Πώς κέρδισε τον τίτλο «αγωνίστρια», πώς κέρδισε την εκτίμηση του λαού της και των συντρόφων της στη μάχη; Μας το διηγούνται τα ίδια τα στελέχη του ΔΣΕ, οι στρατηγοί, οι ανώτεροι αξιωματικοί, οι πολιτικοί επίτροποι:
«Η στρατιωτική δραστηριότητα των γυναικών στο στρατό μας καλύπτει όλους τους τομείς της πολεμικής μας προσπάθειας, γράφει ο αντιστράτηγος Καραγιώργης. Ως ανιχνεύτρια, ως σκαπανέας, στις δολιοφθορές και γενικά στο μηχανικό. Ως ελεύθερος σκοπευτής, στις ενέδρες μέσα στο χιόνι και τον παγωμένο άνεμο. Στα παρατηρητήρια, στις προκεχωρημένες θέσεις. Στις τολμηρές πορείες, έρπην, μέχρι τις γραμμές του εχθρού. Και, φυσικά, στις επιθέσεις σε υψώματα ή χωριά, ακόμα και πόλεις. Πολλές είναι οι περιπτώσεις, που γυναίκες αγωνίστριες συνέλαβαν στρατιώτες του μοναρχοφασιστικού στρατού.
Τέλος, η γυναίκα πρόσφερε στο στρατό άλλα δύο προτερήματα μεγάλης σημασίας: την πειθαρχία και την αγνή αγάπη».
Πόσο αίμα έχυσε, πόσο ιδρώτα και πόσους κόπους πέρασε, για να ανέβει τα σκαλοπάτια αυτά!
Είχε να παλέψει ενάντια σε έναν εχθρό εξοπλισμένο μέχρι τα δόντια. Να περπατήσει μερόνυχτα. Να υπομείνει τις δυσκολίες που έχει η διαβίωση στο ύπαιθρο. Κι ακόμα, έπρεπε να κατανικήσει τις προκαταλήψεις και τις επιφυλάξεις των ίδιων των συμπολεμιστών της, των αντρών, που την έβλεπαν με κάποια δυσπιστία.
Ας αφήσουμε να μιλήσει ο επίτροπος της ταξιαρχίας Πετρίτη, ο στρατηγός Κυριάνης. Η ταξιαρχία αυτή είχε μια πραγματικά αξιοσημείωτη δραστηριότητα στα μετόπισθεν του εχθρού, κάτω από τις πιο σκληρές συνθήκες.
Οφείλω να το ομολογήσω. Πριν γίνω αγωνιστής του Δημοκρατικού Στρατού, δεν μπορούσα να παραδεχτώ πως η γυναίκα μπορούσε να πολεμήσει. Η ιδέα που είχα για τις γυναίκες δεν ήταν και πολύ κολακευτική. Επρεπε να ενταχθώ στο ΔΣΕ, για να γνωρίσω από κοντά τις ηρωίδες αυτές. Κι έπρεπε ακόμα να υπηρετήσω στη μονάδα του Σουλίου, για να φθάσω σε αυτό που σήμερα για μένα είναι μόνο η αρχή.
Προσπαθούσα πάντα να είμαι καλός μαζί τους και να τις κάνω να αποφεύγουν τις δυσκολίες ή να τις ξαλαφρώνω από τα φορτία που μετέφεραν. Καμιά από όσες γνώρισα δε δέχτηκε ποτέ μια τέτοια "χάρη".
Η Αθηνά Γκίνη από το χωριό Καστανιά της Ηπείρου έκλαιγε επειδή δε θέλαμε να την πάρουμε μαζί μας στην επίθεση. Ετσι, διέπραξε μια πράξη "απειθαρχίας". Ετρεξε μετά από εμάς στην επίθεση και μας ξεπέρασε όλους!.. Ημασταν σε πορεία 92 ώρες. Η μεταφορά του μυδραλιοβόλου είχε καταστεί πρόβλημα. Η Βαγγελιώ Σιμοπούλου, από το χωριό Καρα-Μπαϊράμ Φαρσάλων, παρασημοφορημένη με το Μετάλλιο Ανδρείας, το μεταφέρει επί 10 ώρες. Την πλησιάζω συγκεντρώνοντας όλες μου τις δυνάμεις, πράγμα που δεν ήταν κι εύκολο, και της λέω να μου δώσει το μυδραλιοβόλο. Δεν περίμενα την απάντησή της: - Εσύ είσαι ο επίτροπος. Το μυδραλιοβόλο ανήκει στην ομάδα μου. Κουβαλώ το φορτίο που μου ανήκει. Οχι; Ξέχασες λοιπόν αυτά που έλεγες εσύ ο ίδιος; "Η ελευθερία δεν έρχεται μόνη της. Πρέπει να την κατακτήσουμε"».
