Οδός Σόλωνος
Κυριακή 11 Ιούνη 2006

«Οι σπουδαστές της Σχολής τη μέρα ζωγραφίζουν και τη νύχτα γράφουν στους τοίχους. Οι φοιτητές τη μέρα κάνουν τα μαθήματά τους και τη νύχτα γράφουν στους τοίχους. Οι εργάτες γράφουν στους τοίχους που έχτισαν τη μέρα. Ολοι σχεδόν γράφουνε τις νύχτες στους τοίχους. Οι εγγράμματοι σωστά, οι αμόρφωτοι ανορθόγραφα, άλλοι καλλιγραφικά, οι πιο πολλοί άτσαλα και βιαστικά, μην τους πάρει κάποιο μάτι, μάτι εχθρικό. Η μπογιά συνήθως είναι κοκκινωπή, το χοντροκόκκινο. Τελευταία άρχισαν να κολλιούνται και μικρές αφίσες. Κι όλα αυτά λένε - τι άλλο; - για Αντίσταση, για Λευτεριά.

.......

Οι διαβάτες περνούν δήθεν αδιάφοροι. Ομως τα βλέπουν, τα διαβάζουν όλα. Χαμόγελα πλανιούνται από στόμα σε στόμα, τα μάτια επικοινωνούν, οι γροθιές σφίγγονται.

Γιατί η Λευτεριά περπάτησε τη νύχτα στη Σόλωνος».

Γιάννης Στεφανίδης Πέτρα κυλισάμενη

Μεσημέρι. Ψιλοβρέχει, και τα ταξί κατεβαίνουν το ένα μετά το άλλο τη Σόλωνος. Σηκώνω το χέρι, φωνάζω:

-- Ηράκλειο!... Ηράκλειο! Τα αμάξια, γεμάτα ή άδεια, δε σταματούν. Συνεχίζω να φωνάζω. Δεν ξέρω πόση ώρα τρώω τη βροχή στο κεφάλι ώσπου κάποιος φρενάρει. Αλλά πώς να προλάβω. Μια νεαρή, πιο γρήγορη από ένα γεροντάκι σαν και μένα, με προσπερνά και τρυπώνει μέσα. Ξεκινώντας τ' αμάξι, διακρίνω πίσω απ' το κρύσταλλο το ειρωνικό της χαμόγελο. Η βροχή συνεχίζεται, κι εγώ επιμένω στην προσπάθεια, μα τίποτα. Τρέχω πάνω-κάτω. Μερικά κόβουν ταχύτητα τάχα πως θα με πάρουν, όμως δε στέκονται, εγώ τα κυνηγώ από πίσω, κι αυτά μαρσάρουν και χάνονται. Θα έχουν περάσει δεκάδες, ώσπου κάποιο σταματά.

-- Ελα, μπάρμπα, και γρήγορα, μου φωνάζει ο οδηγός, καθώς ανοίγω την πόρτα. Παραβλέπω τον χαρακτηρισμό και κάθομαι ανακουφισμένος, στάζοντας νερά. Θεώρησα καλό να απευθύνω μια χαιρετούρα στον οδηγό και σε δυο κυρίες που κάθονται πίσω. Οι κυρίες ανταπέδωσαν, εκείνος όχι. Προχωράμε με δυσκολία, η βροχή έφερε μποτιλιάρισμα, ανάβουν, σβήνουν τα φανάρια, εμείς στον τόπο.

-- Σας παρακαλώ, έχω ραντεβού, δεν μπορούμε να πάμε πιο γρήγορα; λέει η μία κυρία.

-- Αν βιάζεσαι, να πας με τα πόδια, της απαντάει αυτός.

