ΙΝΔΙΑ
Τρομακτική παιδική θνησιμότητα...

... και κυβερνητική αδιαφορία

Κυριακή 16 Απρίλη 2006

Associated Press

Η φτώχεια έχει πρώτα θύματα τα παιδιά
Δύο μελέτες σχετικά με την παιδική θνησιμότητα σε ένα από τα πιο οικονομικά αναπτυγμένα ομόσπονδα κρατίδια της Ινδίας, την Μαχαράστρα, απεικονίζουν την αλγεινή κοινωνική πραγματικότητα την οποία αντιμετωπίζουν εκατομμύρια άνθρωποι στη χώρα, που αποτελεί το αποτέλεσμα της πολιτικής που εφαρμόζουν τα τελευταία χρόνια οι κυβερνήσεις τόσο του BJP αλλά και του Κογκρέσου, σε κρατιδιακό αλλά και ομοσπονδιακό επίπεδο. Οι μελέτες, που έγιναν σε μια χρονική περίοδο που καλύπτει περίπου μια δεκαετία, αποκαλύπτουν ανατριχιαστικά επίπεδα υποσιτισμού και παιδικής θνησιμότητας, αλλά και αγνόησης του προβλήματος από πλευράς των αρχών καθώς και θανατηφόρας διαφθοράς.

Τα στοιχεία που περιέχουν συμπίπτουν με τις εκτιμήσεις του ΟΗΕ, ο οποίος στην Εκθεσή του για την Ανθρώπινη Ανάπτυξη του 2005 κατατάσσει την Ινδία στην 127η θέση επί συνόλου 177 χωρών όσον αφορά την πρόοδο στην προσπάθεια βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης των κατοίκων τους βάσει ενός φάσματος κοινωνικών και οικονομικών δεικτών. Η Μαχαράστρα είναι το τρίτο μεγαλύτερο κρατίδιο της Ινδίας σε έκταση και, με 96 εκατ. κατοίκους, το δεύτερο πολυπληθέστερο. Η πρωτεύουσά της, το Μουμπάι (Βομβάη), θεωρείται ως το σημαντικότερο οικονομικό και εμπορικό κέντρο της χώρας και είναι η έδρα του λεγόμενου Μπόλιγουντ, της ινδικής κινηματογραφικής βιομηχανίας. Είναι βαριά βιομηχανοποιημένη και παράγει το 13,2% του συνολικού ινδικού ΑΕΠ. Είναι ο προορισμός του 17% των άμεσων ξένων επενδύσεων, από αυτήν προέρχεται το 32% των συνολικών ινδικών εξαγωγών, και καταβάλλει το 61% όλων των φόρων επί των επιχειρηματικών κερδών και το 37% των φόρων σε προσωπικά εισοδήματα. Εχει, μάλιστα, το δεύτερο μεγαλύτερο κατά κεφαλήν εισόδημα από τα κρατίδια της Ινδίας.

