Η συνεχιζόμενη κρίση στη Μέση Ανατολή, η αποτυχία της διαδικασίας που άρχισε με τις ανταλλαγές επισκέψεων Σαντάτ - Μπέγκιν σε Ισραήλ και Αίγυπτο αντίστοιχα και οι συνεχείς συγκρούσεις που τις διαδέχονται, με αποκορύφωμα την ισραηλινή εισβολή στο Λίβανο το Μάρτη του 1978, δημιουργούν ένα σκηνικό που δεν υπόσχεται τίποτα το θετικό για την έκβαση των συνομιλιών.
Ωστόσο οι επαφές των δυο πλευρών δεν σταμάτησαν ποτέ και οι Ηνωμένες Πολιτείες επιμένουν στις πολύπλοκες ισορροπίες της πολιτικής τους, επιχειρώντας, χωρίς να υπονομεύσουν τις σχέσεις τους με το Ισραήλ, να αποστείλουν θετικά μηνύματα προς τη Σαουδική Αραβία και την Αίγυπτο. Οι Αμερικανοί προσδοκούσαν να ρυμουλκήσουν την Αίγυπτο στο δυτικό στρατόπεδο χρησιμοποιώντας την πολιτική «καρότο και μαστίγιο». Ετσι υπολόγιζαν ότι έφθαναν σε διευθέτηση του Παλαιστινιακού σε βάρος των Παλαιστινίων, ενώ θα πετύχαιναν και την αποδυνάμωση της σοβιετικής επιρροής στον αραβικό κόσμο.
Οι παλαιστινιακές αρχές φοβούμενες μια τέτοια εξέλιξη δήλωσαν ότι θα συνεχίσουν και θα εντείνουν την εκστρατεία κατά του Ισραήλ. Στις δύο επιθέσεις που σημειώθηκαν σε αεροπλάνα της Ελ - Αλ από Παλαιστίνιους αντάρτες, το Ισραήλ απαντά με τον αεροπορικό βομβαρδισμό των στρατοπέδων των Παλαιστινίων και των προσφυγικών καταυλισμών.
Οι συνομιλίες Σαντάτ - Μπέγκιν άρχισαν στις 5 Σεπτέμβρη 1978 στο Καμπ Ντέιβιντ και συνεχίστηκαν για δέκα μέρες σε καθεστώς πλήρους μυστικότητας. Στις 15 Σεπτέμβρη ο Αμερικανός Πρόεδρος, Τζ. Κάρτερ, εμφανίζεται στην τηλεόραση για να αναγγείλει ότι ο Πρόεδρος της Αιγύπτου και ο πρωθυπουργός του Ισραήλ κατέληξαν σε δυο συμφωνίες. Ουσιαστικά επρόκειτο για την τυπική επικύρωση του περάσματος της Αιγύπτου στο αμερικανοϊσραηλινό στρατόπεδο.
Ο ηγέτης της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, Γιάσερ Αραφάτ, εξαπολύει σφοδρή επίθεση στον Σαντάτ και τον κατηγορεί ότι «αντάλλαξε την αραβική Ιερουσαλήμ με την έρημο του Σινά» και προειδοποιεί τις Ηνωμένες Πολιτείες για έξαρση του παλαιστινιακού αγώνα. Ο Αραφάτ στη δήλωσή του υπόσχεται ότι «τα αμερικανικά συμφέροντα θα πληρώσουν το αντίτιμο των αποφάσεων του Καμπ Ντέιβιντ».