Για το ζήτημα των τροφίμων
Κυριακή 15 Οχτώβρη 2006

Associated Press

Στα πλαίσια του καπιταλισμού η παραγωγή πρέπει να παραμένει περιορισμένη, ώστε οι τιμές να διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα και η ποιότητα των τροφίμων συνεχώς χαμηλώνει, προκειμένου να εξασφαλίζεται το καπιταλιστικό κέρδος
Η παραγωγή τροφίμων με σκοπό την κατανάλωσή τους και την κάλυψη βασικών βιοτικών ανθρώπινων αναγκών πέρασε από πολλά στάδια στη διάρκεια της εξέλιξης των ανθρώπινων κοινωνιών. Στα πρώτα στάδια, η παραγωγή τροφίμων γινόταν στα πλαίσια της φυσικής οικονομίας με αποκλειστικό σκοπό τις διατροφικές ανάγκες των πρώτων ανθρώπων. Αργότερα, με την ανάπτυξη των μεθόδων παραγωγής, δημιουργήθηκε περίσσευμα ορισμένων ειδών τροφίμων που μπορούσε να ανταλλαγεί στην αγορά με άλλα είδη στα οποία υπήρχε έλλειψη. Η παραπέρα εξέλιξη αυτής της διαδικασίας άλλαξε το χαρακτήρα της παραγωγής των τροφίμων, μετατρέποντάς τα σε εμπορεύματα με σκοπό τη διάθεσή τους στην αγορά για την αποκόμιση κέρδους και όχι για την κάλυψη των ανθρώπινων αναγκών.

Η ανάπτυξη των γεωτεχνικών επιστημών, η εμφάνιση της βιομηχανίας και, γενικότερα, ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής πολλαπλασίασε την παραγωγή των τροφίμων σε παγκόσμιο επίπεδο. Ομως, ακόμα και σήμερα, από τα 6,5 δισεκατομμύρια συνολικό πληθυσμό της Γης, το ένα περίπου δισεκατομμύριο λιμοκτονεί και υποσιτίζεται. Κι αυτό, παρά το ότι με τις υπάρχουσες τεχνολογικές δυνατότητες ο πλανήτης μπορεί να θρέψει 12 δισεκατομμύρια ανθρώπους. Η αιτία για το έγκλημα αυτό είναι ότι στα πλαίσια του καπιταλισμού η παραγωγή πρέπει να παραμένει περιορισμένη, ώστε οι τιμές να διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα και να εξασφαλίζεται το καπιταλιστικό κέρδος. Γι' αυτό νομοθετούνται οι περιορισμοί στην παραγωγή τροφίμων (ποσοστώσεις) της ΕΕ και γι' αυτό, όταν ξεπερνιέται το ύψος τους, εκτός από τα πρόστιμα συνυπευθυνότητας, καταστρέφονται τρόφιμα με διάφορους τρόπους, όπως καύση σιτηρών, δημιουργία χωματερών κλπ. Αυτήν την κατεύθυνση υπηρέτησαν οι διαπραγματεύσεις δεκαετιών στα πλαίσια της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου, που συνεχίζονται σήμερα στα πλαίσια του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και διαπερνούν τις αγροτικές πολιτικές των καπιταλιστικών χωρών και των καπιταλιστικών ολοκληρώσεων (ΕΕ κλπ.). Το άμεσο αποτέλεσμα είναι να μένει σε συνθήκες εξαθλίωσης και να λιμοκτονεί ή να υποσιτίζεται το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών, καθώς κι ένα συνεχώς αυξανόμενο μέρος των φτωχών στρωμάτων των αποκαλούμενων «αναπτυγμένων» χωρών. Παρατηρείται δε επίσης το γεγονός ότι ενώ οι «αναπτυγμένες» χώρες περιορίζουν και καταστρέφουν την παραγωγή των τροφίμων τους, οι φτωχές χώρες τα παράγουν και τα εξάγουν στις «αναπτυγμένες» σαν πάμφθηνη πρώτη ύλη στις βιομηχανίες τους. Οι κραυγαλέες αυτές αντιθέσεις, τις οποίες δημιουργεί ο αναπτυγμένος μονοπωλιακός καπιταλισμός, σηματοδοτούν τα ορατά πλέον αδιέξοδα αυτού του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος.