Οπως βολεύτηκα, το βλέμμα πέφτει δεξιά, αριστερά, στον κόσμο, στα κτίρια, στα μαγαζιά. Πλησιάζουμε σε μια διασταύρωση, στη Βουκουρεστίου ίσως. Κάπου εδώ πρέπει να 'ναι μια μικρή γκαλερί, αντικάδικο μάλλον. Τώρα το βλέπω με κατεβασμένα τα ρολά, και τα σκουπίδια μπροστά να 'χουνε κάνει σωρούς. Τι να συνέβη, άραγε;

Τη δούλευε μερικά χρόνια ένας ζωγράφος, γνώριμος από τα χρόνια τα παλιά. Κι αρχίζουν να 'ρχονται μνήμες και περιστατικά στο νου. Ευτυχώς δουλεύει κάπως το θυμητικό μου, ιδίως για τα περασμένα, τα τωρινά ξεθωριάζουν γρήγορα. Είναι να μη χαθεί η μνήμη, άμα χαθεί, άσ' τα, η ζωή είναι ένα άδειο τσόφλι... Λοιπόν, τι λέγαμε; Α, ναι, για τον φίλο απ' τα παλιά. Μαζί ξεκινήσαμε στη Σχολή, μαζί αποφοιτήσαμε, κι ο καθένας τράβηξε το δρόμο του. Προσπαθούσε τότε με άδειες τσέπες και άδειο στομάχι να κάνει ζωγραφική. «Μα πώς τη βγάζεις;», τον ρώτησα εδώ και χρόνια. «Ρρρρύζι!», μου απαντά. «Ο μπακάλης μου 'δωσε ένα τσουβάλι και τρώω ρρρρύζι το πρωί, ρρρρύζι το μεσημέρι, ρρρρύζι το βράδυ!» «Μα πώς; χωρίς λεφτά;» «Ε, δε μιλάμε για κανένα ρρρρύζι ποιότητας, δεν ήτανε δα και για πούλημα...» Κάποτε, στον καιρό της χούντας είχε στήσει το καβαλέτο του στη στροφή του ηλεκτρικού, απέναντι απ' το Γκάζι, κι άρχισε να το ζωγραφίζει. Δεν προχώρησε πολύ. Δυο άτομα τον άρπαξαν απ' το γιακά και τον έσυραν με τα συμπράγκαλά του - καβαλέτο, κασετίνα και το σώμα του εγκλήματος, το τελάρο - στο τμήμα. «Μα, γιατί;» προσπάθησε να ρωτήσει. «Αυτό που κάνεις είναι κατασκοπία!» απάντησαν αγριεμένοι. Καλλιτεχνικά, παράλογο. Αστυνομικά, λογικό... Την άλλη μέρα τον πέταξαν με μια κλοτσιά έξω απ' το τμήμα. Τώρα, τι μεσολάβησε και μπόρεσε να φτιάξει αυτό το μαγαζί και μάλιστα σε δρόμο κεντρικό, δεν ξέρω, γιατί πρέπει να χρειάστηκε και κάμποσο κεφάλαιο. Εκτός από πίνακες δικούς του, πουλούσε και πολλές αντίκες, μικρά κομψοτεχνήματα, ρολόγια με εκκρεμές, μπρούντζινα κηροπήγια, αγαλματάκια, έργα ασιατικής και αφρικανικής τέχνης, μικροέπιπλα στιλ, ακόμα και φωτιστικά Τίφανι και Γκαλέ... Αυτή η ερημιά κι η εγκατάλειψη κάπως με πόνεσε. Δε δείχνει τίποτ' άλλο από ένα τέλος, ένα τέλος σε όλα, οριστικό και αμετάκλητο, ένα ΤΕΛΟΣ σαν κι αυτό που βλέπουμε στις οθόνες του σινεμά όταν τελειώνει ένα δραματικό έργο...

