ΚΑΤΟΧΗ ΣΤΟ ΙΡΑΚ
Αιματοκύλισμα και απειλή εμφυλίου
Κυριακή 10 Σεπτέμβρη 2006

Associated Press

Η κατοχή, αλλά και οι ενδοθρησκευτικές συγκρούσεις δεν προοιωνίζονται τίποτα καλό για το ιρακινό λαό
Ηταν Αύγουστος του 2003, περίπου τρεις μήνες μετά την «επίσημη» κήρυξη του τέλους του πολέμου στο Ιράκ, διά στόματος Προέδρου Μπους, όταν η πρώτη μεγάλη βομβιστική επίθεση στη Βαγδάτη κατέστρεφε το κτίριο του ΟΗΕ. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, πολύ λίγες ήταν οι επιθέσεις κατά κατοχικών δυνάμεων ή όσων γίνονται αντιληπτοί ως σύμμαχοί τους. Ακόμη όμως και τότε, όταν η πλειοψηφία των αξιωματούχων του ΟΗΕ εγκατέλειπε την κατεχόμενη χώρα, ουδείς μπορούσε να προβλέψει με βεβαιότητα το χάος που επικρατεί, σήμερα, τρία χρόνια μετά, στο Ιράκ.

Οι αντικατοχικές επιθέσεις διαδέχτηκαν η μία την άλλη με σταθερά κλιμακούμενη πορεία όλους τους μήνες και τα χρόνια που ακολούθησαν. Οι ελιγμοί των κατοχικών, είτε παραδίδοντας, αρχικά, δήθεν την εξουσία σε μια κυβέρνηση - υποχείριό τους, είτε στήνοντας εκλογική διαδικασία στη βάση ενός συντάγματος, που θεωρητικώς θα πρέπει να τροποποιηθεί εκ νέου προκειμένου να απαντήσει στις ανησυχίες όλων των εθνοτικών και θρησκευτικών κοινοτήτων, μόλις πέρυσι το Δεκέμβρη, δεν ανέκοψαν την αιματηρή πορεία.

Το αίμα φέρνει αίμα

Κατά πολλούς, ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες που οδήγησαν στην τωρινή κατάσταση ήταν η ανείπωτη βαρβαρότητα, με την οποία οι κατοχικές δυνάμεις αντέδρασαν ισοπεδώνοντας ολόκληρες πόλεις (π.χ. Νατζάφ και πολύ περισσότερο Φαλούτζα, Ταλ Αφάρ), στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τις ανταρτικές οργανώσεις, που, κατά κύριο λόγο, εκτιμούσαν ότι έχουν σουνιτικό κορμό. Σε όλα αυτά, θα πρέπει να συνυπολογίσει κανείς την ανικανότητα των κατοχικών και των συνεργατών τους να ανοικοδομήσουν έστω και στο ελάχιστο τη χώρα που κατέλαβαν. Να διασφαλίσουν έστω τα βασικά της στοιχειώδους ανθρώπινης επιβίωσης, ασφάλειας, καθημερινότητας. Οι υποδομές παντός είδους έχουν καταρρεύσει και πλέον ούτε αυτά τα νοσοκομεία δεν μπορούν να λειτουργήσουν, καθώς, εκτός από τις τεράστιες ελλείψεις, δεν υπάρχουν πια ούτε γιατροί, αφού πολλοί από αυτούς αναζητούν δουλιά σε κάποια ξένη χώρα.