Στο όνομα του κέρδους


Eurokinissi

Η άντληση του καπιταλιστικού κέρδους δεν επιδιώκεται μόνον από τη διατήρηση του ύψους της παραγωγής σε συγκεκριμένα επίπεδα. Η ποικιλία των μέσων και των μεθόδων είναι πολύ μεγάλη, όπως πριν απ' όλα η χρήση φτηνότερων, αλλά ακατάλληλων πρώτων υλών ή η ανάμειξη κατάλληλων με μη κατάλληλες πρώτες ύλες. Οι πολυεθνικές επιχειρήσεις τροφίμων επενδύουν σημαντικά κεφάλαια, με στόχο να ανακαλύψουν νέες μεθόδους παραγωγής, νέες ποικιλίες φυτών και φυλές ζώων, καινούριους τρόπους στην επεξεργασία των τροφίμων. Ολα αυτά γίνονται για να μειώσουν το κόστος και να αυξήσουν, αντίστοιχα, το περιθώριο του κέρδους τους. Σ' αυτόν τον κανόνα υπακούει η χρησιμοποίηση των κρεαταλεύρων, των ορμονών, των αντιβιοτικών και άλλων ουσιών στη διατροφή των ζώων. Η προσθήκη επικίνδυνων προσθετικών ουσιών, τα οποία δίνουν επιθυμητά χαρακτηριστικά στα τρόφιμα, ώστε να γίνουν περισσότερο ελκυστικά (χρώμα, οσμή, γεύση). Η διευρυμένη και αλόγιστη χρήση των φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων. Η χρησιμοποίηση της γενετικής μηχανικής στην αγροτική παραγωγή με τη δημιουργία νέων ειδών φυτών και ζώων, των γνωστών «μεταλλαγμένων». Η ανακάλυψη νέων μεθόδων επεξεργασίας και συντήρησης των τροφίμων (όπως, π.χ., η προσθήκη απαγορευμένων χημικών ουσιών, η ακτινοβόληση των τροφίμων κ.ά.). Πολλές από αυτές τις νέες ανακαλύψεις χρησιμοποιούνται παράνομα, επειδή είναι γνωστό ότι έχουν συνέπειες σε βάρος της δημόσιας υγείας και του περιβάλλοντος. Για άλλες, αποκρύπτονται οι επιπτώσεις τους και βλέπουν πολύ καθυστερημένα το φως της δημοσιότητας. Ορισμένες άλλες μπαίνουν στην παραγωγή χωρίς καμιά προηγούμενη αξιολόγηση των επιπτώσεών τους. Κανένας από αυτούς τους παράγοντες δεν επιδρά στον καπιταλισμό ανασταλτικά στη χρησιμοποίησή τους, επειδή είναι τόση η δίψα για το καπιταλιστικό κέρδος που το κεφάλαιο δείχνει πλήρη αδιαφορία για τις συνέπειές τους. Οι αποκαλύψεις για σκάνδαλα, που τα τελευταία χρόνια διαδέχονται το ένα το άλλο, αποδείχνουν ότι το φαινόμενο δεν είναι «τυχαίο», δεν οφείλεται σε σφάλματα ή τυχόν συγκυρίες, αλλά αποτελεί σταθερό κανόνα, σύμφυτο με το χαρακτήρα της καπιταλιστικής παραγωγής.

Motion Team

Με την ένταξη της χώρας στην ΕΕ, άρχισε να εφαρμόζεται και στη χώρα μας η Κοινή Αγροτική Πολιτική που στόχο της είχε να επιταχύνει τη συγκέντρωση της γης και της παραγωγής σε λιγότερα χέρια ξεκληρίζοντας τους μικρομεσαίους αγρότες
Τα παραπάνω προβλήματα εμφανίζονται με αντίστοιχη αναλογία και στην Ελλάδα. Ωστόσο, το μικρό - ακόμη - μέσο μέγεθος των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, που παράγουν τρόφιμα, δε βοηθά για την ενσωμάτωση στο επίπεδο της παραγωγής των νέων τεχνολογιών μείωσης του καπιταλιστικού κόστους. Δεν ισχύει, όμως, το ίδιο στο επίπεδο της βιομηχανικής επεξεργασίας, της διακίνησης και χονδρικής διάθεσης των τροφίμων, τομέας στον οποίο δραστηριοποιούνται και γιγαντώνονται μερικές μονοπωλιακές επιχειρήσεις. Με όλο και εντεινόμενους ρυθμούς αποκαλύπτονται, αν και μερικές φορές με σχετική καθυστέρηση, σαν υπεύθυνες για τη διάθεση ακατάλληλων τροφίμων, επεξεργασμένων με απαγορευμένες μεθόδους ή πρόσθετες ύλες που τα καθιστούν επικίνδυνα για τη δημόσια υγεία.

