Η ραγδαία άνοδος στην κατανάλωση εμφιαλωμένου νερού επιβεβαιώνεται και από τα στοιχεία μελέτης του ΙΟΒΕ για την περίοδο 1989-1999
Σύμφωνα με τη μελέτη, το 65-70% της συνολικά καταναλισκόμενης ποσότητας εμφιαλωμένων νερών ζητείται από τον Απρίλη έως και το Σεπτέμβρη, προσδίδοντας έντονα τα χαρακτηριστικά της εποχικότητας στο προϊόν.
Οι εντυπωσιακοί ρυθμοί αύξησης της εγχώριας ζήτησης για εμφιαλωμένο νερό κατά τη διάρκεια 1989-1993, με μέσους ετήσιους ρυθμούς της τάξης του 27,3%, προσέλκυσαν στην παραγωγική διαδικασία της εμφιάλωσης νερού πάρα πολλές επιχειρήσεις κάθε μεγέθους. Η επιβράδυνση των ρυθμών με τους οποίους η ζήτηση αυξανόταν κατά την περίοδο 1994-96, σε συνδυασμό με τους αυστηρότερους ελέγχους ποιότητας των αρμοδίων κρατικών φορέων, τα σημαντικά επενδυτικά σχέδια των κυριοτέρων επιχειρήσεων του κλάδου, καθώς και η εκμετάλλευση των τελευταίων για τη διανομή και την προώθηση των προϊόντων τους οδήγησαν πολλές από τις μικρές επιχειρήσεις σε έξοδο από τον κλάδο της εμφιάλωσης νερού.
Στην παραγωγή εμφιαλωμένων νερών δραστηριοποιούνται περί τις 50-60 εταιρίες, οι οποίες το 1999 εμφιάλωσαν συνολικά 490,5 εκατομμύρια λίτρα , εκ των οποίων το 5-6% αφορούν τα ανθρακούχα νερά. Κατά την τελευταία τριετία το μέγεθος της παραγωγής αυξάνεται με μέσους ετήσιους ρυθμούς της τάξης του 9,8%, ακολουθώντας τους αυξανόμενους ρυθμούς της εγχώριας ζήτησης για εμφιαλωμένο νερό.
Από τα στοιχεία της μελέτης του ΙΟΒΕ προκύπτει ότι και στα εμφιαλωμένα νερά παρατηρείται συγκέντρωση του ελέγχου της παραγωγής και των πωλήσεων σε λίγα χέρια . Συγκεκριμένα, οι πωλήσεις των 4 μεγαλύτερων επιχειρήσεων στην κατηγορία των επιτραπέζιων μεταλλικών νερών καταλαμβάνουν μερίδιο έως και 61% κατά την περίοδο 1997-1999. Ακόμη υψηλότερο παρουσιάζεται το ανάλογο μερίδιο στην αγορά των ανθρακούχων φυσικών μεταλλικών νερών. Τα μερίδια των μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεων του κλάδου - αν και μικρά - βαίνουν αυξανόμενα κατά την πιο τελευταία περίοδο.
Τα μεγέθη του εξωτερικού εμπορίου παρουσιάζονται ιδιαίτερα χαμηλά. Από το 1995 και μετά, οι εξαγωγές - οι οποίες κατά το 1998 ανήλθαν σε 18 εκατομμύρια λίτρα, αξίας 906 εκατομμυρίων δραχμών - αποτελούν κατά μέσο όρο το 4% των συνολικά παραγόμενων ποσοτήτων, ενώ οι εισαγωγές - οι οποίες για το 1998 ανήλθαν σε 5,37 εκατομμύρια λίτρα, αξίας 1 δισεκατομμυρίου δραχμών - αποτελούν το 1,5% της καταναλισκόμενης ποσότητας. Ωστόσο, οι ελληνικές εξαγωγές εμφιαλωμένων νερών κατά τα έτη 1990-1998 παρουσιάζουν τους υψηλότερους μέσους ετήσιους ρυθμούς αύξησης από τους αντίστοιχους των χωρών - μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, 32,52% σε όρους αξίας με μέσο κοινοτικό 7,58%.
Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ, οι σημαντικότερες αιτίες που οδήγησαν στην αύξηση της κατανάλωσης των εμφιαλωμένων νερών στην Ελλάδα κατά την τελευταία δεκαετία σχετίζονται: