Σε τέλμα η οικονομία της Ευρωζώνης

Το Διευθυντήριο των Βρυξελλών και οι κυβερνήσεις ρίχνουν νέα βάρη στους εργαζόμενους για την αντιμετώπιση της κρίσης

Κυριακή 16 Απρίλη 2006

Παπαγεωργίου Βασίλης

Η παρατεταμένη οικονομική κρίση στην Ευρωπαϊκή Ενωση, που εμφανίζεται με μεγαλύτερη ένταση στην Ευρωζώνη, προβληματίζει το Διευθυντήριο των Βρυξελλών και προοιωνίζεται σειρά νέων αντεργατικών μέτρων.

Την περασμένη Τετάρτη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναθεώρησε προς τα κάτω τις προβλέψεις της για την οικονομική ανάπτυξη των 12 μελών της Ευρωζώνης. Συγκεκριμένα, ανατρέποντας τις αρχικές αισιόδοξες εκτιμήσεις της, η Επιτροπή αναμένει ότι η ανάπτυξη κατά το πρώτο εννιάμηνο του 2006 θα κινηθεί με ρυθμούς της τάξης 0,4%- 0,8%. Σημειωτέον ότι τον περασμένο Μάρτη η Επιτροπή εκτιμούσε ότι η ανάπτυξη θα κινηθεί με ρυθμό 0,9%.

Η διαφορά μεταξύ των δύο εκτιμήσεων μπορεί να φαίνεται μικρή (0,1%), αλλά προκαλεί εντύπωση ότι η προς τα κάτω εκτίμηση γίνεται σε περίοδο γενικής «αισιοδοξίας» για την πορεία των μεγάλων οικονομιών, όπως της γερμανικής και της γαλλικής. «Αισιοδοξία», που αναιρείται, όπως φαίνεται, εξαιτίας της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας.

Δε δόθηκαν επισήμως τα στοιχεία, στα οποία στηρίχτηκε η νέα εκτίμηση της Κομισιόν. Ωστόσο, από αναλυτές των ειδησεογραφικών πρακτορείων, η εκτίμηση για χαμηλότερη ανάπτυξη αποδίδεται στην αύξηση των τιμών του πετρελαίου και των επιτοκίων.

Το μεγάλο πρόβλημα για τις περισσότερες οικονομίες της Ευρωζώνης είναι η χαμηλή εσωτερική ζήτηση, που οφείλεται στη μειωμένη αγοραστική δύναμη των εργαζομένων. Ετσι, οι όποιοι ρυθμοί ανάπτυξης της γερμανικής, ή της γαλλικής οικονομίας οφείλονται κυρίως στις εξαγωγές.

Τα υψηλά ποσοστά ανεργίας (κοντά στο 10%) λειτουργούν αποτρεπτικά για τα λαϊκά νοικοκυριά στις αγορές τους, αφού η ανασφάλεια για το μέλλον οδηγεί σε «αυτοσυγκράτηση».

Ωστόσο, οι ιθύνοντες της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν κρύβουν τις προθέσεις και τα σχέδιά τους για την αντιμετώπιση της κατάστασης. Στις αποφάσεις της πρόσφατης Συνόδου Κορυφής (23 και 24 Μάρτη 2006) αναφέρεται ότι: «Η οικονομική ανάκαμψη προσφέρει μεγάλη ευκαιρία για τη σύντονη συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, σύμφωνα με τα εθνικά προγράμματα μεταρρυθμίσεων, καθώς και για την ενισχυμένη δημοσιονομική εξυγίανση, σύμφωνα με το ανανεωμένο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Οι συγκεκριμένοι στόχοι και χρονοδιαγράμματα αποτελούν εν προκειμένω χρήσιμα εργαλεία για την επιτάχυνση της εφαρμογής των μελετώμενων μεταρρυθμίσεων και για την επίτευξη καλύτερων αποτελεσμάτων από την άποψη της ανάπτυξης και της απασχόλησης».

Με δύο λόγια, οι κυβερνήσεις των κρατών - μελών προαναγγέλλουν μιαν εφ' όλης της ύλης επίθεση κατά των εργαζομένων με στόχο τη μείωση του «κόστους εργασίας». Και επειδή αναγνωρίζουν ότι έχουν σχεδόν εξαντληθεί τα περιθώρια συμπίεσης της αγοραστικής δύναμης, θέτουν ως προτεραιότητα τη μείωση του «μη μισθολογικού κόστους», δηλαδή του κόστους των απολύσεων, των επιδομάτων, της κοινωνικής ασφάλισης κλπ.

Ετσι εξηγούνται και όλα τα μέτρα, που οι κυβερνήσεις επιχειρούν να προωθήσουν στις μεγάλες χώρες - μέλη, όπως στη Γαλλία (νόμος Ντε Βιλπέν για τις χωρίς αποζημίωση απολύσεις νέων) και στη Γερμανία (αύξηση ορίων συνταξιοδότησης σε συνδυασμό με απαλλαγή των εργοδοτών από τις ασφαλιστικές εισφορές).