Η ταχύτατη διεύρυνση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, επεξεργασίας και διάθεσης τροφίμων, πέρα απ' όλα τα άλλα, οδηγεί και στη δημιουργία νέων καταναλωτικών προτύπων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εμφάνιση των επιχειρήσεων μαζικής εστίασης, ιδιαίτερα των αλυσίδων γρήγορου φαγητού και η αλματώδης ανάπτυξή τους τα τελευταία χρόνια. Η ανάπτυξη αυτή και η αντίστοιχη εγκατάλειψη του μεσογειακού τρόπου διατροφής, ιδιαίτερα στις νεότερες γενιές, έχει ορατές πλέον τις επιπτώσεις της στην υγεία (παχυσαρκία κλπ.).

Ακριβό το τίμημα

Το σημαντικότερο διατροφικό πρόβλημα της χώρας μας είναι η διευρυνόμενη ελλειμματικότητα και η εξάρτηση, ιδιαίτερα στα ζωοκομικά προϊόντα. Αυτό οφείλεται στον αρνητικό καταμερισμό εργασίας που επέβαλε στη γεωργία της χώρας μας η ΕΕ με τη σύμφωνη γνώμη των ελληνικών κυβερνήσεων και εκφράστηκε με τις χαμηλές ποσοστώσεις και τα πρόστιμα συνυπευθυνότητας, με τις χαμηλές τιμές που εξανεμίζουν το αγροτικό εισόδημα και κάνουν ασύμφορη τη συνέχιση της παραγωγής κ.ά. Η πτώση αυτή των τιμών παραγωγού δε σημαίνει και ταυτόχρονη πτώση των τιμών που πληρώνει ο καταναλωτής. Γνωστό είναι το παράδειγμα του κυκλώματος «στάρι - αλεύρι - ψωμί», όπου η τιμή του ψωμιού ξεπερνάει το 1.000% της τιμής του σταριού. Το ίδιο συμβαίνει στο γάλα και γενικά σε όλα τα αγροτικά προϊόντα. Για το γάλα μάλιστα, και με αφορμή τις τελευταίες εξελίξεις σχετικά με τη ΜΕΒΓΑΛ, τόσο η κυβέρνηση της ΝΔ όσο και το ΠΑΣΟΚ επιδιώκουν συνειδητά να αποπροσανατολίσουν, παρουσιάζοντας σαν σκάνδαλο μόνο τη δωροδοκία. Ενώ το μεγαλύτερο σκάνδαλο, για το οποίο είναι υπεύθυνα και τα δύο αυτά κόμματα, είναι η πολιτική μονοπώλησης του γάλακτος από 4-5 μεγάλες γαλακτοβιομηχανίες, που, λειτουργώντας σε συμφωνία μεταξύ τους, εκμεταλλεύονται τους κτηνοτρόφους, αγοράζοντας το γάλα όλο και φτηνότερα και διαθέτοντάς το στην αγορά όλο και ακριβότερα. Και είναι υπεύθυνα αυτά τα δύο κόμματα επειδή ψήφισαν και συμφώνησαν να εκφυλιστεί η παρέμβαση στην τιμή του γάλακτος, μέτρο που έδινε κάποια προστασία στους κτηνοτρόφους, έστω και μη ικανοποιητική. Επειδή απελευθέρωσαν τις τιμές διάθεσης των προϊόντων, μαζί και των τροφίμων, στην αγορά και κατάργησαν τη διατίμηση, ώστε πλέον ανεξέλεγκτα η κάθε βιομηχανία μπορεί να πουλάει τα τρόφιμα. Κι επειδή συμφώνησαν στο ξεπούλημα στους ιδιώτες μιας σειράς συνεταιριστικών εργοστασίων γάλακτος (ΑΓΝΟ, ΟΛΥΜΠΟΣ) και τώρα προετοιμάζουν το ίδιο και σε άλλα εργοστάσια (ΔΩΔΩΝΗ, ΡΟΔΟΠΗ κ.ά.).

