Κατατέθηκε χτες στη Βουλή με τις υπογραφές σύσσωμης της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Κόμματος
Αιτιολογώντας την πρόταση επί της αρχής, οι βουλευτές του ΚΚΕ αναφέρουν:
«Το δικαίωμα στην απεργία αποτελεί θεμελιώδη κατάκτηση της εργατικής τάξης και γενικά των εργαζομένων για την υπεράσπιση και διεύρυνση των δικαιωμάτων τους, για την κοινωνική τους απελευθέρωση. Η όποια σημερινή συνταγματική και νομοθετική κατοχύρωση της συνδικαλιστικής δράσης, της απεργίας και γενικότερα των λαϊκών ελευθεριών είναι αποτέλεσμα σκληρών και συχνά αιματηρών αγώνων. Ωστόσο, οι κατακτήσεις συνοδεύτηκαν πάντοτε από περιορισμούς που είναι αποτυπωμένοι στο Σύνταγμα και σε άλλους νόμους. Στην πράξη, οι κατακτήσεις συχνά δεν εφαρμόζονται και οι σχετικές νομοθετικές προβλέψεις παραμένουν κενό γράμμα.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα των περιορισμών αυτών είναι η επανειλημμένη χρήση της πολιτικής επιστράτευσης (ν.δ.17/1974) σε βάρος απεργών, η κήρυξη από τα δικαστήρια της συντριπτικής πλειοψηφίας των απεργιών ως παράνομων και καταχρηστικών, όπως και το γεγονός ότι παραμένει σε ισχύ για τους ναυτεργάτες ο αντιδραστικός νόμος 330/1976, ο οποίος περιλαμβάνει αντεργατικές διατάξεις σε βάρος των συνδικαλιστικών ελευθεριών και του δικαιώματος στην απεργία, τη νομιμοποίηση της εργοδοτικής ανταπεργίας (λοκ-άουτ).
Πρόκειται γενικότερα για μια απαράδεκτη κατάσταση, η οποία εκπορεύεται από τις αντιλαϊκές πολιτικές των κυβερνήσεων και τις κατευθύνσεις της ΕΕ. Η εξυπηρέτηση των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου συμβαδίζει με την πολιτική του αυταρχισμού και της φαλκίδευσης των στοιχειωδών δικαιωμάτων των εργαζομένων, μαζί και της απεργίας.
Για την ουσιαστική και πλήρη κατοχύρωση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και του δικαιώματος στην απεργία και γενικότερα των λαϊκών ελευθεριών, χρειάζονται βαθιές κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές αλλαγές. Στην κατεύθυνση αυτή απαιτείται ένα σύνολο συνταγματικών και νομοθετικών παρεμβάσεων στα οικεία άρθρα του Συντάγματος, στο ν. 1264/1982 και στους μετέπειτα που τον τροποποίησαν ή συμπλήρωσαν, στο Δημοσιοϋπαλληλικό Κώδικα και το πειθαρχικό δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων, στο ποινικό δίκαιο, στον Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου, στο ν. 2811/2000, στη νομοθεσία περί ιδιωτικών αστυνομιών και αλλού.
Αμεσα, όμως, πρέπει να γίνουν μια σειρά παρεμβάσεις ώστε να αρθούν κάποια βασικά εμπόδια που υπονομεύουν το δικαίωμα στην απεργία. Τέτοια εμπόδια είναι η πολιτική επιστράτευση του ν.δ.17/1974, η ισχύς του ν. 330/1976 για τους ναυτεργάτες, το άρθρο 281 του Αστικού Κώδικα που αξιοποιείται για να κηρυχτούν καταχρηστικές και παράνομες οι απεργίες, το άρθρο 247 του Ποινικού Κώδικα που ποινικοποιεί την απεργία των δημοσίων υπαλλήλων. Για το σκοπό αυτό εισάγεται η ακόλουθη πρόταση νόμου».
Στην Αιτιολογική Εκθεση επί των άρθρων, η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΚΚΕ σημειώνει:
«Με το άρθρο 1 αποκλείεται η χρήση της πολιτικής επιστράτευσης ενάντια σε απεργούς ή γενικότερα ενάντια σε εργαζόμενους που βρίσκονται σε αγωνιστική κινητοποίηση ανεξάρτητα μάλιστα από την τυχόν κρίση περί της νομιμότητάς τους από τα δικαστήρια.
Με το άρθρο 2 περιορίζεται η ισχύς της 281 ΑΚ με τρόπο ώστε να μην μπορεί να αξιοποιείται η διάταξη ως μοχλός φαλκίδευσης του απεργιακού δικαιώματος μια και αυτή τη διάταξη επικαλούνται κατά κανόνα τα δικαστήρια προκειμένου να κηρύξουν παράνομες και καταχρηστικές τις απεργίες.
Ο ν. 1264/82 εξαίρεσε τους ναυτεργάτες και άλλες κατηγορίες εργαζομένων από το πεδίο ισχύος του, διατηρώντας έτσι ένα απαράδεκτο, αντιδημοκρατικό καθεστώς, το οποίο πρέπει άμεσα να καταργηθεί. Για το λόγο αυτό προτείνεται το άρθρο 3 με το οποίο καταργείται ο αντιδραστικός ν. 330/1976 και υπάγονται γενικότερα όλες οι κατηγορίες εργαζομένων ενιαία στις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας.
Με το άρθρο 4 καταργείται η αναχρονιστική διάταξη 247 ΠΚ που ποινικοποιεί την απεργία των δημοσίων υπαλλήλων».