Απέναντι απ' τον Κλέφτη
Κυριακή 16 Ιούλη 2006

Παπαγεωργίου Βασίλης

«Γαλατά» λέγαμε το πρώτο ανιχνευτικό αεροπλάνο «στούκας» που ερχόταν κάθε πρωί με σκοπό να ανακαλύψει και να εντοπίσει τις θέσεις μας και να δώσει οδηγίες στο πυροβολικό για να αρχίσει η πρωινή βολή.

«Ωραία μέρα σήμερα», λέει ο λοχαγός, «και ο "γαλατάς", αν και τον ανέφερε η Πόπη, ακόμη δε φάνηκε. Λέτε να έχουμε ανακωχή;».

Δεν πρόλαβε να τελειώσει την τελευταία φράση και στον ορίζοντα φάνηκε ένα τεράστιο «σιδερένιο πουλί», που όσο πλησίαζε όλο και μεγάλωνε.

Βλέπουμε απέναντι στο ύψωμα Κλέφτης, που μέρες τώρα έκανε επίθεση ο στρατός και δεν μπορούσε να το καταλάβει, να πέφτουν κάτι στρογγυλά πράγματα. Βόμβες δεν ήταν, ούτε αλεξιπτωτιστές...

Σε λίγα δευτερόλεπτα, λύθηκε το μυστήριο. Ενας βαρύς κρότος στο ύψωμα και αμέσως τυλίχτηκε στις φλόγες όλη η περιοχή. Ηταν βαρέλια με βενζίνη! Ηθελαν να μας κάψουν ζωντανούς...

Στον άλλο κύκλο του, το αεροπλάνο έριξε κι άλλο βαρέλι. Στην αρχή ακούστηκαν φωνές αγωνίας. Στο μεταξύ, οι υπερασπιστές του υψώματος άρχισαν να σβήνουν τις φωτιές με χλωρά κλαδιά δέντρων.

Εμείς, από το απέναντι ύψωμα, παρακολουθούσαμε με αγωνία. Δεν μπορώ να πω ότι φοβούμασταν μήπως σε λίγο ρίξουν και στο δικό μας ύψωμα βαρέλια με βενζίνη. Μάλλον αγωνιούσαμε για την τύχη των συναγωνιστών μας.

Καθαρίσαμε τα αμπριά μας, ελέγξαμε τα χαρακώματα και ετοιμαζόμασταν για το φαγητό μας.

Η κάθε διμοιρία θα πήγαινε χωριστά για να πάρει το φαγητό της. Και μετά η διανομή θα γινόταν στα χαρακώματα. Μαζί θα πήγαιναν και οι πολιτικοί επίτροποι, οι υπεύθυνοι της νεολαίας και των γυναικών, ο διοικητής της ταξιαρχίας Σκοτίδας. Θα τους έκανε μία ολιγόλεπτη αναφορά για τα γεγονότα της προηγούμενης μέρας και θα τους ενημέρωνε για τις νέες εξελίξεις σε όλο το μέτωπο.

Ολοι ήμασταν στην ώρα μας εκεί. Φρεσκοξυρισμένοι οι άντρες, φρεσκοπλυμένες και χτενισμένες οι γυναίκες, δημιουργούσαμε την εντύπωση ότι πηγαίναμε σε πανηγύρι κι ας χάσαμε τις τελευταίες μέρες πολλά αγαπημένα μας πρόσωπα.

Μόλις προλάβαμε να τους «θάψουμε», να τους σκεπάσουμε με λίγες πέτρες και λίγο χώμα, και να τους δώσουμε τον τελευταίο ασπασμό, μαζί και την υπόσχεσή μας ότι θα συνεχίσουμε το δίκαιο αγώνα για μία ανεξάρτητη και λαοκρατική Ελλάδα.