Αντί γι' αυτό, οι κατοχικές δυνάμεις, αντιμέτωπες με ολοένα και περισσότερη αμφισβήτηση και οργή (που φυσικά δε δικαίωνε τις προβλέψεις για υποδοχή ως απελευθερωτών, ούτε τις προοπτικές μιας εύκολης εγκαθίδρυσης μιας κυβέρνησης βιτρίνας που θα τους επέτρεπε να αποσυρθούν σε δεκάδες βάσεις και απλώς να ελέγχουν την εξαγωγή και ροή του πετρελαίου), προχώρησαν σε ακόμη μεγαλύτερη αγριότητα. Η αίσθηση ότι η χώρα οδεύει σταδιακά σε μια φάση που θα είναι εντελώς εκτός ελέγχου, άρχισε να γίνεται ακόμη εντονότερη μετά την έναρξη σειράς σαφώς προβοκατόρικων επιθέσεων, που στόχευαν ή τη μία ή την άλλη θρησκευτική κοινότητα, αναζωπυρώνοντας ενδο-κοινοτικές έριδες και μίσος που είχαν ριζωθεί σε μεγάλο βαθμό και κατά τη διάρκεια της εξουσίας του προηγούμενου καθεστώτος.

Ολα αυτά εντάθηκαν περαιτέρω, καθώς η κουρδική ηγεσία και μερίδα της σιιτικής ηγεσίας συντάχθηκε με τις κατοχικές δυνάμεις, εκτιμώντας ότι είναι η ευκαιρία τους για να αναλάβουν τα ηνία της εξουσίας που στερήθηκαν, αν και πληθυσμιακή πλειοψηφία οι δεύτεροι, επί Χουσεΐν.

Αντίστροφη μέτρηση;

Η βομβιστική επίθεση στο Χρυσό σιιτικό τέμενος της Σαμάρα, στις 22 Φλεβάρη, φαίνεται ότι λειτούργησε απλώς σαν τη σταγόνα που ξεχείλισε ένα ποτήρι που, ήδη, είχε γεμίσει πολύ. Οι επιθέσεις κατά σιιτών πολιτών από αγνώστους έγιναν καθημερινές και συνήθως αποδίδονταν στους σουνίτες. Ακολούθησαν επιθέσεις αντεκδίκησης σε βάρος σουνιτών. Εκτιμάται ότι τους τελευταίους μήνες σκοτώνονται περισσότεροι από 3.000 Ιρακινοί το μήνα, κατά κύριο λόγο πολίτες θύματα θρησκευτικής βίας!

Κομβικό ρόλο στην κλιμάκωση της όλης κατάστασης έπαιξε το γεγονός ότι οι σιιτικές παραστρατιωτικές οργανώσεις όχι μόνο δε διαλύθηκαν ποτέ, αλλά πλέον, και με βάση στοιχεία, έχουν κατά πολύ διαβρώσει τα νέα σώματα ασφαλείας, που δρουν, μάλλον, υπό την εντολή πολλών άλλων κέντρων, πλην της κυβέρνησης Μάλικι ή των κατοχικών. Αλλωστε, ο ίδιος ο Μάλικι οφείλει την πρωθυπουργία του σε αυτές ακριβώς τις παραστρατιωτικές σιιτικές οργανώσεις και τις πολιτικές τους παρατάξεις, κάτι που φυσικά τον εμποδίζει να προχωρήσει στην υλοποίηση της δέσμευσής του για ολική εξάλειψή τους.

Το Ιράκ βρίσκεται, αν όχι στην έναρξη ενός εμφυλίου, πάρα πολύ κοντά στο χείλος του. Οι αντιστασιακές οργανώσεις δεν είναι πλέον οι μόνες που έχουν όπλα και κάνουν επιθέσεις. Αντίθετα, είναι ξεκάθαρο ότι ουδείς μπορεί με ακρίβεια να πει ποιος επιτίθεται σε ποιον και γιατί. Οι δρόμοι είναι έρημοι και ελάχιστοι είναι εκείνοι που τολμούν, ακόμη και τις απογευματινές ώρες, να κυκλοφορήσουν, φοβούμενοι ότι μπορεί να σκοτωθούν από ενόπλους, των οποίων η ταυτότητα δεν είναι πάντα τόσο σαφής.

