«Μεταμόρφωση της χρυσαλλίδας»
Κυριακή 8 Οχτώβρη 2006

Γρηγοριάδης Κώστας

Στις 24 του Μάρτη εκείνο το χρόνο, το πρωί, οι γειτόνισσες μαζευτήκανε γύρω τριγύρω από την κλίνη της και της παρασταθήκανε. Ηρθε και η γριά η κοντοβίστα από τον πέρα μαχαλά, κι αυτή πήγε και σφήνωσε πίσω από το γέρσιμο του μεσοπόρτη και μισοπρόβερνε λουπά - λουπά το τρεμουλιάρικο ρουθούνι της και τήραγε ίσια, και φερμάριζε κατά γρέγο - λεβάντε, κατά τη λεχώ. Ητανε η νεκροθάφτισα. `Η το μικρό ή τη μεγάληνε μπορεί νάπαιρνε ο χάρος σε τέτοιες ώρες κακοθάνατες. Κι είχε καρτέρι απ' την αυγή. Η λεχώνα δαγκώθηκε, κατάπιε κάμποσο τη γλώσσα της, έβγαλε μια φωνή και σειστεί ο ουρανός και η γης, κι εγέννησε. Αμα εμίλησε αρώτηξε: Τι παιδί ήτανε; Της είπανε: Ητανε αρσενικό. Γύρισε δίπλα κι εκοιμήθηκε.

Το παιδί μπήκε στο βυζί και ρούφαγε και ρούφαγε, και μια νύχτα μεσάνυχτα το πιάσανε σπασμοί κι ο αφρός, κι ήρθε στου τάφου τον γκρεμνό, στην άβυσσο, έτοιμο να ποθάνει. Αλλα ήταν αβάφτιστο και περπάτησαν μες στη νύχτα και παν και φέρνουν τον παπά απ' αλάργα. Ερχεται ο παπάς τρεχάτος και μπαίνει με το πατραχείλι και με το μικρό καλανάρχο κι απ' το κατώφλι όπου πατεί βάνει μια φωνή και φωνάζει: «Σκύψετε χριστιανοί - σηκώνω τώρα τα Αγια». Η μάνα και ο πατέρας σκύψανε, ο παπάς έλεε τα χρειαζούμενα, ο καλανάρχος ο μικρός, τρίκλαγε και παράστεκε, το θερμό στη φωτιά εχοχλάκιζε, το παιδί μοναχό εσπαρτάριζε κι έβλεπε από πάνω του αγγελούδια επουράνια χορεύοντας να πλησιάζουνε να το πάρουν μαζί τους, κι ακατάπαυστα ψέλνοντας μέχρι την ώρα που ο παπάς σταμάτησε τότε κι ερώτησε: «Για θάνατο ήρθαμε χριστιανοί, ή για βαφτίσια;». «Πρώτα να το βαφτίσουμε παπά» λένε οι γονιοί, και φέρνουνε τη γούρνα. Το παιδί μπήκε στο θερμό κι εκολύμπησε, κι εχρίστηκε με τα πρεπούμενα και κείνη τη στιγμή αιφνίδια ο χάροντας εμετανόησε κι εξαναχάρισε και πάλι στη ζωή το παιδί, και στους τρεμάμενους απ' την πίκρα γονιούς του.

Σαν έφυγε πια ο παπάς κι η αυγή από τη νύχτα εχώρισε, και κάμανε να πέσουνε ν' αναπαυτούνε κι οι γονιοί, και τότε πια και το παιδί είχε μετατοπίσει ολότελα απ' τα βασίλεια των νεκρών στον κόσμο των ζωντανών ανθρώπων, τότε τη μάνα ήρθε κι έζωσε μια σκέψη και μια ταραχή. Σα φίδι γύρω απ' το λαιμό νάρθε να κουλουριάστηκε, να πάει για να σε πνίξει. Σκουντά τον άντρα της στον ύπνο του - γιατί οι άντρες παραδίνουνται εύκολα: «Σήκω, του λέει, απάνω! Θαρρώ πως μες στη σάστιση τ' όνομα του παιδιού δεν τόπαμε». «Δεν τόπαμε; λέει εκείνος - η νύχτα δεν είναι φευγάτη ακόμα, το λέμε τώρα, κι ο Θεός μεγάλος είναι και θα το σχωρέσει. Αει που είσαι εσύ η μάνα να πα να του το πεις εσύ».