«Αναρωτιόμουν αν οι αγωνίστριες μπορούσαν να υπομείνουν και να ξεπεράσουν τέτοιες δυσκολίες. Αλλά η μάχη στο Καρπενήσι με άφησε αμήχανο. Οι αγωνίστριες έκαναν σκάλα μεταξύ τους και σκαρφάλωναν έτσι μέχρι τα παράθυρα κι έμπαιναν στα οχυρωμένα σπίτια των μοναρχοφασιστών.
Παρά την πυρκαγιά που είχε αγκαλιάσει το αρχηγείο του εχθρού, οι αγωνίστριες Βαρβάρα Δεσποτόπουλου, Φωτεινή Δελή, Αρετή Λουκά και Αγλαΐα Γιολδάση πετάχτηκαν πρώτες και άνοιξαν το δρόμο μέσα στις φλόγες. Κομμάτια καμένων ξύλων έπεφταν πάνω στο κεφάλι τους, ο καπνός τις έπνιγε. Σ' ένα κελί βρήκαν 19 δικούς μας τραυματίες αιχμάλωτους και τους ελευθέρωσαν».
Ο μεγάλος Γάλλος ποιητής Πωλ Ελυάρ, κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην Ελεύθερη Ελλάδα, τον Ιούνη του '49, έμεινε έκπληκτος από το μαζικό αυτό ηρωισμό της Ελληνίδας γυναίκας.
«Αυτές οι νέες γυναίκες είναι κάτι παραπάνω από άνθρωποι. Είναι θεές!», είπε την ημέρα της αναχώρησής του.
Οι Ελληνίδες γυναίκες έκαναν απλά το καθήκον τους απέναντι στην ανθρωπότητα. Και θα συνεχίσουν να το κάνουν μέχρι τέλους. Εχουν τη δύναμη και το κουράγιο που χρειάζεται. Ξέρουν γιατί μάχονται. Φλέγονται από το μεγάλο ιδανικό της Ελευθερίας και της Ειρήνης, κοινό ιδανικό χιλιάδων προοδευτικών γυναικών στον κόσμο.
Εκείνη την αποφασιστική στιγμή, ο διοικητής μας θέλησε να στείλει ένα επείγον μήνυμα στη διπλανή ομάδα. Το παίρνω και τρέχω μέσα από το πυρακτωμένο σίδερο και τη σκόνη των εχθρικών οβίδων. Ξαπλώνω καταγής, προχωρώ σερνόμενη πάνω στους αγκώνες μου, μετά σηκώνομαι και ξαναρχίζω το τρέξιμο. Βρήκα το λοχαγό, του έδωσα το μήνυμα και ξαναπαίρνω το δρόμο της επιστροφής. Γυρνώντας, συνάντησα δύο τραυματισμένους συντρόφους. Τους έδεσα τα τραύματα. Ο εχθρός κάνει αντεπίθεση. Πρέπει να επιστρέψω στη μάχη, για να πάω την απάντηση. Οπως έτρεχα, έπεσα πάνω σε έναν αγωνιστή ξαπλωμένο στη γη, γεμάτο αίματα. Ηταν ακίνητος. Τον αναγνώρισα από το πουκάμισό του. Ηταν ο ίδιος ο αδερφός μου. Γονατίζω πλάι του και τον φωνάζω με τ' όνομά του.
- Αντώνη!.. Αντώνη!..
- Δεν είναι τίποτα, σύντροφε διοικητά, από τον καπνό».
Υπάρχει ένας ακόμα ολόκληρος ουλαμός τραυματιοφορέων της ΙΧης μοίρας, που έχει παρασημοφορηθεί με το Παράσημο Ηλέκτρα, που έχει θεσπιστεί προς τιμήν της εθνικής μας ηρωίδας Ηλέκτρας Αποστόλου.
