Αντίο, Χριστόφορε
Κυριακή 21 Γενάρη 2007

Οι τελευταίες κουβέντες του μαζί μου ήταν για το άρθρο 16. Μόλις είχαν τελειώσει οι ειδήσεις των δώδεκα και χτύπησε το τηλέφωνο. «Μόνοι σας, πάλι!». «Κακό είναι αυτό;». «Κακό δεν είναι, αλλά τι βγαίνει;». «Ενημερώνεται ο κόσμος». «Και που ενημερώνεται, πάλι τι βγαίνει; ΝΔ, ΠΑΣΟΚ ψηφίζουνε. Κάτι άλλο πρέπει να γίνει. Κάτι πιο αποτελεσματικό!».

Αυτό γίνονταν χρόνια τώρα. Κάθε βράδυ, δυο φορές το βράδυ, άλλοτε τρεις και τέσσερις, ανάλογα με τα γεγονότα που απασχολούσαν τις ειδήσεις ή τις συζητήσεις που συνήθως ακολουθούν, «ντρινγκ» το τηλέφωνο. Και αν δε με έπαιρνε εκείνος, που συνήθως εκείνος με έπαιρνε γιατί, παρότι έφτασε στα 77 χρόνια του, ήταν σαν παιδί γεμάτος ερωτήματα, τον έπαιρνα εγώ. Πότε για τις εργατικές κινητοποιήσεις, πότε για τον Φιντέλ Κάστρο, πότε για τον πόλεμο στο Ιράκ. Και στήναμε κουβέντα.

Τις περισσότερες φορές διαφωνούσαμε. Οχι στις διαπιστώσεις, στη λύση. Δεν ήθελε να ακούσει (δεν είχε την υπομονή να περιμένει) για «τις αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες, που πρέπει να συμφωνήσουν», όπως τον πείραζα! Ηθελε πάση θυσία να «βιάσει» τα πράγματα. Τρόμαζε με τις επιθέσεις της αστικής τάξης πάνω σε όλες τις εργατικές κατακτήσεις. Μικροσυνταξιούχος και ο ίδιος έβλεπε, παρότι ο ίδιος δεν κινδύνευε, πια, άμεσα, ότι οι εργαζόμενοι οδηγούνται, με μαθηματική ακρίβεια, στην εξαθλίωση. Και η εξαθλίωση, ήξερε, δεν είναι καλός σύμβουλος για την επανάσταση.

«

Εσείς φταίτε», μου έλεγε και ήταν πράγματι θυμωμένος μαζί μας! «Γιατί εμείς; Εμείς κυβερνάμε;» «Γι' αυτό φταίτε, που δεν κυβερνάτε!» «Μα, ο κόσμος!». «Ο κόσμος! Αυτή είναι η δουλειά σας. Να πείσετε τον κόσμο!» Καινούριες διαφωνίες. Ακόμα και όταν αναγνώριζα, άλλοτε για να του κάνω το χατίρι και άλλοτε γιατί το πίστευα, και τις δικές μας ευθύνες. «Εσείς φταίτε», έλεγε και στέγνωνε το στόμα του. Γιατί, και δεν ήταν ο μόνος, πάνω στο ΚΚΕ ακούμπαγε όλες τις επιθυμίες του. Και είχε φτιάξει μέσα του ένα κόμμα που, μέσα στις «υποκειμενικές και αντικειμενικές συνθήκες που ζούμε», δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει. Μας έβλεπε σαν μια μεταφυσική πολιτική δύναμη. Κάτι σαν τον Αϊ - Γιώργη, με το κοντάρι. Ετσι μας ήθελε! Τιμωρούς! Ξαφνικά, σαν από θαύμα, να ανοίξουμε τα φτερά μας και με τις φτερούγες μας να σκορπίσουμε τους εχθρούς και τα σκοτάδια και να πάρουμε τον κόσμο στην αγκαλιά μας και να τον οδηγήσουμε, σήμερα κιόλας, στο κομμουνιστικό ταξίδι που του υποσχόμαστε.

Δεν τον αδικώ! Ο Χριστόφορος, για αντικειμενικούς λόγους, έμαθε αργά τι του κλέψανε. Και το έμαθε σιγά σιγά, με αργούς ρυθμούς! Και επειδή έβλεπε πως η κλοπή συνεχίζεται, γινότανε άγριος και έχανε την κρίση του. Θύμωνε αναδρομικά. Από παιδί, τι από παιδί, από νήπιο ακόμα, στη δουλιά! Μισακά καπνά στα χωράφια και παράλληλα στο ραφείο. Η επιβίωση έκλεψε το μεγαλύτερο χρόνο από τη ζωή του. Μετά ήρθαν τα παιδιά, μεγάλωσαν οι υποχρεώσεις. Βουτηγμένος, λοιπόν, στο μεροκάματο, και για να μην εκτεθεί σε κανέναν, δουλιά, δουλιά, δουλιά. Και όπως ήταν φυσικό, έφυγε μέσα από τα χέρια του το μεγαλύτερο, και το ομορφότερο κομμάτι της ζωής του. Μέσα του, ωστόσο, και από δική του θέληση και από τις «αντικειμενικές συνθήκες» (ένα «πέρασμα» μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ, περισσότερος ελεύθερος χρόνος, παιδιά πολιτικοποιημένα και σπουδασμένα), οι πληροφορίες που συγκέντρωσε για τις ομορφιές της ζωής (γνώση) έπιασαν ρίζες. Εμαθε και πείστηκε πως ο κόσμος είναι άδικος και πρέπει να αλλάξει!

Ομως, με κάθε τρόπο αρνιόταν να «μάθει» και το «δεύτερο σκέλος» αυτής της «υπόθεσης». Αρνιόταν να μάθει, ίσως να μην ήθελε κιόλας, πως αυτή η αλλαγή θέλει γαϊδουρινή υπομονή! Θέλει να χτίζεις, και οι «συνθήκες» να σου γκρεμίζουν αυτό που έχτισες. Και εσύ πάλι από την αρχή. Και πάλι, και πάλι! Δεν είχε υπομονή ή δεν ήθελε να βάλει σε δοκιμασία την υπομονή του!..

Ωστόσο, αν κρίνω και από το θυμό του το τελευταίο βράδυ που μιλήσαμε, το τελευταίο του βράδυ, από την επιμονή του πως «εμείς φταίμε για όλα», «πως εμείς πρέπει να βρούμε τη λύση», γιατί «δική μας είναι η ευθύνη», είμαι σίγουρος πως στο βάθος του νου του ήξερε - και πολύ καλά μάλιστα - πως δε «φταίμε εμείς» ή τουλάχιστον μόνον εμείς, για την «καθυστέρηση». Η φωνή του, εκείνο το βράδυ, τουλάχιστον εκείνο το βράδυ, έδειχνε να γνώριζε για τους «νόμους» αυτής της διαδικασίας. Αν επέμεινε, χρόνια τώρα, και πιο έντονα το τελευταίο του βράδυ, «πως εμείς φταίμε», είναι γιατί ήθελε να μας κρατάει σε εγρήγορση! Ηθελε φεύγοντας να μας επισημάνει, και πρώτα σε εμένα τον αδερφό του, πως σε εμάς στηρίζει τις επιθυμίες του.


Του
Νίκου ΑΝΤΩΝΑΚΟΥ