Ανέχεια με πρώτα θύματα τα παιδιά

Με δεδομένα τα στοιχεία αυτά, το επίπεδο της φτώχειας στο κρατίδιο που αντανακλάται στα στοιχεία σχετικά με την παιδική θνησιμότητα αποκτά έναν ακόμα πιο σοβαρό, ακόμα πιο τραγικό και ταξικό, χαρακτήρα. Η πρώτη έρευνα, που έγινε από το 1998 έως το 2000 από διάφορες μη-κυβερνητικές οργανώσεις, δημοσιεύτηκε το 2002 και μια σύνοψή της στην εφημερίδα Economic and Political Weekly (EPW). Σύμφωνα με αυτήν, υπήρχαν μεγάλες ασυμφωνίες στα στοιχεία που συλλέχτηκαν μετά από επιτόπια έρευνα και στα στοιχεία που εμφάνιζε η κρατιδιακή κυβέρνηση - τότε, ήταν μια κυβέρνηση συμμαχίας ανάμεσα στο ρατσιστικό ινδουιστικό εθνικιστικό κόμμα BJP και το κόμμα Σιβ Σένα. Το πιο εξόφθαλμο στοιχείο ήταν ότι ενώ τα επίσημα στοιχεία εμφάνιζαν την παιδική θνησιμότητα στο επίπεδο των 13 θανάτων ανά 1.000 γεννήσεις στην περιοχή Γκαντσιρόλι, οι τοπικές αρχές έκαναν λόγο για 118 θανάτους ανά 1.000 γεννήσεις. Στο άρθρο της EPW σημειωνόταν ότι η Εθνική Πολιτική Υγείας του 1983 έθετε ως στόχο τη μείωση της βρεφικής θνησιμότητας στους 60 θανάτους ανά 1.000 γεννήσεις έως το έτος 2000. Ομως ο σχετικός δείκτης παρέμενε κολλημένος στους 73 θανάτους ανά 1.000 γεννήσεις από το 1993. Μετά από έρευνα επί δύο χρόνια σε 13 περιοχές της Μαχαράστρα, οι μη-κυβερνητικές οργανώσεις που τη διεξήγαν σημείωσαν ότι η παιδική θνησιμότητα ήταν «υποβαθμισμένη» στις επίσημες στατιστικές και εκτίμησαν ότι έφθανε τους 66,2 θανάτους ανά 1.000 γεννήσεις, πολύ παραπάνω από ό,τι παραδεχόταν η κυβέρνηση. Στην έκθεσή τους ανέφεραν ότι οι αρχές κατάρτιζαν τις στατιστικές τους όσον αφορά την παιδική θνησιμότητα ανεπαρκώς και ότι κατέγραφαν «μόλις το 21-24% των θανάτων παιδιών».

Η δεύτερη και πιο πρόσφατη έρευνα για την παιδική θνησιμότητα έγινε το 2004 από την Επιτροπή Αξιολόγησης της Παιδικής Θνησιμότητας κατόπιν εντολής της νέας κρατιδιακής κυβέρνησης του Κογκρέσου και του Εθνικιστικού Κόμματος του Κογκρέσου, ενός κόμματος που προέκυψε από το πρώτο, μετά από την αποχώρηση στελεχών του. Τα αποτελέσματα της έρευνας δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Frontline το Σεπτέμβρη. Οπως εξήγησε το περιοδικό, η εντολή για την έρευνα δόθηκε μετά από τις συνεχείς αποκαλύψεις στον Τύπο για εξαιρετικά υψηλά επίπεδα παιδικής και βρεφικής θνησιμότητας, τα οποία δεν αναφέρονταν στις επίσημες κρατικές στατιστικές. Μέσα σε δύο μήνες, τη χρονιά εκείνη, τουλάχιστον 2.306 παιδιά πέθαναν σε 9 από τις 35 περιφέρειες του κρατιδίου από αίτια που σχετίζονταν με τον υποσιτισμό. Η πρώτη έκθεση, που δημοσιοποιήθηκε τον Αύγουστο του 2004, κατέγραψε την... έλλειψη καταγραφής των θανάτων των παιδιών από μια κυβέρνηση «αδιάφορη για όσα υπέφεραν» οι κάτοικοι. Ανάμεσα στο 1998 και το 2002, σημείωνε, το ποσοστό του υποσιτισμού των παιδιών στο κρατίδιο μειώθηκε μόλις κατά 0,2%. Σύμφωνα με την επιτροπή, πάνω από 4 εκατομμύρια παιδιά βρέθηκε ότι αντιμετώπιζαν υποσιτισμό δεύτερου ως τετάρτου βαθμού (ο τρίτος και ο τέταρτος βαθμός απειλούν την ίδια τη ζωή των παιδιών). Η επιτροπή εκτίμησε ότι πάνω από 160.000 παιδιά πεθαίνουν κάθε χρόνο από υποσιτισμό: 82.000 στις αγροτικές περιοχές, 23.500 στις περιοχές των φυλών, 56.000 στις παραγκουπόλεις. Αυτά τα μεγέθη, έγραψε το Frontline, υπερέβαιναν 3,5 φορές τα κυβερνητικά στοιχεία για τους 12 μήνες από τον Ιούνη του 2004 και τον Ιούλη του 2005, και 1,5 φορά τις εκτιμήσεις της ομοσπονδιακής κυβέρνησης για ολόκληρη την Ινδία.