Αυτές οι 33 γυναίκες μετέφεραν μακριά από το πεδίο της μάχης όλους τους τραυματίες μιας ολόκληρης μοίρας στη διάρκεια των μαχών στο Ταμπούρι, στη Γύφτισσα και στο Κάντσικο, που κράτησαν πολλές ημέρες.
Οταν αναλογιζόμαστε τους κινδύνους και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι τραυματιοφορείς μας στην εκπλήρωση του καθήκοντός τους, είμαστε υποχρεωμένοι να παραδεχτούμε πως θα πρέπει να τις αναφέρουμε ως τις καλύτερες ανάμεσα στους καλύτερους.
Μέσα στο χιόνι, που έφτανε καμιά φορά και τα δυο μέτρα ύψος, πάνω σε επικίνδυνες πλαγιές, στην άκρη χαραδρών, κατεβαίνοντας δύσβατα μονοπάτια, βάδιζαν σχεδόν χωρίς σταματημό, ακόμα και 24 ώρες, μεταφέροντας στους ώμους τους τους τραυματίες, συχνά κάτω από τα πυρά της εχθρικής αεροπορίας.
Ισως τα γεγονότα αυτά να φαίνονται απίστευτα. Κι όμως, είναι η αλήθεια. Είναι η έκφραση και η απόδειξη της ηθικής δύναμης των γυναικών και των αγωνιστριών μας.
Στη διάρκεια των τελευταίων μαχών στο Γράμμο, ο ηρωισμός των γυναικών έγινε καθημερινότητα.
Η Φρόσω Βλασταράκη μας μιλάει για τις αγωνίστριες του πυροβολικού:
«Ξεκινήσαμε, με τα κανόνια φορτωμένα στα λίγα μουλάρια που είχαμε στη διάθεσή μας.
Η πορεία μας ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Τα μουλάρια γλιστρούσαν στο παγωμένο χιόνι και έπεφταν σχεδόν σε κάθε τους βήμα. Τότε οι αγωνίστριες φορτώθηκαν τα βαριά κομμάτια στους ώμους τους και τα μετέφεραν οι ίδιες.
Καταλάβαιναν πολύ καλά τη βοήθεια που θα έδιναν τα κανόνια στις μονάδες μας κατά τη διάρκεια των προσεχών μαχών και ήθελαν να τα μεταφέρουν πάση θυσία. Στη μάχη Πύργου Στράτσανης, η νεαρή Ανάστα Παναγιωτίδου σταμάτησε την επίθεση του εχθρού με μια απευθείας βολή του κανονιού της, στα 100 μέτρα από τις εχθρικές θέσεις.
Μετά τη μάχη του Αϊ-Λια, όπου απορήσαμε τον εχθρό για τα καλά, οι αγωνιστές μας θυμηθήκανε τη Μόρφω. Ηταν καθισμένη δίπλα τους και ανάσαινε βαριά, στηριγμένη σ' ένα δέντρο, με τα μάτια κλειστά.
- Ε, Μόρφω! Κοιμάσαι; τη ρωτάει ένας σύντροφος. Οι άλλοι δεν τον άφησαν να την ξυπνήσει.
- Είναι πεθαμένη στην κούραση!.. Αφησέ την.
Η μάχη αυτή του Αϊ-Λια ήταν μία από εκείνες που απελευθερώνουν στην ψυχή το μίσος και σου δίνουν δυνάμεις, για να νικήσεις το φόβο και να διατηρήσεις την ψυχραιμία σου μπροστά στο θάνατο, μπροστά στη θέα του αίματος και της κομματιασμένης σάρκας. Η Μόρφω τα έζησε όλα αυτά. Η φωνή της ήταν ακόμα βραχνή. Μας διηγιόταν πώς πολέμησε σώμα με σώμα με τον εχθρό.
Ηταν όλοι καθισμένοι γύρω από τη φωτιά και ο ύπνος βάραινε τα βλέφαρα. Τότε ήρθε ο επίτροπος.
- Σύντροφοι, πρέπει ένας σας να έρθει μαζί μου. Μερικοί σηκώθηκαν, αλλά δεν είχαν τη δύναμη να ανοίξουν τα μάτια τους...