Αποτέλεσμα των αντι-αγροτικών πολιτικών που εφαρμόστηκαν στη χώρα μας από την ένταξη στην ΕΟΚ είναι η παρατεταμένη στασιμότητα της αγροτικής παραγωγής και η συρρίκνωση ορισμένων ζωτικών κλάδων, όπως της κτηνοτροφίας. Αμεση συνέπεια είναι η διευρυνόμενη αύξηση των εισαγωγών τροφίμων, τα οποία συχνά είναι ανασφαλή, ακατάλληλα και ορισμένες φορές και επικίνδυνα για τη δημόσια υγεία. Σημειώνεται ότι τα ποσοστά εισαγωγών είναι συντριπτικά (πάνω από 70% για το βόειο κρέας, 50% για το γάλα, 45% για το χοιρινό κρέας, 30% για το κρέας πουλερικών κλπ.). Ανάλογη είναι η εικόνα στα ψάρια, αλλά και σε δημητριακά κλπ. Η ραγδαία αυτή αύξηση των εισαγωγών έχει συνέπειες, όμως, και στο αγροτικό εμπορικό ισοζύγιο, που από πλεονασματικό την εποχή της εισόδου της Ελλάδας στην ΕΟΚ, σήμερα είναι έντονα ελλειμματικό και το 2005 έφτασε στα 2 δισ. ευρώ.

Πολλαπλές επιπτώσεις

Τα διατροφικά προβλήματα στη χώρα μας οφείλονται στον καπιταλιστικό χαρακτήρα της παραγωγής τους, όπως αυτός εκφράστηκε με τις αντι-αγροτικές πολιτικές όλων των μέχρι σήμερα κυβερνήσεων και της ΕΕ. Με την ένταξη της χώρας στην ΕΕ, άρχισε να εφαρμόζεται και στη χώρα μας η Κοινή Αγροτική Πολιτική που στόχο της είχε να επιταχύνει τη συγκέντρωση της γης και της παραγωγής σε λιγότερα χέρια ξεκληρίζοντας τους μικρομεσαίους αγρότες.

Οι κατευθύνσεις αυτές προωθήθηκαν με πολλά μέσα, κυριότερα από τα οποία είναι οι κοινοτικές επιδοτήσεις και τα λεγόμενα διαρθρωτικά προγράμματα. Τα κοινοτικά κονδύλια που δόθηκαν στην αγροτική οικονομία της χώρας μας ως επιδοτήσεις των αγροτικών προϊόντων και ως διαρθρωτικά προγράμματα είχαν στόχο να εξασφαλίσουν φτηνή πρώτη ύλη στους εμποροβιομήχανους, να συρρικνώσουν την αγροτική παραγωγή με μαζικές εκριζώσεις ροδακίνων, αμπελώνων κλπ. και να τη συγκεντρώσουν σε λιγότερα χέρια με τα προγράμματα πρόωρης συνταξιοδότησης, νέων αγροτών κ.ά. Στα πλαίσια της ΚΑΠ καθορίστηκαν ανώτατα όρια παραγωγής (ποσοστώσεις) για όλα τα αγροτικά προϊόντα και κυρίως στα ζωοκομικά, πολύ κάτω από τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας και τις ανάγκες διατροφής του ελληνικού λαού. Ετσι, με την ένταξη στην ΕΟΚ, η ελληνική αγορά μετατράπηκε σε καλό πελάτη των αναπτυγμένων κτηνοτροφικά χωρών της και βοήθησε στην απορρόφηση των πλεονασματικών για τις χώρες αυτές ζωοκομικών προϊόντων. Πολύ χαρακτηριστικό και επίκαιρο είναι το θέμα του γάλακτος, όπου η εθνική ποσόστωση έχει καθοριστεί στο 50% των αναγκών της χώρας, όταν η αντίστοιχη ποσόστωση για την Ολλανδία έχει καθοριστεί στο 800% των αναγκών της. Αργότερα ακολούθησαν οι αναθεωρήσεις της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής που υλοποιούν τις νέες συμφωνίες στα πλαίσια του ΠΟΕ και επιδιώκουν να επιταχύνουν τους ρυθμούς ξεκληρίσματος των αγροτών.