Πάμε σιγά, η πίσω κυρία αδημονεί, κι εγώ τι να κάνω, χαζεύω μια Σόλωνος γκρίζα, όλο παλιωμένες πολυκατοικίες - πάνε τα χαριτωμένα νεοκλασικά, μικρά και μεγάλα, τα 'φαγε η μπουλντόζα. Ο δρόμος στενός, τα κτίρια πολυώροφα, και στα ισόγεια κάθε λογής μαγαζιά που δεν τα πολυβλέπει ο ήλιος. Ενα φαγάδικο - τοστ, μπίρες, τυρόπιτες - ένα βενζινάδικο δίπλα, φαρμακείο, πάρκινγκ, κομμωτήριο σκυλιών... Οι κυρίες ψιλοκουβεντιάζουν μα ο οδηγός είναι βαρύς κι αράθυμος. Προσπαθώ να σπάσω κάπως τον πάγο:

-- Πώς πάει, του λέω, είναι κουραστική η δουλιά σας;

Του μίλησα στον πληθυντικό για να καταλάβει πώς πρέπει να φέρεται στους επιβάτες. Απάντηση καμιά.

-- Εμ βέβαια, καταλαβαίνω, πολλές ώρες στο τιμόνι, καυσαέρια, εκνευρισμός, επιμένω εγώ.

-- Ορεξη έχεις, αφεντικό, εμένα τώρα μου πονάει το συκώτι...

-- Και τι γίνεται; το κοίταξες καθόλου; - στον ενικό τώρα κι εγώ.

-- Τι να σου πω. Δεν άφησα γιατρό για γιατρό. Ακτινογραφίες, υπερηχογραφήματα, αξονικές, εξετάσεις κόντρα στις εξετάσεις, και δε βρίσκουνε τι έχω. Τώρα είναι να κάνω κι άλλη μία - δε θυμάμαι πώς τη λένε... Απ' τα βάρη μου πόνεσε κι η μέση. Για όλα τούτα πήρα ένα κάρο φάρμακα να μπορώ να σταθώ στο τιμόνι και τώρα με σφάζει και το στομάχι...

-- Σε νιώθω απόλυτα, του λέω, νέος είσαι, κάνε κουράγιο, κι όλα θα περάσουνε.

Και μια και μου 'δωσε αβάντα, του αρχίζω τα δικά μου βάσανα. Του αραδιάζω το λοιπόν τι τράβηξα κι εγώ με κάποιους πόνους στην κοιλιά: Πήγα σε μια κλινική για εξετάσεις όπου με κράτησαν μια βδομάδα. Κοιτάζανε τις ακτινογραφίες λες κι ήτανε το φλιτζάνι του καφέ και βγάζανε χρησμούς που δεν είχανε καμιά σχέση μ' εμένα... Δε βρήκανε τίποτα, όπως και σ' αυτόν, και με στείλανε σπίτι μου. Κι όταν ένιωσα κόπρανα στο στόμα, φάνηκε πως είναι ειλεός και κατέληξα στο νοσοκομείο. Εκεί οι αναισθησιολόγοι δε με αναλαβαίνανε. «Αυτός ο γέρος δεν πρόκειται να ξυπνήσει, λέγανε, θα μας τρέχουνε στα δικαστήρια, θα ζητάνε αποζημιώσεις. Να τον σκεπάσουμε και να τον στείλουμε στο Λαϊκό». Ευτυχώς βρέθηκε ένας χειρουργός - άνθρωπος: «Είναι ογδόντα πέντε χρονών, έχει ρίσκο, μα η καρδιά είναι γερή, οι πνεύμονες λαμπίκο - δεν έχει καπνίσει ποτέ. Να τον αναλάβουμε αλλιώς θα πεθάνει». Μια αναισθησιολόγος με κοίμισε κι είδα κι έπαθα μέχρι να ξυπνήσω...

-- Μα, σας παρακαλούμε! Μας μαυρίσατε την ψυχή μ' όλα αυτά, ξέσπασαν οι κυρίες. Δεν έχετε κάτι πιο ευχάριστο να πείτε;

Κι ότι σκεφτόμουν πως γίναμε ενοχλητικοί...