«Αγαπητοί συναγωνιστές, άξιοι υπερασπιστές του Γράμμου, δεν έχουμε καιρό για πολλά λόγια. Αυτά θα τα πούμε σε καλύτερες συνθήκες, ή θα τα γράψουν οι ανταποκριτές μας (...) Οσο σίδερο κι αν ρίξουν οι Αμερικάνοι ιμπεριαλιστές και όσα βαρέλια βενζίνη κι αν ξοδέψουν, η αλήθεια θα λάμψει και η νίκη θα είναι δική μας, θα είναι του λαού και της πατρίδας μας της Ελλάδας. Σήμερα έχουμε στο μέτωπο που κρατάμε καινούρια κατάσταση. Στα περισσότερα υψώματα κρατάμε γερά, όπως, π.χ., στην Πολιάνα, στον Κλέφτη. Και τις δικές μας θέσεις, παρά τις απώλειες που είχαμε, τις κρατάμε γερά. Το ηθικό των μαχητών και μαχητριών φαίνεται ακμαίο. Είχαμε βέβαια και μερικά κρούσματα δειλίας και αυτομόλησης στον τακτικό στρατό, αλλά σε σχέση με τους ηρωισμούς που δείξανε ιδιαίτερα οι μαχήτριές μας, οι μαχητές και οι διοικητές του ΔΣΕ, είναι μηδαμινά. Εμείς δεν αναγκάζουμε κανένα με το πιστόλι στο αυτί να πολεμήσει, ενώ πληροφορίες που έχουμε, από αιχμαλώτους ή αυτόμολους φαντάρους, οι αξιωματικοί του κυβερνητικού στρατού τους εκβιάζουν. Εμείς κάνουμε την πολιτική μας δουλιά μέσα στις ομάδες, στις διμοιρίες, στους λόχους, στην πρώτη γραμμή και στα μετόπισθεν, πολεμώντας μαζί τους και όχι απειλώντας. Οι μέρες που έρχονται θα είναι πιο δύσκολες. Μπορεί να αναγκαστούμε να κάνουμε ελιγμούς σε άλλα υψώματα, αλλά δε θα εγκαταλείψουμε ποτέ τον αγώνα. Ενα είναι το σύνθημα μας: "Ολοι στ' άρματα, όλοι για τη νίκη!"».

Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του και ένα αεροπλάνο «στούκας» εμφανίστηκε στον ορίζοντα. Πρώτα, μας φάνηκε σαν μεγάλο πουλί που όσο πλησίαζε τόσο μεγάλωνε. Πετούσε πολύ χαμηλά και μαζί του έφερνε έναν αέρα, λες και θα ξεσπούσε θύελλα. Δεν έκανε το συνηθισμένο κύκλο του. Δεν ήταν ο συνηθισμένος «γαλατάς», ο ανιχνευτής, αλλά ο θάνατος, η συμφορά που ερχόταν καταπάνω μας.

Δεν υπήρχε χρόνος για να καλυφθούμε στα πολυβόλα μας. Η καλύτερη προστασία σε τέτοιες στιγμές είναι η ακινησία και όχι ο πανικός. Η μόνη κίνηση που κάναμε ήταν να πέσουμε όλοι κάτω και ορισμένοι επάνω στο διοικητή μας το Σκοτίδα για να τον προφυλάξουμε. Ζήλεψα λίγο που δεν ήμουν κοντά να κάνω κι εγώ την ίδια κίνηση. Θα ήταν καμάρι μου να προστατεύσω το διοικητή μου, αφού αυτός είναι πιο χρήσιμος από μια μαχήτρια ή ένα μαχητή. Το ίδιο δεν πρόλαβε να τον προστατεύσει και η γυναίκα του η Οπη.

Οι βόμβες έπεσαν πιο κάτω. Εμάς μας πήραν μόνο τα αέρια. Πέτρες και σκόνες... Είχαμε γίνει σαν «υλοτόμοι» κάτασπροι και με λίγες γρατζουνιές. Οι βόμβες έπεσαν στην επιμελητεία και στα καζάνια που έβραζε το φαγητό. Σκοτώθηκαν μερικά μουλάρια, τα κλάψαμε κι αυτά, γιατί ήταν για μας οι «μηχανές», δηλαδή τα μεταφορικά μέσα. Είχαμε και μερικούς ελαφρά τραυματισμένους από την επιμελητεία.

