Η συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση ευθέως στρέφεται κατά της εκλογικής συνεργασίας του Κομμουνιστικού Κόμματος Ρωσικής Ομοσπονδίας (ΚΚΡΟ) με το Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα Ρωσίας (ΚΕΚΡ-ΚΚΡ), αφού αυτά ήταν τα δύο κόμματα που είχαν συνάψει εκλογική συνεργασία κατά τη διάρκεια των τελευταίων εκλογών.
Ο Β. Τιούλκιν, Α` Γραμματέας της ΚΕ του ΚΕΚΡ-ΚΚΡ, προειδοποίησε στην ομιλία του στην Κρατική Δούμα πως, σε περίπτωση που εγκριθεί ο συγκεκριμένος νόμος, οι κομμουνιστές της Ρωσίας θα προσφύγουν στο Συνταγματικό Δικαστήριο. Ο ίδιος στην ομιλία του σημείωσε πως οι τροπολογίες επιδιώκουν να εμποδίσουν την πολυδιάσπαση του κυβερνητικού κόμματος της «Ενιαίας Ρωσίας», που δεν έχει σήμερα σαφείς ιδεολογικο-πολιτικούς προσανατολισμούς και κινδυνεύει να διαλυθεί σε περίπτωση που οξυνθεί ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις «κάστες» του κυρίαρχου καθεστώτος για το ποιος θα είναι ο «διάδοχος» του Β. Πούτιν, που με βάση τη ρωσική νομοθεσία δεν μπορεί να θέσει για 3η φορά υποψηφιότητα στις επόμενες προεδρικές εκλογές.
Εκτός όμως από αυτό το νομοσχέδιο, η κυβερνητική πλειοψηφία προώθησε τη διαδικασία έγκρισης και του νομοσχεδίου «κατά του εξτρεμισμού», όπου σύμφωνα με τη ρωσική εφημερίδα «Γκαζέτα» τα μισά άρθρα του ποινικού κώδικα μπορούν κάλλιστα να ενταχθούν και να χρησιμοποιηθούν στο σχετικό νόμο. Οπως σημείωσε ο Β. Τιούλκιν (στις παραμονές είχε λήξει η ποινή της μηνιαίας στέρησης λόγου, που του είχε επιβάλλει η κυβερνητική πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο): «Το Κρεμλίνο, με τη φόρμουλα "εξτρεμισμός" επιδιώκει να ομογενοποιήσει πολλές κι εντελώς διαφορετικές πράξεις στη βάση ενός χαρακτηριστικού, αυτού της διαμαρτυρίας κατά του σημερινού συστήματος εξουσίας». Από τη μεριά του, ο Α. Λόκοτ, βουλευτής του ΚΚΡΟ, πρόσθεσε πως με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο «αναιρείται η δυνατότητα ύπαρξης αντιπολίτευσης. Κάθε κριτική τοποθέτηση μπορεί να θεωρηθεί εξτρεμισμός».
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των κομμουνιστών της Ρωσίας, οι αλλαγές στην εκλογική νομοθεσία που ήδη εγκρίθηκαν, όπως και η τελική έγκριση νομοσχεδίου δήθεν «κατά του εξτρεμισμού», θα σημάνει την παραπέρα σκλήρυνση του πολιτικού τοπίου στη Ρωσία και την αύξηση της αστυνομοκρατίας.