξουν τους θόλους. Αυτοί έδειχναν τα κλειδιά, αλλά έλεγαν: "Δεν ανοίγουμε"».

Μεγάλο ρόλο στο φυλλορρόημα της επανάστασης του Νοέμβρη έπαιξαν κατά τον συγγραφέα, ανάμεσα σε άλλα, η ανυπαρξία ενός καλά οργανωμένων κομμουνιστικού κόμματος, η συμμαχία της ηγεσίας της κυβερνητικής σοσιαλδημοκρατίας με τον αναδιοργανωμένο στρατό του Χίντεμπουργκ, αλλά και η διαφωνία μεταξύ Λίμπκνεχτ και Λούξεμπουργκ (και άλλων ηγετικών στελεχών) για την πορεία της επανάστασης. Η Λούξεμπουργκ τάχθηκε υπέρ της διακοπής της επανάστασης και της συμμετοχής στις εκλογές για την Εθνική Συνέλευση, που άνοιξε το δρόμο για τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης...

«Η θέση του Λίμπκνεχτ δεν ήταν πια στις αίθουσες συζητήσεων (που τις μισούσε περισσότερο από προηγούμενα), γράφει ο Ντεμπλίν. Ηταν στο δρόμο, ανάμεσα σ' αυτούς που είχαν καταλάβει τα κτίρια των εφημερίδων, και παντού αλλού στην πόλη, όπου είχαν περιχαρακωθεί οι επαναστάτες. Ετρεχε στις πιο επικίνδυνες θέσεις, για να δείχνει στους ανθρώπους ότι δεν ήταν εγκαταλειμμένοι. Τους έφερνε πάντα ενθαρρυντικές ειδήσεις και προπάντων τον ίδιο τον εαυτό του. Αλλά διαδίδονταν παντοειδή πράγματα - ότι εδώ κι εκεί έφυγαν κάποιοι, ότι οι ηγέτες ήταν ασύμφωνοι και ότι πάλι διαπραγματεύονταν. Μάλιστα, ότι η Ρόζα δεν πίστευε στη νίκη της επανάστασης. Μόνο στον Πικ, τον Ντόρενμπαχ και μερικούς άλλους λίγους μπορούσε να μιλάει ανοιχτά και να παραπονεθεί πικρά για ίντριγκες και ότι μάλιστα η ηγεσία του κόμματος προδίνει αυτούς τους θαρραλέους και ενθουσιώδεις αγωνιστές».

Μετά τις 8 Γενάρη ήρθαν οι χειρότερες ώρες... «Η Κεντρική του κόμματος υπό την ηγεσία του Λέο Γιόγκιχες έδωσε εντολή στη Ρόζα να αποστασιοποιηθεί, μέσα από τις στήλες της "Ρότε Φάνε", επίσημα από την εξέγερση και να γράψει εναντίον της κατάληψης των εφημερίδων... Αλλά για δες, όταν την άλλη μέρα άνοιξαν την εφημερίδα και διάβασαν το άρθρο της Ρόζας, βρισκόταν μέσα σ' αυτό κάτι το εντελώς αντίθετος... Οταν ο Λέο τη μέμφθηκε γι' αυτό, αυτή απάντησε ότι "δεν μπορούσε να γράψει κατά των επαναστατημένων εργατών, ενάντια στις καταλήψεις στη συνοικία των εφημερίδων... Αυτοί ήταν επαναστάτες εργάτες μέσα στον αγώνα και σε μια φοβερή κατάσταση. Και πέρα απ' αυτό το κίνημα ξεκίνησε αυθόρμητα από τις μάζες...».

Ως τις 15 Γενάρη, που, μετά από προδοσία, συλλήφθηκαν στον κρυψώνα τους στη συνοικία του Βίλμερσντορφ η Ρόζα και ο Καρλ και λίγο αργότερα δολοφονήθηκαν από άνδρες μιας Μεραρχίας στρατοπεδευμένης κοντά στη σοσιαλδημοκρατική καγκελαρία, συνέβησαν ακόμα πολλά, που περιγράφει λογοτεχνικά ο Ντεμπλίν. Γράφει, π.χ., για την παράδοση του προεδρείου της Αστυνομίας: «Υπήρχαν πολλοί μέσα σ' αυτό που δήλωναν ότι θέλουν να αγωνιστούν μέχρι τέλους. Είχαν τη γνώμη ότι ήταν καλύτερα να σκοτωθούν στη μάχη, παρά να σκοτωθούν από τους Λευκούς στην αυλή του στρατώνα».

Τέτοιες πράξεις ηρωισμού σημειώθηκαν σε πολλά σημεία της πόλης. Ομως, τελικά οι συγκεντρωμένες βαριές πυροβολαρχίες και τα βαριά πολυβόλα της κυβέρνησης γέμισαν κάμποσες συνοικίες του Βερολίνου με πτώματα των υπερασπιστών της επανάστασης.

Οι σοσιαλδημοκράτες Εμπερτ, Σάιντεμαν και το «χασαπόσκυλο» ο Νόσκε κέρδισαν τη νίκη. Την κέρδισαν σε συμμαχία με τα υπολείμματα και αναδιοργανωμένα τμήματα του στρατού του Χίντεμπουργκ, του ίδιου καϊζερικού στρατάρχη που δέκα τρία χρόνια αργότερα παρέδιδε την εξουσία στον Χίτλερ.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 Γκούσταβ Νόσκε, σοσιαλδημοκράτης, διορισμένος από τον Εμπερτ, υπουργός Στρατιωτικών. Ο ίδιος αυτοχαρακτηριζόταν «χασαπόσκυλο» της επανάστασης.

2 USP = Ανεξάρτητοι Σοσιαλδημοκράτες. KPD = Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας.


Θανάσης ΒΟΡΕΙΟΣ