-- Εχετε δίκιο. Μα πέστε μας, κυρίες, υπάρχει κάτι ευχάριστο που μπορούμε να σχολιάσουμε σήμερα; Δικαστές κατηγορούμενοι. Δεσποτάδες με σκάνδαλα. Δημοσιογράφοι που τα πιάνουν... Ανεργία, ακρίβεια... Και παραέξω ο Καίσαρας απειλεί να φέρει την «ελευθερία» και σ' άλλους λαούς ακόμα! Είναι κι άλλα πολλά, βέβαια, μα όλα ζοφερά, και δε θέλω να σας ξαναμαυρίσω την ψυχή... Τι λες κι εσύ; ρωτάω τον οδηγό.

-- Αν δεν είχα οικογένεια, θα πήγαινα στο χωριό μου. Κάτι θα 'βρισκα εκεί να τη βολέψω. Πατάτες, βρούβες, λάδι, ελιές. Και χωρίς τηλεόραση. Τι να πω... Σαράντα χρόνια στο τιμόνι, δεκάξι ώρες τη μέρα στην κόλαση της κυκλοφορίας, με το ζόρι τα φέρνω βόλτα. Εδώ που τα λέμε, δε δουλεύουμε για τον εαυτό μας, τον κόσμο εξυπηρετάμε... Τώρα το υπουργείο θέλει να μας κάτσει στα θρανία να μάθουμε, λέει, τρόπους!...

-- Να σου πω την αλήθεια, του λέω, όταν με άρχισες με τον ενικό μου κακοφάνηκε. Τώρα κατάλαβα πως είναι καλύτερα έτσι. Ηρθαμε πιο κοντά, είπαμε πράματα προσωπικά που δε θα λέγαμε με το σας και με το σεις. Στην ουσία, αυτή η ευγένεια, που επινόησαν οι Γάλλοι, κατά βάθος είναι ψυχρότητα, είναι αγένεια. Σε κρατάει σε απόσταση: --Εγώ στη θέση μου, εσύ στη δική σου. Οταν μιλάς στον Θεό στον ενικό, γιατί να μιλάς σε μένα στον πληθυντικό;

Βέβαια, μέσα στα ταξί, στον ενικό ή όχι, συζητιέται το καθετί. Οταν μάλιστα υπάρχουν δυο-τρεις συνεπιβάτες, κι ανοίξει κάποιος την κουβέντα, τσιμπάνε κι οι υπόλοιποι και σιγά σιγά η συζήτηση φουντώνει. Απ' τον καιρό μπορεί ν' αρχίσουνε και να φτάσουνε στους πολέμους, στα πολιτικά, στην ακρίβεια, στο ευρώ, σε κάποιο έγκλημα συνταραχτικό που έγινε πρόσφατα, μέχρι και στα εντελώς προσωπικά, θα μαλώσουνε, θα γελάσουνε, μπορεί να ανταλλάξουνε και τηλέφωνα...

Η βροχή σταμάτησε. Ολο και πιο πολύς κόσμος πλατσουρίζει στα νερά. Ξαφνικά κρατηθήκαμε. Ο οδηγός φρενάρισε απότομα. Μια γριούλα με μια ομπρέλα μισοδιαλυμένη πήγε να περάσει απέναντι, μας είδε ξαφνικά, τρόμαξε, έκανε να γυρίσει πίσω, μα ερχόντουσαν μηχανές η μία πίσω απ' την άλλη, έμεινε δίβουλη, δεν είχε πού να πάει και στο τέλος κοκάλωσε. Ο ταξιτζής τραβά το χειρόφρενο, βγαίνει έξω, κάνει σήμα να σταματήσουν τ' αμάξια, παίρνει τη γριούλα απ' το χέρι και την περνά απέναντι.

-- Πώς σε λένε; ρωτάω τον οδηγό.

-- Γιώργο.

