ΒΟΛΦΓΚΑΝ ΜΟΥΡΝΜΠΕΡΓΚΕΡ
Silentium
Πέμπτη 19 Οχτώβρη 2006

Θα πρέπει, φαίνεται, να ευχαριστήσουμε το «θεό», που η δική μας εκκλησία δεν κατάφερε αυτά που κατάφερε η καθολική. Να εισχωρήσει, δηλαδή, πιο βαθιά στο κράτος. Να γίνει η ίδια κράτος! Να εισχωρήσει πιο βαθιά στην εκπαίδευση. Να φτιάξει δικά της σχολεία. (Τώρα με τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, θα τα μάθατε, της άνοιξε και της δικής μας εκκλησίας η όρεξη).

Τις παραπάνω φρικτές σκέψεις τις έκανα όσο έβλεπα την ταινία «Silentium». Η οποία έχει σαν σκηνικό ένα καθολικό μοναστήρι. Μέσα στο οποίο λειτουργεί και ένα εκκλησιαστικό σχολείο. Πρόκειται για κόλαση. Μια κόλαση που κρύβεται κάτω από μια τέλεια υποκρισία και μια τέλεια σιωπή (Silentium).

Ο Βόλφγκαν Μουρνμπέργκερ, ενώ, φαινομενικά, εξετάζει μια αστυνομική ιστορία, το θάνατο του διευθυντή του μουσικού φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ, στην ουσία εξετάζει τη συμπεριφορά της εκκλησίας. Ο διευθυντής του φεστιβάλ είχε φοιτήσει στο εκκλησιαστικό οικοτροφείο του μοναστηριού και εκεί είχε πέσει θύμα σεξουαλικής παρενόχλησης από τον επίσκοπό του. Την οποία παρενόχληση, για βιασμό πρόκειται, την κράτησε σε απόλυτη σιωπή. Ωσπου κάποια μέρα, μετά από πολλά χρόνια και ενώ είχε γίνει διευθυντής του φεστιβάλ, παντρεμένος και με κύρος, μέρος του συστήματος δηλαδή, για να ανακουφιστεί προφανώς, αποφάσισε να μιλήσει!

Να μιλήσει; Ποιος θα αφήσει την εκκλησία να εκτεθεί; Ολος ο «καλός» κόσμος, ακόμα και η γυναίκα του, είναι υποχρεωμένοι να εμποδίσουν την αποκάλυψη. Αφήστε που όλος ο «καλός» κόσμος, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, συμμετέχει στα όργια της εκκλησίας. Είτε αυτά είναι πολιτικά, είτε οικονομικά, είτε σεξουαλικά! (Τις περισσότερες φορές όλα αυτά αποτελούν ένα).

Η ταινία είναι «παράξενη». Ενώ ο χρόνος είναι ο σημερινός, έχεις την αίσθηση ότι βρίσκεσαι στο μεσαίωνα! Τα πρόσωπα, τα ντεκόρ, τα κοστούμια, οι συμπεριφορές των ερμηνευτών, οι σιωπές, η ατμόσφαιρα, όλα μοιάζουν να βρίσκονται και να συμβαίνουν σε άλλες εποχές. Τότε που επικρατούσε αναγκαστική σιωπή. Τότε που οι επικυρίαρχοι, βασιλείς, άρχοντες, εκκλησία, είχαν δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στους υπηκόους τους. Ολα αυτά, που φαίνονται τόσο τραβηγμένα να συμβαίνουν στην εποχή μας, στην ταινία συμβαίνουν απόλυτα «φυσιολογικά». Και αυτό οφείλεται στην ικανότητα του δημιουργού της. Την ικανότητα να σου λέει τρομερά πράγματα με πολύ απλό και γεμάτο χιούμορ τρόπο.

Ο «τρόπος» που διάλεξε ο σκηνοθέτης, το «χιούμορ» και η «υπερβολή», ο σουρεαλισμός αρκετές φορές, για να κάνει τα κοινωνικά και θρησκευτικά του σχόλια, του έδωσε την ευκαιρία να μιλήσει για πράγματα που δε θα μπορούσε να πει με «σοβαρό», με συμβατικό δηλαδή, τρόπο. Γιατί θα γινόταν υπερβολικά καταγγελτικός και, τελικά, υπερβολικά διδακτικός! Θα έχανε, με άλλα λόγια, την αιχμηρότητά του.

Με το δικό του τρόπο αφήγησης, τον «αφηρημένο» και «χαοτικό», ο Βόλφγκαν Μουρνμπέργκερ δεν αφήνει τίποτα έξω. Αν ο θεατής έχει όρεξη να δει, μπορεί να δει τα «πάντα». Γιατί είναι όλα εκεί! Το μυστήριο, το σασπένς, ο έρωτας, η κριτική. Και όλα είναι καμωμένα με ικανοποιητικό, για να μην πω άρτιο, αισθητικά τρόπο. Μοχλός και ξεναγός, στην ιστορία που αφηγείται η ταινία, είναι μια εκπληκτική κινηματογραφική φιγούρα. Ενας «φευγάτος» ιδιωτικός αστυνομικός. Ο οποίος ψάχνει το θάνατο του διευθυντή. Και ψάχνοντας χώνεται βαθιά και χώνει και εμάς βαθιά στην υποκρισία και την αμαρτία. Και μέσα σε αυτή την κόλαση ο θεατής έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με μια άθλια, αλλά τόσο γνωστή και σε εμάς, πινακοθήκη επισκόπων, παπάδων, παραγόντων, δασκάλων...

Η ταινία του Βόλφγκαν Μουρνμπέργκερ είναι από τις ταινίες που απαιτούν προσοχή κατά την προβολή και προκαλούν κουβέντα μετά από αυτή. Δεν πρόκειται, βέβαια, για κάποιο αριστούργημα. Ομως, έχει αρκετή κινηματογραφική μαγεία! Και έως ένα σημείο παίζει και τον κοινωνικό της ρόλο. Κάνει το σκεπτόμενο άνθρωπο ακόμα πιο σκεπτόμενο. Και όλα αυτά με πολύ χαριτωμένο τρόπο, τα είπαμε!

Παίζουν: Γιόζεφ Χάντερ, Σιμόν Σβαρτς, Χοακίμ Κρολ, Μαρία Κούστλινγκερ.