* * *

Ο Σιδερής μεγάλωσε και τότε πήγε στο σχολειό. Μια για να πάει και μια για νάρθει, δυών ωρώ δρόμος τούπρεπε να πάει απ' το κονάκι του νάβρει το κοντινό σκολειό. Θα πέρναγε ρουμάνι, θα δρασκελούσε αδιάσελο κι ένα στοιχειωμένο γιοφύρι, θα συναντιόνταν με τα κέρατα μες στα κοπάδια απ' τα τραγιά και νάναι σούρουπο ο γυρισμός να το κάνουν τα μάτια σου να θαρρείς ότι έβλεπες δάσος βελζεβούλους, να κράζει ο κούκος απ' τη μια κι η κάργα από την άλλη, κι ο ίσκιος τ' αψηλού βουνού να χαμηλώνει απανωθέ να πορπατεί αντάμα σου και να σε προσπερνά, αλλά έλεε ο Σιδερής: Ολα κείνα χαλάλι! Φτάνει που επάγαινε στο δάσκαλο! Και με δίχως ποδάργια, και πάλι ήθελε σούρνονταν, να φτάσει και να μάθαινε! Να στείλουνε τα μάτια του ν' ακούει, ν' ακούει, να τα κλιεί καλά - καλά στην κεφαλή, μπας τυχόν και του τάκλεβαν όλα κείνα τα γράμματα! το βιος του και το θησαυρό. Που στα χωριά γενιές και γενιές πάσκιζαν νάρθει μια μέρα μια γενιά, να μπόρειε εκείνη τουλάχιστον να μάθαινε...

Αλλά ύστερα από διάστημα λέει στη μάνα του ο Σιδερής: «Δε ματαπάου πια στο σκολειό». Δαρθήκανε και σκοτωθήκανε όλοι στο σπίτι εκείνο για να τον ματαπείσουνε, αλλά όμως ο Σιδερής δεν πάγαινε πια. Κι αιτία δεν τους έλεγε. Μόνο πως τόνε βλέπανε κι εκαθόντανε κι έκλαιγε. Μόνο μια μέρα που ο πατέρας του εφοβέριξε, λέγοντας: «Θα κινήσω αύριο πουρνό να πα να ρωτήξω το δάσκαλο», έμπηξε τότε ο Σιδερής κάτι μεγάλα κλάματα, και τον αγκάλιασε, σα νάτανε εκείνος θαρρείς το παιδί κι ήθελε να το σώσει, και σκύβει και του λέει στ' αυτί: «Οχι, όχι πατερούλη μου, μην πας κι εσύ στο δάσκαλο, γιατί εκείνος δε μιλεί τη δικιά μας γλώσσα, και θα πλαντάξεις κι εσύ και θα κλαις». Κι αγκαλιαστήκανε κι οι δυο, κι εκλαίγανε δίχως να ξέρουνε, και τόσο τρόμαξε ο πατέρας του - γιατί τέτοια χαϊδέματα μέσα σε τέτοια μικρά σπιτικά δεν τάκαναν παρά, μη γένοιτο, όντας ήσουν για θάνατο - κι έτσι κανείς δεν ξαναμίλησε έχτοτες πια για το σκολειό, κι έτσι απόμεινε έχτοτες κι ο Σιδερής αγράμματος.

Αλλα τις νύχτες όμως που το σκοτάδι είναι πηχτό, και κουκουλώνεσαι από κορφής, κι οι σκέψεις τότε είναι βαθιές, καθώς κι ο πόνος πιο βαθύς σαν τύχει κάπου νάχεις πόνο, μια τέτοια νύχτα κι οι γονιοί, κάνοντας το σταυρό τους, σα να περνούσαν τρίστρατο δίχως νάχαν προτίμηση το στενό που θα κλούθαγαν πήρανε τη μεγάλη απόφαση. Και ξημερώνοντας η αυγή πιάσανε το παιδί και τούπανε.

«Σιδερή μάτια μου, να γίνουσαν τεχνίτης. Τάχεις που τάχεις γερά τα χεράκια σου, και θα σε δόκομε στο γέρο τώρα να σου μάθει την τέχνη του».

Πενήντα χρόνια ο γέρο πάππος του, ο μαστρο-Στέλιος, ήτανε μαραγκός. Είκοσι χρόνια τώρα ήτανε στραβός και στραβώθηκε απάνω σ' έναν καθρέφτη. Τέσσερα χρόνια τόνε δούλευε μέσα στ' αργαστήρι του, και του τρέχαν οι μύξες και τα σάλια του πολλές φορές απάνω του απ' την πείνα, κι άλλη φορά απ' το κρύο, κι άλλη φορά απ' τη μεγάλη αγάπη του για κείνονε. Και εκειδά κουλουριασμένο τον έβρισκε τότε η αυγή, και εκειδά εξημέρωνε, και εκειδά του κουβαλούσανε πότε και πότε λίγο πράμα να φάει, και δίπλα εκεί πιο πέρα λίγο έκανε την ανάγκη του, και δόστου πια και να ντον γλύφει και με τα δάχτυλα και με τα μάτια του, να ντον σκαλίζει εδώ να ντον σκαλίζει εκεί, να παραλούν απ' τη συγκίνηση και τα δυο του ποδάρια του, να γέρνει, να λαγοκοιμάται, να πηδά, να ξαφνιάζεται, κι ολόρθος να τινάζεται, και να ντον ξαναπιάνει, κι έτσι να παν τα πρώτα χρόνια, νάρθει κι ο τρίτος χρόνος, να πατήσει κι ο τέταρτος, να φτάσει πια να στραβωθεί μια μέρα ο μαστρο-Στέλιος απάνω στα σκαλίσματα μέσα στην τέταρτη κείνη χρονιά.

Είκοσι χρόνια έχτοτες που δούλεψε δίχως τα μάτια του. «Αλλά εφόσο έχω τα χέρια μου, τους έλεγε, μην πάτε αλλού». Κι έφτιαχνε τα προικιά του γάμου γύρω ένα κύκλο απ' το χωριό, στραβός τεχνίτης τώρα αυτός, με δίχως τα φεγγίτια του, αλλά μονάχα με τη γνώση.

Μα τώρα πούρθε η ώρα του, που την καρτέρησε πότε ναρχότανε, εφώναξε το μικρόν έγγονά του το Σιδερή και λέει: «Νάρθεις τώρα παιδάκι μου να μ' αλαφρώσεις στη δουλιά». Και τον έβαλε δίπλα του να καθίσει και τούβαλε μέσα στη φούχτα τα εργαλεία του και τον εχάδευε και τούλεγε: «Είσαι παιδάκι εσύ και δεν ξέρεις τον κόσμο, κι έτσι μπορείς να τ' αγαπήσεις ετούτα τα πράματα τ' άψυχα». Κι όσο που δούλευε τότε ο μικρός, ο γέρος βάσταγε τις φούχτες του μέσα στις εδικιές του και τις εζέσταινε, να του μαθαίνει τη δουλιά, κι όταν ερχόντανε το βράδυ έλεγε: «Σιδερή, μου φαίνεται πως ήρθε η νύχτα απόψε πάλι. Αναψε το φως. Εγώ βλέπω και δίχως, Σιδερή, αλλά για σένα το λέω παιδάκι μου». Κι έτσι εδιδάχτη ο Σιδερής απ' τον αόμματό του πρόγονο, την τέχνη, αλλά και τη ζωή, όπως κι αυτός διδάχτηκε από τον εδικόνε του.

Πέρασαν από τότε πολλά χρόνια. Πολλά χρόνια επέρασαν βαδίζοντας προσεχτικά απάνω στη γη και στον ουρανό, ώσπου σ' αυτό το διάστημα, οι ζωές γύρω αποταμίευαν και απόγνωση και αταραξία, κι εκείνο τ' άλλο σοφό πράμα, που μια νύχτα οι άνθρωποι μες στην απελπισία της γνώσης τους κάποτε το ονόμασαν με μια λέξη: «Το παρελθόν».

Κι όπως επέρναγαν τώρα τα χρόνια, κι όλοι οι γονιοί του Σιδερή μεταμορφώθηκαν σε ολόασπρες μαργαριτούλες απριλιάτικες στο κεφαλόσκαλο ο καθένας τους απ' το δικό του το μνήμα, κι οι μέλισσες που τόσο ξένοιαστα πετούν και παν και γλείφουνε κάθε πρωί τα χειλάκια τους τα μεταμορφωμένα τώρα πια σ' ολάσπρα λουλουδάκια - έτσι κι ο Σιδερής τότε εξαφανίστηκε, μέσα στα χρόνια και στις πολιτείες, και δεν τον ξαναβρίσκομε - τι τάχα ν' απογένηκε.

Μόνο όταν πέρναγε από μπρος μας κάποτε, ένας λαός, κι αγκομαχώντας έσουρνε τα νικημένα πλήθια του, - αλλά όλους γίγαντες γενναιότατους! - τότε αν διακρίναμε, μαζί τους θα τον βλέπαμε. Αλλά... δεν επροσέξαμε.