Χαρακτηριστικό και επίσης επίκαιρο είναι το παράδειγμα της ζάχαρης, όπου, αν και η χώρα μας ήταν μέχρι σήμερα αυτάρκης, με τη νέα αναθεωρημένη ΚΑΠ καλείται να εφαρμόσει αυστηρούς περιορισμούς στην τευτλοκαλλιέργεια, που θα έχουν τραγικές συνέπειες για μερικές χιλιάδες τευτλοπαραγωγών και θα οδηγήσουν σε πρώτη φάση σε κλείσιμο των δύο από τα πέντε εργοστάσια ζάχαρης, οδηγώντας στην ανεργία και τους εργάτες τους. Φυσικά, όλα αυτά για να περάσουν χρειάστηκαν και χρειάζονται τις αντίστοιχες αντι-αγροτικές πολιτικές των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ και όλων όσοι αποδέχονται τον δήθεν μονόδρομο της ΕΕ. Αυτές τις πολιτικές, που, εκτός των άλλων, περιλαμβάνουν και αυταρχικά μέτρα («αγροτοδικεία», ΜΑΤ κ.ά.), καθώς και τα δεκανίκια τους (ΠΑΣΕΓΕΣ, ΣΥΔΑΣΕ, ΓΕΣΑΣΕ), οι μικρο-μεσαίοι αγρότες πρέπει να τις θυμηθούν και να τιμωρήσουν τα κόμματα του δικομματισμού και τους υποψηφίους τους στις νομαρχιακές και δημοτικές εκλογές, να αρνηθούν να προσυπογράψουν με την ψήφο τους την καταστροφή τους.

Να εξαλειφθούν οι αιτίες

Οσο, όμως, κι αν οι παρατηρήσεις αυτές για την Κοινή Αγροτική Πολιτική αποδείχνουν τις τραγικές συνέπειες στην παραγωγή τροφίμων, δεν πρέπει να δημιουργούνται αυταπάτες ότι με μια άλλη ίσως καλύτερη ΚΑΠ, το πρόβλημα θα μπορούσε να επιλυθεί. Χωρίς να υποτιμάται η αξία για την ανάπτυξη και διεύρυνση των αγώνων των μικρο-μεσαίων αγροτών και όλου του λαού για την απόκρουση των αντι-αγροτικών και αντιλαϊκών πολιτικών (όπως στο θέμα των ποσοστώσεων παραγωγής ή στο θέμα των ελεγκτικών μηχανισμών της καταλληλότητας των τροφίμων), οριστική επίλυση μπορεί να υπάρξει μόνο όταν εξαλειφθούν οριστικά οι αιτίες που δημιουργούν τα προβλήματα. Είτε πρόκειται για μειώσεις στην παραγωγή με σκοπό να διατηρούνται υψηλά οι τιμές, είτε πρόκειται για ακατάλληλα τρόφιμα, μόνο όταν εξαλειφθεί το κέρδος, στην απόκτηση και μεγιστοποίηση του οποίου υποτάσσουν τα πάντα οι βιομήχανοι και οι πολυεθνικές, μπορεί να νοηθεί οριστική λύση. Η συνειδητοποίηση αυτής της αναγκαιότητας, η δημιουργία και ενδυνάμωση ενός μετώπου συσπείρωσης και αντεπίθεσης είναι βασική προϋπόθεση, που θα συμβάλει στο πέρασμα της εξουσίας από τα χέρια του κεφαλαίου και των πολιτικών του εκπροσώπων στα χέρια του λαού για την εφαρμογή της λαϊκής οικονομίας. Θεμελιακό συστατικό της λαϊκής οικονομίας στο ζήτημα των τροφίμων θα είναι η σύγκρουση με τις επιδιώξεις του κεφαλαίου και η παραγωγή των τροφίμων όχι με σκοπό το κέρδος και τις επιδιώξεις των πολυεθνικών, αλλά με βάση τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας και τις ανάγκες διατροφής του λαού με φτηνά, άφθονα και υγιεινά τρόφιμα.


Λάμπρος ΤΣΕΛΙΚΑΣ
Κτηνίατρος