Χτισμένο πάνω σε έναν τεχνητά υπερυψωμένο μικρό λόφο, σε παραχωρημένη από το Δήμο Αιτωλικού έκταση 25 στρεμμάτων, αγναντεύει τη γαλήνια «νερένια πολιτεία», και τις ήρεμες, οριζόντιες γραμμές της λιμνοθάλασσας. Το κτίσμα είναι διώροφο. Οι εκθεσιακοί χώροι (δύο αίθουσες 400 τ.μ. η κάθε μια) και η αίθουσα υποδοχής, που τις συνδέει, βρίσκονται στον όροφο, όπου φιλοξενούνται οι πέντε κύριες ενότητες δουλιάς της Β. Κατράκη. Τετρακόσια περίπου έργα, πολλά χαρακτικά ανάτυπα και μεγάλο μέρος από τις μήτρες (ξύλα και πέτρες), πάνω στα οποία χάραξε τα έργα της. Εκτίθενται, επίσης, μεγάλα και μικρά σε μέγεθος μαυρόασπρα και χρωματιστά σχέδια, καθώς και σχέδια προετοιμασίας για την παραγωγή του χαρακτικού ανατύπου. Τη συλλογή ενισχύουν τα αντικείμενα τέχνης, καλλιτεχνικές αφίσες και ζωγραφικά έργα. Ακόμη, φιλοξενούνται το εργαστήριο, η βιβλιοθήκη, τα αρχεία της και πολλές φωτογραφίες.
Στο Μουσείο φιλοξενείται η 15χρονη δουλιά της Β. Κατράκη στο παραδοσιακό ξύλο και η 35χρονη χαρακτική της στην πέτρα. «Περνώντας από το ξύλο στην πέτρα έφερε τα πάνω - κάτω στη χαρακτική τέχνη παγκόσμια», μας λέει ο στενός της φίλος, τεχνοκριτικός και υπεύθυνος για την παρουσίαση των έργων στο Μουσείο, Κώστας Σταυρόπουλος. «Η δουλιά της στην πέτρα απελευθέρωσε το μέγεθος της χαρακτικής, βγάζοντάς την από την ομηρία της τυπογραφίας και της διαφήμισης. Η Β. Κατράκη αυτονόμησε αισθητικά το χαρακτικό ανάτυπο και το έκανε μοναδικό έργο τέχνης. Κι από αυτά τα σημεία προχώρησε στη μεγαλύτερη δυνατή αφαίρεση χωρίς ποτέ να φτάσει στην απόλυτη γραφή της ανεικονικής τέχνης του Καντίνσκι και του Γ. Σπυρόπουλου. Τα χαρακτικά στην πέτρα περικλείουν το θάρρος των ιδεών της. Αυτή η πέτρα, της έβγαλε και μια ματιέρα. Ματιέρα που ήταν συστατικό στοιχείο της έκφρασής της και όχι διακοσμητικό».
Οπως έλεγε η ίδια, «διερευνώντας τους παραδοσιακούς τρόπους χάραξης πάνω στα καθιερωμένα υλικά, όπως στο όρθιο και στο πλάγιο ξύλο, στο χαλκό κλπ., ένιωσα σιγά σιγά να εξαντλούνται οι εκφραστικοί τρόποι που ταίριαζαν στην ιδιοσυγκρασία μου. Στην περιπλάνηση των αναζητήσεών μου για το υλικό που θα εκπλήρωνε τις εκφραστικές μου ανάγκες, στάθηκα στον ψαμμίτη λίθο, που με την αδρή του επιφάνεια και την αδιερεύνητη περιοχή του, μου άνοιξε το δρόμο για τα μεγάλα σχήματα και στη βαθιά κι ελεύθερη χειρονομία. Η επαφή μου με την τραχιά αυτή κρητική πέτρα με οδήγησε και στην αναζήτηση καινούριων εργαλείων. Ο μαστρακάς και τα καλέμια των γλυπτών με βοήθησαν σ' αυτό. Με βαθιές εγκοπές, με σκληρά γδαρσίματα, με απότομα ή ελαφρά περάσματα από τα μαύρα στ' άσπρα κι αντίθετα, προσπάθησα να κατακτήσω την άγνωστη γλώσσα του καινούριου αυτού υλικού και να του αποσπάσω τα μυστικά, που θα βοηθούσαν στην έκφραση των αναγκών μου».
«Οσοι έχουν δει μέχρι σήμερα το Μουσείο Βάσως Κατράκη στο Αιτωλικό», συνεχίζει ο Κ. Σταυρόπουλος, «μιλούν συγκινημένοι για την έκταση του έργου της, την ποιότητα και την εμπνευσμένη μορφοπλαστική εμφάνισή του. Από τη δουλιά της, γεννήθηκε ένα καινούριο ελληνικό έργο μετά από 30 αιώνες, το οποίο ως τέχνη, καταθέτει τολμηρά και πρωτοποριακά, τη μυθολογική, ιστορική μαρτυρία και τοιχογραφία του πολύπαθου επαναστατημένου ακραία 20ού αιώνα. Το έργο της είναι οικουμενικό. Απόδειξη ότι βραβεύτηκε τέσσερις φορές μέσα στην 50χρονη δράση της, διαγωνιζόμενη με 150 χώρες και παραπάνω κάθε φορά».
«Πλούσια η θεματολογία της, με τις κατακόρυφες πτώσεις Ικάρων, την πτώση του Γεωργίου Καραϊσκάκη και του Αρη Βελουχιώτη, ως κορυφαία άτομα της ελληνικής τραγωδίας και στη μια και στην άλλη περίπτωση 1821 και 1941 - '44. Η απόφαση της Αντιγόνης να σκεπάσει το νεκρό αδελφό της, παρά την απαγόρευση του Κρέοντα και οι "Μάνες Πλατυτέρες" σηματοδοτούν το ιστορικό και κοινωνικό γίγνεσθαι χωρίς αναπαμό για περισσότερη ατομική και συλλογική ελευθερία».