- Εχουμε έναν τραυματία σε πολύ σοβαρή κατάσταση. Πρέπει κάποιος να ξαγρυπνήσει στο προσκεφάλι του. Οι νοσοκόμες έφυγαν όλες με τους τραυματιοφορείς.
- Θα πάω εγώ, είπε η Μόρφω καθώς σηκωνόταν.
- Μα, εσύ είσαι πεθαμένη στην κούραση!
- Θα πάω! Πήρε την κάπα της και ενώ οι άλλοι βυθιζόντουσαν ξανά στον ύπνο, η Μόρφω, η αμείλικτη και σκληρή στη μάχη, με τη βραχνή φωνή, ξανάγινε η γυναίκα η γεμάτη μητρική τρυφερότητα και πήγε να εκπληρώσει ένα ακόμα καθήκον. Ξανάγινε η αδελφή, η μάνα, η σύζυγος. Τόσο απλά και γενναία, όπως πριν λίγο είχε εκπληρώσει το καθήκον της υπεράσπισης της Επανάστασης».
Αυτό το βουνό, που έγινε θρύλος, που τραγουδήθηκε από όλο το λαό μας, είδε να γεννιούνται αμέτρητες ηρωίδες. Εγινε σχολείο θυσίας και καθήκοντος για τις χιλιάδες των μαχητών.
Αλλά είναι ο Γράμμος μοναδικός; Οχι! Ολη η Ελλάδα είναι ένας Γράμμος. Ολη η Ελλάδα είναι ένα σχολειό, όπου χιλιάδες αγωνίστριες θα κερδίσουν τη νίκη: την ειρήνη στην Ελλάδα.
Ηταν απλές γυναίκες, γυναίκες της Ελλάδας. Ηξεραν να μιλάνε τρυφερά στα παιδιά τους και στους άντρες τους. Ηταν νεαρά ντροπαλά κορίτσια, γεμάτα γλύκα και υπακοή.
Αλλά, όταν χρειάστηκε να απαντήσουν σ' αυτούς που ήρθαν να κλέψουν την ελευθερία και την ειρήνη του λαού μας, ήξεραν να βρουν γλώσσα γενναία. Απάντησαν με τα όπλα τους. Και η γλώσσα αυτή ήταν πολύ επικίνδυνη. Η ίδια η έκθεση ενός ανώτερου αξιωματικού του επιτελείου των μοναρχοφασιστών μας λέει:
«...αγωνίζονται φανατικά σαν ύαινες. Πολύ δύσκολα μπορούμε να τις υποχρεώσουμε να εγκαταλείψουν το ύψωμα που υπερασπίζονται. Και οι πολεμικές κραυγές τους ασκούν ιδιαίτερα αρνητική επίδραση στο ηθικό των ανδρών μας».
Σε αυτή τη μικρή γωνιά της Ευρώπης, οι γυναίκες της Ελλάδας έδειξαν σε αυτούς που ονειρεύονται πολέμους και κατακτήσεις, πως δεν μπορούν να παίζουν ατιμώρητα με τη λαϊκή θέληση.
Αγωνιζόμαστε για το ίδιο ιδανικό των δημοκρατικών γυναικών όλου του κόσμου. Εκείνες, στις χώρες τους. Εμείς, στη δική μας. Αγωνιζόμαστε για την ελευθερία και την ειρήνη. Η ενότητα στη δράση μας είναι δυνατή και γερή και καμιά δύναμη δε θα μπορέσει να μας χωρίσει. Να γιατί θα νικήσουμε!
Το παρακάτω γράμμα, που έγραψε μία από τις αγωνίστριες της 107ης ταξιαρχίας του ΔΣΕ, μιλάει από μόνο του γι' αυτήν τη μορφή αγώνα.
«Είχαμε πάρει μέρος σε πολλές μάχες ενάντια στους στρατιώτες του μοναρχοφασιστικού στρατού. Κάθε φορά αισθανόμασταν μεγάλο και ειλικρινή πόνο για τους εχθρούς μας, που ήταν άνθρωποι από την ίδια χώρα με μας, άνθρωποι του λαού, που σκοτώνονταν για τα συμφέροντα των Αμερικάνων ιμπεριαλιστών. Μια μέρα, επιστρέφοντας από μια επιχείρηση, ανακαλύψαμε σε μια χαράδρα πτώματα μοναρχοφασιστών στρατιωτών σε σήψη. Κείτονταν εκεί άταφοι για πάνω από ένα χρόνο, από το Σεπτέμβρη του 1948, από τις μάχες του Μάλι-Μάδι.