-- Εμένα Γιάννη. Κι αυτό που έκανες, Γιώργη, είναι αληθινή ευγένεια, τα άλλα εγώ τα λέω κουραφέξαλα.

Προσπερνάμε από αριστερά το σκυθρωπό κτίριο της Νομικής που ξέχασε την ιστορία της. Τώρα ψηφίζει δεξιά και βγάζει δικηγοράκους. Ψάχνω να βρω κάποιο ίχνος απ' τα παλιά γραψίματα στους τοίχους. Τα απανωτά βαψίματα με πλαστικό τα εξάλειψαν όλα. Δεξιά, το γνωστό βιβλιοπωλείο του Κολλάρου - Κόλλαρο τον λέγαμε στην τάξη, κι η δασκάλα μας μάλωσε. Αφού ήτανε κεφαλαία, πολύ φυσικό να μπει εκεί ο τόνος...

Σ' ένα φανάρι ένας μελαψός μας προτείνει ένα μπουκέτο λουλούδια και παρακάτω, στη γωνία της Μαυρομιχάλη, μια γυναίκα, με προκλητικό ντύσιμο και ζωηρό μακιγιάζ, χασκογελάει στους διαβάτες και σε λίγο χάνεται, μαζί με κάποιον, στο βάθος του δρόμου.

Κάπου εδώ, στην ίδια γωνία, πρέπει να βρισκόμουν ένα πρωινό του Απρίλη του '41, όταν είδα ξαφνικά τον πρώτο Γερμανό στρατιώτη να περνά από μπροστά μου. Ηταν σκεπασμένος κι αυτός κι η μηχανή του με ένα ξερό στρώμα λάσπης, είχε γίνει ένα μ' αυτήν. Προχωρούσε σαν μηχανοκίνητο πήλινο άγαλμα με μάτια που κι αυτά δε μοιάζανε ανθρώπινα. Πήγαινε ολομόναχος στον έρημο δρόμο. Είχε τη σιγουριά του καταχτητή που δε φοβάται τίποτα.

Παρακάτω, το Χημείο. Τα σκαλοπάτια του έγιναν εκθετήριο για ψευτοκοσμήματα, σκουλαρίκια, ρολόγια, από Κούρδους, Ινδούς και άλλους. Σκέπασαν τις πραμάτειες τους με νάιλον, να τις προστατέψουν απ' τη βροχή. Απέναντι, ένα βιβλιοπωλείο με ολόφωτες βιτρίνες, όμως ψυχή δεν υπάρχει μέσα.

Η Σόλωνος τώρα είναι μια μακρόστενη φάκα όπου πιαστήκαμε τετράτροχα, δίτροχα, δίποδα και τετράποδα, τετράποδο είναι ο γιωταχής που δεν αποχωρίζεται τ' αμάξι του. Κι αμέσως μετά ήρθε και η εξήγηση: Ενας πλαϊνός ταξιτζής χτυπάει το τζάμι του οίκου μας:

-- Ακου, φίλε, στο κέντρο έχει διαδηλώσεις, κι όλη την κίνηση τη ρίξανε στη Σόλωνος. Το καλό που σου θέλω, στρίψε δεξιά να φύγουμε, να γλιτώσουμε!

Η μια κυρία κατεβαίνει να πάει με τα πόδια. Και σχεδόν αμέσως μια τεράστια κλούβα γεμάτη ΜΑΤ βγαίνει από μια πάροδο και, κορνάροντας, χώνεται με το ζόρι, κι αυτή στη Σόλωνος.

Και δεν ξέρουνε οι αναίσχυντοι - και μαζί μ' αυτούς, κάτοικοι, μαγαζάτορες, διαβάτες, ντόπιοι και αλλοδαποί - πως σ' αυτή την άσφαλτο, εδώ και εξήντα τόσα χρόνια, περπάτησε τις νύχτες η Λευτεριά.


Γιάννης ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