Οι μεικτές συνοικίες αραιώνουν, καθώς σουνίτες ή σιίτες εγκαταλείπουν τα σπίτια τους αναζητώντας καταφύγιο στις γειτονιές που μένουν μόνο ομόθρησκοί τους. Σε δεκάδες χιλιάδες καταμετρούνται οι πρόσφυγες τους τελευταίους μήνες. Στις γειτονιές των σουνιτών στήνονται πολιτοφυλακές για να μην επιτρέπεται η είσοδος στους άνδρες των δυνάμεων ασφαλείας, γιατί θεωρούνται μέλη των παραστρατιωτικών σιιτικών οργανώσεων. Εικόνα διχασμού επικρατεί και εντός του νεοσύστατου ιρακινού στρατεύματος, αφού, μετά το πέρας της εκπαίδευσης, οι περισσότεροι στρατιώτες αφιερώνουν τα όπλα τους προς όφελος της θρησκευτικής τους κοινότητας.

Χρειάστηκαν αρκετοί μήνες μέχρις ότου, στα τέλη Ιούλη, ο επικεφαλής των κατοχικών στρατευμάτων στο Ιράκ, στρατηγός Τζον Αμπιτζάιντ, να παραδεχτεί το ολοφάνερο: Το Ιράκ ολισθαίνει στον εμφύλιο και είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποτραπεί μια τέτοια εξέλιξη. Η προοπτική ενός ολοκληρωτικού εμφυλίου δεν είναι ακριβώς αυτό που θα επιθυμούσαν οι κατοχικοί, που μπορεί να επιδίωκαν μια σχετική διχόνοια, ασκώντας την τακτική του «διαίρει και βασίλευε», αλλά συνειδητοποιούν όσο περνά ο καιρός ότι το ενδεχόμενο να βρεθούν μεταξύ πυρών, χωρίς να έχουν καταφέρει ακόμη να ελέγξουν όπως στόχευαν το ιρακινό έδαφος και τον πετρελαϊκό πλούτο του, δεν είναι απλώς εκτός των σχεδίων τους: Είναι πλήρης αποτυχία. Πόσο μάλλον, αν και οι σιιτικές ένοπλες οργανώσεις στραφούν εναντίον τους.

Το βλέμμα στην Αγκυρα

Σε όλα αυτά, προσφάτως, ήρθε να προστεθεί και ο τουρκικός πονοκέφαλος. Η Αγκυρα διαμήνυσε ότι απεργάζεται, ήδη, σχέδια εισβολής στο βόρειο Ιράκ, με 50.000 στρατιώτες, προκειμένου να αντιμετωπίσει τους αντάρτες του ΡΚΚ, υποστηρίζοντας ότι «δεν μπορεί πλέον να ανεχτεί τις καθημερινές τους επιθέσεις». Η Ουάσιγκτον κατέστησε σαφές ότι δε θέλει σε καμία περίπτωση μια τουρκική ανάμειξη στον ιρακινό βορρά, κάτι που απλώς θα περιπλέξει περαιτέρω την, ήδη, τεταμένη κατάσταση και θα ανοίξει ένα ακόμη μέτωπο διχασμού και κλιμάκωσης. «Μήνυμα» προς την Αγκυρα περί «σεβασμού της αρχής της καλής γειτονίας» έστειλαν και οι Βρυξέλλες.

Ετσι όλοι όσοι προοιωνίζονταν πολύ δύσκολες στιγμές για τον ιρακινό λαό δε φαίνεται να πέφτουν έξω. Γιατί η κατοχή, εκτός από την ίδια τη φύση της, ακολουθείται από πλήθος συνεπειών, ιδιαίτερα αν πρόκειται για μια χώρα με εξαιρετικά ευαίσθητες εθνοτικές και θρησκευτικές ισορροπίες, τις οποίες διατάραξαν περαιτέρω προσπαθώντας να διασφαλίσουν συμμάχους οι κατοχικοί. Και δεν μπορεί να υπάρξει καμία ασφαλής ελπίδα εξόδου από το αιματοκύλισμα, παρά μόνο με τον τερματισμό της κατοχής.


Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