Μια δυνατή επιθυμία μας συνεπήρε όλες. Να μιλήσουμε στους στρατιώτες του μοναρχοφασιστικού στρατού. Να τους μιλήσουμε σαν πραγματικές αδελφές τους. Να τους πούμε πόσο επιθυμούμε την ειρήνη, για να σταματήσει η αιματοχυσία αυτή. Και αυτό ακριβώς κάναμε. Κάθε βράδυ τους στέλναμε μηνύματα με τη βοήθεια του χωνιού από χαρτόνι. Μετά, κανονίσαμε συνάντηση μαζί τους για την επόμενη νύχτα.
Συναντηθήκαμε σε μια χαράδρα μεταξύ των δύο γραμμών του μετώπου. Τρεις στρατιώτες βρίσκονταν ήδη εκεί και μας περίμεναν. 18 μας κοίταζαν, χωρίς να αρθρώνουν λέξη. Μετά αγκαλιαστήκαμε. Οι στρατιώτες έκλαιγαν.
- Γιατί πολεμάτε εναντίον μας; τους ρώτησε μια συντρόφισσα. Δεν είστε κι εσείς παιδιά του λαού;
Ο Μανόλης, ένας από τους στρατιώτες, μιλούσε και τα δάκρυα κυλούσαν στα μαγουλά του.
- Μικρές αδελφές μου, αισθάνομαι τόσο ήρεμος κοντά σας. Αγωνιζόσαστε για την ελευθερία κι εμείς πολεμάμε εναντίον σας κάτω από τις απειλές και την τρομοκρατία. Αλλά θα έρθουμε να ενωθούμε μαζί σας το συντομότερο. Σήμερα πρέπει να επιστρέψουμε, θέλουμε να μιλήσουμε στους στρατιώτες της ομάδας μας και να προσπαθήσουμε να τους πάρουμε μαζί μας, στο στρατόπεδο της ελευθερίας. Σας το υποσχόμαστε.
Κράτησαν την υπόσχεσή τους. Μερικές μέρες αργότερα, 18 στρατιώτες ήρθαν στο στρατόπεδό μας. Η φωνή της αδελφής τους που πολεμά για την Ειρήνη, τους είχε αγγίξει την ψυχή».
Αυτός είναι ο απολογισμός μιας μέρας. Κάθε βράδυ, από τη μια μέχρι την άλλη άκρη του μετώπου, οι «ομάδες συμφιλίωσης» πλησιάζουν τις εχθρικές γραμμές. Οι αγωνίστριες έχουν ήδη συντάξει από τα πριν σύντομα κείμενα και τα μεταδίδουν κάτω από το γενικό τίτλο: «Η φωνή της αδελφής σας».
Τα κείμενα αυτά είναι πάντα επίκαιρα. Μιλάνε για τη ζωή που ζουν οι οικογένειες των στρατιωτών στην κατεχόμενη Ελλάδα. Για τα παιδιά τους, που πεθαίνουν από την πείνα. Για τις προτάσεις της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης για την ειρήνη στην Ελλάδα. Για τη ζωή στο ΔΣΕ. Για την εκτίμηση και το σεβασμό, και την εξουσία ακόμα, που έχουν κατακτήσει οι γυναίκες στο στρατό μας και στη λαϊκή διοίκηση.
Οι στρατιώτες του μοναρχοφασιστικού στρατού βγαίνουν από τις γραμμές τους και ζητάνε να μάθουν νέα για τους γονείς ή τους φίλους τους, που βρίσκονται μαζί μας.
Και συχνά για τις αδελφές και τους αδελφούς τους, που υπηρετούν στο ΔΣΕ.
Μας περιμένουν κάθε βράδυ. Και αν συμβεί να μη μας ακούσουν, φωνάζουν: «Μικρές αδελφές, μας ξεχάσατε σήμερα!»
Οι αγωνίστριές μας τους γράφουν γράμματα. Πλησιάζουν στα είκοσι μέτρα απ' αυτούς και τα πετάνε πάνω από τα συρματοπλέγματα...