Χτες το πρωί, βρεθήκαμε σένα νοσοκομείο. Απάνω σ' ένα στρίποδο, ριγμένο σ' ένα πέρασμα, κείτεται ένας μπόγος. Κάποτε θάταν άνθρωπος.

Τώρα είναι ένας μπόγος. Καμιά 40ριά οκάδες από κρέας και κόκαλα. Πάμε κοντά. Είναι φοβισμένος. Σαν τρυγόνι τον Αύγουστο, σε κυνηγιού περάσματα.

- Τι ήσουν πριν, του λέμε, πριν να... ξαπλώσεις εδωπά; Αλλά φοβάται ακόμα. Ποιος ξέρει πού διδάχτηκε να τρέμει τόσο, εμπρός στον άνθρωπο. Και είναι δυσκολότατο να βγάλεις φόβο απ' την ψυχή, όταν με βία στην άνοιξαν, για να τον χώσουν μέσα...

Υστερα από κάμποσο μας λέει: «Βάλε εδώ το χέρι σου». Και ψάχνουμε εμείς στην τσέπη του. Γιατί δεν έχει εκείνος χέρια. Αλλά η τσέπη του είναι αδειανή. «Ψάξε καλά», μας λέει. Ξύνουμε τη ραφή καλά, και βρίσκαμε ένα σβώλο, ως ένα ρεβιθάκι μπόι. «Τώρα ξετύλα», λέει. Γιατί δεν έχει εκείνος χέρια. Και ξετυλάγαμε και ξετυλάγαμε, κι είναι ένα τοσοδούλικο λιωμένο τσιγαρόχαρτο. Τώρα μας λέει: «διάβασε». Τότες εμείς διαβάζουμε. Κι είχε γραμμένα η πένα κι έλεγε το χαρτί:

«Σύνταγμα τάδε του ΕΛΑΣ. Συνταγματάρχης τάδε. Εχασα απ' την τσέπη το παράσημο, τη νύχτα της τάδε επίθεσης ενάντια στους γερμανούς. Εκεί έχασα και τα χέρια μου. Ηταν μαζί μου οι τάδε. Εκαμα αναφορά. Στο πόδι βάρεσα ύστερα, άμα χτυπήσανε οι άγγλοι την τάδε συνοικία μας. Είπε ο γιατρός πως θα σωθεί».

Το χαρτί εκεί τέλειωσε. Μας λέει: «Στρίψετο καλά. Φοβούμαι μη μου το βρούνε». Κι ίσως είναι ο φόβος του ο πιο μεγάλος που ποτέ εδοκίμασε. Γιατί το χαρτί τούτο τόκαμε ανταλλαγή: με δυο του χέρια, και μισό ποδάρι! Τόσο του κόστιζε ακριβώς.

Την τελευταία ώρα που φεύγαμε, τον αρωτήσαμε: «Πώς λέγεσαι;». Λέει: «Λέγομαι Σιδερής. Ο παππούς μου ήταν αόμματος, αλλά είχε τα χέρια του. Εγώ με δίχως χέρια τώρα, πώς θα δουλεύω πια να ζω»;

- Διαβάτη που θα πέρναγες από σιμά απ' το χτίριο, πέσε προσκύνησέ το. Κάποιος μεγάλος είναι κει. Κάποτε ήταν άνθρωπος. Και μάνα τον αγάπησε. Κι είχε κάμει κι ονείρατα, για μια καλύτερη ζωή. Τώρα είναι ένας μπόγος. Κι αλλού είναι τα κομμάτια του, κι εκείνος αλλού βρίσκεται. Κι όσο για κείνα τα όνειρα, εκείνος μεν τα ετοίμασε, κι άλλοι θα ντα χαρούν.

Μια μικρή λίμνη αίματα - κι ένα λακκάκι όπου εθάψανε τ' άχρηστα εκείνα μέλη του: - αυτό τώρα όλο κι όλο θυμάται από το σώμα του ένας μεγάλος ήρωας.

Και μόνο πως τ' απόμεινε και κάνει ακόμα τίκι-τακ, σαν ξυπνητήρι επιτραπέζιο, είναι στα στήθια μια καρδιά. Που στους ανθρώπους δόθηκε. Κι οι άνθρωποι την πέταξαν απάνω σ' ένα στρίποδο, στημένο σ' ένα πέρασμα, χαμένο σ' ένα χτίριο.

Αυτή ήταν η μεταμόρφωση μιας μικρής χρυσαλλίδας. Δηλαδή η ιστορία της.


Της
Μέλπως ΑΞΙΩΤΗ