Συζήτηση, με αφορμή την έκθεση έργων του στην Τήνο
«Θέλω να αισθάνομαι ζωγράφος κάθε στιγμή, όλες τις ώρες», μας λέει ο Σπ. Κουρσάρης. «Να ζω τις εικόνες της καθημερινότητας, τη ζωή γύρω μου. Να τα αποκαλύπτω στους θεατές με τη ζωγραφική μου, μέσα από συνθέσεις αφαιρετικές ως προς τα γεγονότα, ρεαλιστικές ως προς την ανάγνωσή τους. Επιθυμώ η υπέρβαση, το όνειρο ή το φανταστικό, να εντάσσονται στο πραγματικό. Από αυτή τη συνύπαρξη των στοιχείων να προκύπτει κάτι νέο, πρωτόγνωρο, μια νέα αλήθεια».
«Η ζωγραφική δεν πρέπει να είναι δέσμια των μέσων της», συνεχίζει. «Η φόρμα αφορά στους καλλιτέχνες και μόνο αυτοί οφείλουν να τη γνωρίζουν. Η προσήλωση στη φόρμα, η ιερότητά της, δεν καλύπτει τη ζωγραφική υπόθεση. Μπορεί, δηλαδή, να έχεις γνώσεις για τη ζωγραφική και τους τρόπους της, αλλά αν δεν έχεις να πεις τίποτα, καλό είναι να μη ζωγραφίζεις. Η ζωγραφική δεν είναι επίδειξη γνώσεων. Είναι μια σχέση μοναδική, απερίσκεπτη, χωρίς προκατασκευασμένες ιδέες».
Οσον αφορά στο σύγχρονο νατουραλισμό και τη «σύρραξη» των σημερινών «εικονομάχων» και «εικονολατρών» επισημαίνει πως «η πληρότητα της Τέχνης ολοκληρώνεται όταν έρθει σε επαφή με τους αποδέκτες της, το κοινό, που, όμως, δεν είναι πάντα δίκαιο στην κρίση του. Ο χρόνος μόνο δικαιώνει την Τέχνη». Το υλικό που δε μετουσιώνεται σε συστατικό της έννοιας του έργου, αλλά παρουσιαζόμενο παραμένει αυτούσιο, ίσως, εκφράζει τον σύγχρονο νατουραλισμό. Αν αυτό τυχαίνει να είναι κραυγαλέο και προκλητικό - απλώς για να είναι και τίποτα περισσότερο - ίσως, αντιπροσωπεύει τον σύγχρονο φορμαλισμό και λαϊκισμό.
«Η ζωγραφική δεν είναι απωθημένο των ζωγράφων ή υστερία της στιγμής. Το έργο δεν είναι, εν τη γενέσει του, ένα διακοσμητικό αντικείμενο. Μπορεί, όμως, να παίξει αυτό το ρόλο. Μόνο που τη χρήση αυτή τη δίνει ο αγοραστής του έργου και όχι ο ζωγράφος. Αυτό δε σημαίνει πως η ζωγραφική χάνει τις αξίες της. Η ζωγραφική έχει το δικό της δρόμο. Παράλληλα, υπάρχει ένας περίγυρος μεσαζόντων, εμπόρων και άλλων, που δημιουργούν το πλέγμα της σύγχρονης εμπορευματοποίησης της Τέχνης. Οι ζωγράφοι πρέπει να ακολουθούμε τον ανιδιοτελή δρόμο της ζωγραφικής. Η σχέση με τους μεσάζοντες, αν υπάρχει, είναι υποκειμενική και έχουμε ευθύνη για τα αποτελέσματα, τα οποία, πιθανά, πληγώνουν την υπόθεση της ζωγραφικής. Αλλωστε, δεν είναι καινούριο το πρόβλημα του εμπορίου της Τέχνης. Πάντα υπήρχε. Ας μην ψάχνουμε να βρούμε άλλοθι πίσω από αυτό!».
«Συχνά», καταλήγει ο Σπ. Κουρσάρης, «υπάρχει ο φόβος πως θα χαθεί η ταυτότητά μας αν ρισκάρουμε να αλλάξουμε τα στοιχεία αναγνωρισημότητας της δουλιάς μας, την ίδια τη δουλιά μας. Αυτό δεν είναι σωστό. Η δέσμευση δεν απελευθερώνει την έκφρασή μας. Ισως οι ζωγράφοι να πρέπει να κυκλοφορούν χωρίς ταυτότητα, χωρίς τη δέσμευση της επωνυμίας. Βέβαια, αυτό είναι κάπως θεωρητικό, γιατί ζούμε με τις εμμονές μας και μέσα από αυτές ζωγραφίζουμε αυτά που βιώνουμε και πιστεύουμε. Αυτά που ξέρουμε καλύτερα».