Ανάπτυξη δε σημαίνει και μείωση της φτώχειας

Το πρόβλημα αυτό, παρά τις εναγώνιες προσπάθειες να επισημανθεί και να αντιμετωπιστεί, δεν περιορίζεται στη Μαχαράστρα, αλλά εκτείνεται σε ολόκληρη την Ινδία και πλήττει τα φτωχά στρώματα του πληθυσμού της. Κάθε φορά που το πρόβλημα επανέρχεται στην επικαιρότητα, η κυβέρνηση παραδέχεται την ύπαρξή του και υπόσχεται μέτρα. Αλλά τα πράγματα δεν αλλάζουν με ευχολόγια και υποσχέσεις. Σύμφωνα με την Αναφορά για την Ανθρώπινη Ανάπτυξη του ΟΗΕ για το 2005, το 30% των παιδιών σε όλη την Ινδία γεννιούνται με βάρος μικρότερο από το κανονικό και το 47% των παιδιών κάτω των 5 ετών στη χώρα έχει βάρος μικρότερο από το κανονικό. Η αναφορά τόνιζε: «η Ινδία επαινείται ευρέως ως μια χώρα όπου η παγκοσμιοποίηση επιτυγχάνει. Τις δύο τελευταίες δεκαετίες η χώρα βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης. Οι εξαγωγές υψηλής τεχνολογίας εκρήγνυνται και οι καταναλωτές της αναδυόμενης μέσης τάξης έχουν καταστεί μαγνήτης για τους ξένους επενδυτές... Ομως συνολικά τα στοιχεία καταδεικνύουν ότι η αύξηση της ανάπτυξης δε μεταφράστηκε σε ανάλογη μείωση της φτώχειας... Η πρόοδος όσον αφορά τη μείωση της παιδικής και βρεφικής θνησιμότητας επιβραδύνεται». Και πρόσθετε: «ορισμένες από τις νότιες πόλεις της Ινδίας μπορεί να βρίσκονται εν τω μέσω μιας τεχνολογικής έκρηξης, αλλά 1 στα 11 παιδιά στην Ινδία πεθαίνει στα πρώτα 5 χρόνια της ζωής του από την έλλειψη χαμηλής τεχνολογίας, χαμηλού κόστους επεμβάσεων. Ο υποσιτισμός, που μόλις μειώθηκε την τελευταία δεκαετία, πλήττει τα μισά παιδιά στη χώρα. Ενώ περίπου το 1 στα 4 κορίτσια και πάνω από 1 στα 10 αγόρια δεν πάνε στα πρωτοβάθμια σχολεία». Γιατί; Σύμφωνα με την UNICEF, «επαρκείς συνθήκες υγιεινής» διαθέτει μόλις το 30% των κατοίκων στην Ινδία. Μόνο το 43% των γεννήσεων γίνεται με τη βοήθεια γιατρών ή μαιών. Ο κίνδυνος θανάτου κατά τη γέννηση υπολογίζεται στο 1:48. Και, υπό τις απελπιστικές οικονομικές συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι οικογένειές τους, το 14% των παιδιών από 5 έως 14 ετών αναγκάζονται να δουλέψουν και το 46% των παιδιών αναγκάζονται να παντρευτούν. Το 35% του πληθυσμού της Ινδίας ζει με λιγότερο από 1 δολάριο την ημέρα, κι όμως η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δίνει μόλις το 2% του προϋπολογισμού για την Υγεία και το 2% για την Παιδεία - την ώρα που πετάει το 15% του προϋπολογισμού σε ένα βαρέλι δίχως πάτο: την «άμυνα».

Η αύξηση του πλούτου στην Ινδία φυσικά δε σημαίνει και τη μείωση των κοινωνικών προβλημάτων, που διογκώνονται: στο Μουμπάι των αστραφτερών κτιρίων, της βιομηχανίας του κινηματογράφου, της πληροφορικής και του τουρισμού, εκατομμύρια άνθρωποι - το 49% των κατοίκων της πόλης - ζουν σε παραγκουπόλεις, όπου ο χρόνιος υποσιτισμός είναι καθημερινό φαινόμενο. Οι φανφάρες περί της «Απαστράπτουσας Ινδίας» που γέμισαν τις διαφημιστικές αφίσες το 2004 όταν το BJP διαφήμιζε τα «επιτεύγματα» της νεοφιλελεύθερης πολιτικής του και το Κογκρέσο διεκδικούσε την πατρότητά τους, δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα των εκατομμυρίων ανθρώπων.


Μπάμπης ΓΕΩΡΓΙΚΟΣ