Δεν κάναμε παραπανίσιες κινήσεις, γιατί περιμέναμε να ξαναγυρίσει το αεροπλάνο. Ο Μήτσος έβριζε: «Βρε τους πούστηδες, τι χαμηλά που κατεβαίνουν! Πώς δεν έχουμε αντιαεροπορικά πολυβόλα... Θα σου τον έκανα εγώ το μάγκα να μην ξαναπεράσει από δω. Πού 'σαι, ρε Χότζα; Βάλε ένα χεράκι!». Αυτά έλεγε και ξανάλεγε, όταν στην απέναντι πλαγιά τρία φουσκωμένα αλεξίπτωτα πότε κατέβαιναν και πότε ανέβαιναν σιγά σιγά. «Τι θέλουν; Να μας περικυκλώσουν; Αλλά μόνο τρεις; Γιατί, τι έγινε το αεροπλάνο τους;».

Πού να φανταστούμε ότι το είχανε εγκαταλείψει, γιατί είχε χτυπηθεί στους έλικες από σφαίρες «ντουμ ντουμ» και είχε καταστραφεί η μηχανή του! Επεσε μαζί με τις βόμβες του στις θέσεις του κυβερνητικού στρατού. Ο πιλότος και οι δυο χειριστές του έπεσαν σε νεκρή ζώνη, ούτε από τη δική μας την πλευρά ούτε από τη δική τους. Τρέξανε οι δικοί μας από τα γύρω υψώματα να τους πιάσουν, αλλά δεν μπόρεσαν να τους βρουν, βρήκαν μόνο τα αλεξίπτωτα, που ήταν φτιαγμένα από ωραίο κάτασπρο και πολύ γερό ύφασμα, το οποίο αξιοποιήσαμε, κάνοντας πουκάμισα για τις γυναίκες.

Στις θέσεις μας γυρίσαμε χωρίς μαγειρεμένο φαγητό. Πήραμε ξηρά τροφή. Κανένας δε διαμαρτυρόταν, όλοι κάτι είχαν να πουν για την επιδρομή του αεροπλάνου.

«Τον βλέπω να έρχεται καταπάνω μας ο μάγκας», αρχίζει η Διαμάντω. «Λέω μέσα μου: Θα σε κανονίσω, για να μάθεις να μην ξανακατεβαίνεις τόσο χαμηλά! Δε συμφωνούσε ο ομαδάρχης για να μην προδώσουμε τις θέσεις μας. Τι θέσεις και ξεθέσεις λες, δε βλέπεις που ξεχωρίζουν και τα κιάλια του που μας βλέπει; Πατώ λοιπόν τη σκανδάλη από το Βίκερς, μια-δυο-τρεις, τίποτα... Βρε το μάγκα, μας ξέφυγε, αλλά πού θα μου πάει; Οταν έκανε τον κύκλο του και ήταν έτοιμος να ρίξει τις βόμβες του, ξαναπατώ τη σκανδάλη, που λέτε, και σε λίγο πάρ' τον κάτω! Δεν ξέρω, βέβαια, αν εγώ τον χτύπησα, γιατί έβαλαν και άλλοι από τα διπλανά πυροβολεία τους. Ακόμα και η Βαγγελή έβαλε», έλεγε και γελούσε η Διαμάντω. Και ήταν τόσο όμορφη, τόσο γλυκιά, που ο διπλανός της δε βάσταξε και είπε: «Ορέ συ, Διαμάντω, είσαι κούκλα κι ούτε που το είχα προσέξει!». «Αμ, να με προσέξεις τώρα, δεν είναι αργά», είπε χαριτολογώντας η Διαμάντω.