Καθ' οδόν: Στη Βιέννη
Κυριακή 18 Ιούνη 2006

Ο καθεδρικός ναός του Αγ. Στεφάνου
Δεν έτυχε ποτέ να πάω στη Βιέννη, δεν το επιδίωξα και αναρωτιέμαι γιατί. Ισως επειδή είχα ακούσει τόσα πολλά για την πανέμορφη αυτή πόλη και φοβόμουν να μην απογοητευτώ. Είναι και αυτή μια σκέψη. Η αλήθεια όμως είναι πως βαθιά μέσα μου προτιμούσα να τη θυμάμαι έτσι όπως την είχε παρουσιάσει στο κοινό ο Ορσον Γουέλς στην ασπρόμαυρη ταινία του «Ο Τρίτος Ανθρωπος» του Γκράχαμ Γκριν. Ερειπωμένη, μελαγχολική, μελωδική, αριστοκρατική, αλλά τρομερά φτωχή. Απίστευτα γοητευτική, όμως. Πάτε δεν πάτε στη Βιέννη, την ταινία πρέπει να τη δείτε και οπωσδήποτε να διαβάσετε το εξαιρετικό αυτό βιβλίο του μεγάλου Βρετανού συγγραφέα. Αφού, όμως, σήμερα αποφασίσαμε να βρεθούμε έστω και νοερά εκεί, ας ταξιδέψουμε με τις εντυπώσεις του καλού, πιστού και ανώνυμου φίλου της στήλης, που μόλις γύρισε από την πόλη του βαλς...

Αυτοκρατορικά παλάτια, περίτεχνα αγάλματα, καθρέφτες στιλ Μπαρόκ, αρχιτεκτονική εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, εύγευστα γλυκά και καφενεία ονομαστά και μια διάχυτη γλυκιά μελαγχολία, συνθέτουν το πορτρέτο της πόλης.

Η Βιέννη είναι η πόλη του Στέφαν Τσβάιχ, του Γιόχαν Στράους, του Ρίχαρντ Στράους και της μουσικής ιδιοφυΐας, του Β. Αμαντέους Μότσαρτ, που ενώ γεννήθηκε στο Σάλτσμπουργκ της Αυστρίας, ήταν εδώ, στη Βιέννη, που συνέθεσε το «Ρέκβιεμ» του και πότισε τον τόπο με ένα από τα ωραιότερα μουσικά κομμάτια. Φυσικό είναι λοιπόν στη Βιέννη, εκείνο που πραγματικά θα απολαύσει όποιος βρεθεί εδώ, εκτός από τις βασανιστικές μυρωδιές των ζαχαροπλαστείων - το αφράτο μελόψωμο, τη σοκολάτα και τον καβουρδισμένο καφέ - είναι αναμφίβολα η μουσική.

Πίσω από σχεδόν κάθε γωνιά ξεπροβάλει μια παιδική χορωδία που «ντύνει» ιδανικά με τη μουσική και τα τραγούδια της το παραμυθένιο σκηνικό της πόλης. Για να χωρέσει κανείς τη μοναδική ομορφιά της Βιέννης σε μια μόνο εικόνα είναι να τη θαυμάσει από ψηλά. Απαραίτητη προϋπόθεση όμως είναι να αντέξει να ανέβει τα 343 σκαλοπάτια του καθεδρικού ναού του Αγίου Στεφάνου και θα απολαύσει ένα μοναδικό πανόραμα της πόλης. Ο ακιδωτός τρούλος του ναού, γοτθικής τεχνοτροπίας, υψώνεται επιβλητικά πάνω από την πόλη και αποτελεί σημείο αναφοράς τόσο για τους κατοίκους της όσο και για τους τουρίστες.

Το ανάκτορο στο Σκλος Σκόνμπρουν
Η συνέχεια είναι πιο ξεκούραστη, καθώς η διαδρομή μέχρι το Σκλος Σκόνμπρουν, το μεγαλοπρεπές μπαρόκ ανάκτορο, μπορεί να γίνει μέσα από μια άμαξα που τη σέρνουν άλογα. Το θερινό ανάκτορο αποπερατώθηκε το 1700, ύστερα από πρωτοβουλία του Λεοπόλδου Α' και σ' αυτό έζησε από το 1805 ως το 1809 ο Ναπολέων. Τα 200 δωμάτιά του είναι επιπλωμένα σε στιλ ροκοκό και σε ένα από αυτά, στην Αίθουσα Καθρεφτών (Σπιετζελσάλ), ο Μότσαρτ σε ηλικία δεκαέξι ετών, το 1762, παρουσίασε ενώπιον της Μαρίας Θηρεσίας, το πρώτο του βασιλικό κονσέρτο.

Ενας καφές στα φημισμένα καφενεία της πόλης επιβάλλεται. Οποιος σταματήσει στο καφέ «Χαβέλκα», ανάμεσα στους βρόμικους πίνακες και τις αφίσες, τους λεκιασμένους τοίχους και τον καπνό, θα έχει την ευκαιρία να πάρει μια γεύση από τον κόσμο της Βιέννης. Εδώ πίνουν τον καφέ τους όλες οι κοινωνικές τάξεις της Βιέννης, από τους φοιτητές, μέχρι τους διάσημους καλλιτέχνες και συγγραφείς.

Μουσεία

Το Μουσείο Καλών Τεχνών είναι ένα από τα καλύτερα της Ευρώπης, αφού οι Αψβούργοι συγκέντρωναν στη Βιέννη πολλά έργα τέχνης από όλη την επικράτειά τους. Ο Ρούμπενς είχε τεθεί στην υπηρεσία τους, οπότε στο μουσείο αυτό βρίσκεται μία από τις καλύτερες συλλογές έργων του. Εκεί επίσης στεγάζονται πολλοί εξαιρετικοί πίνακες του Πίτερ Μπρέγκελ του πρεσβύτερου, όπως το «Κυνήγι στο χιόνι» και η «Μάχη ανάμεσα στο Καρναβάλι και τη Σαρακοστή». Μεταξύ των εκθεμάτων είναι η χρυσή αλατιέρα που δημιούργησε ο Τσελίνι για τον Φραγκίσκο Α' της Γαλλίας, αρκετές αυτοπροσωπογραφίες του Ρέμπραντ, αλλά και δύο Παναγίες, η «Παναγία στο λιβάδι» του Ραφαήλ και η «Παναγία του ροζάριου» του Καραβάτζιο.

Το Μουσείο Καλών Τεχνών
Το βράδυ ο ταξιδιώτης θαυμάζει τα εντυπωσιακά φωτισμένα κτίρια της πόλης, όπως το Δημαρχείο της, και αρκείται να δειπνήσει στον περιστρεφόμενο πύργο Ντονάουτουρουμ, απολαμβάνοντας τη νυχτερινή θέα της Βιέννης.



Το διάσημο καφέ «Χαβέλκα»

Επιμέλεια:
Ελένη ΑΡΓΥΡΙΟΥ