Δεν έζησε ματαίως!

Τέσσερα χρόνια συμπληρώθηκαν στις 23 Φλεβάρη από το θάνατο του συντρόφου μας Τίτου Βανδή

Κυριακή 25 Φλεβάρη 2007

Σκηνή από την τελευταία του παράσταση «Κλάρενς Ντάροου»
«Ημουνα βέβαιος πως δίπλα μου υπήρχαν θαυμάσιοι άνθρωποι που ήθελαν ν' αγωνιστούν και δεν ήξεραν πώς. Κουβαλούσα πιστόλια. Μοίραζα προκηρύξεις... κι ακόμα όταν έπαιζα στο θέατρο, προσπαθούσα να παίζω καλύτερα, γιατί είχα πιο πολλές ευθύνες. Γιατί ήμουνα κομμουνιστής»... (Από το βιβλίο του Τίτου Βανδή «Κουβέντα με τους φίλους μου»).

Κουβέντες, σκέψεις και γεγονότα που αγκαλιάζονται με το γνήσιο, τον αυθόρμητο λόγο του σπουδαίου μας ηθοποιού που τέτοιες μέρες συντροφεύει τη μνήμη μας και μας λείπει περισσότερο. Μας λείπει το αφοπλιστικό του χιούμορ, η αισιοδοξία και η αγωνιστικότητά του, όμως η δύναμη με την οποία τα έδωσε όλα αυτά «καταργεί» τα σύνορα του χρόνου και τον νιώθουμε πάντα δίπλα μας. Η λεβεντιά του, το χιούμορ, το χαμόγελό του, η αισιοδοξία του, η περηφάνια, η αγωνιστικότητά του, είναι χαραγμένα δίπλα από την εικόνα και το όνομά του.

Πολύ πικρά ξεκίνησε εκείνο το πρωινό της Κυριακής, 23 Φλεβάρη του 2003 που ο Τίτος Βανδής έφυγε για πάντα. Ο ΕΑΜίτης, ο κομμουνιστής, ο σπουδαίος ηθοποιός που υπερέβη τα σύνορα του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου και έγινε διεθνής, ονομαστός στο Μπροντγουέι και στο Χόλιγουντ, πέρασε στην ιστορία των αγώνων του λαού μας και του σύγχρονου πολιτισμού μας. Σε όποιους τον γνώριζαν και τον αγαπούσαν «κληροδότησε» σαν παντοτινή ανάμνηση τη γελαστή, γοητευτική, αξιαγάπητη μορφή του, το αστείρευτο χιούμορ του, τη λατρεία του για τη «μοναδική γυναίκα της ζωής του», Μπέτυ Βαλάση, η οποία του πρόσφερε απλόχερη αγάπη, άγρυπνη τρυφερότητα και έγινε «ασπίδα» και «προστάτιδα θεά» του στον τελευταίο του αγώνα.

Αληθινός όπως η ζωή

Στη ζωή του Τίτου Βανδή, η καλλιτεχνική δημιουργία και η πάλη για ένα καλύτερο αύριο βάδισαν χέρι χέρι. Ηταν κομμουνιστής από τα νεανικά του χρόνια και κομμουνιστής έμεινε μέχρι την τελευταία πνοή του. Στην ΕΑΜική Αντίσταση, στα χρόνια που το ΚΚΕ ήταν παράνομο, στη νομιμότητα... Ως απλός μαχητής και ως υποψήφιος βουλευτής του Κόμματος. Αν και βαριά άρρωστος, συνέχιζε να αρθρογραφεί στο «Ριζοσπάστη» μέχρι τέλους. Δραστήριο μέλος της εργατικής «Κοινωνικής Αλληλεγγύης» από τα 1934, συνδέθηκε με το ΚΚΕ και έπειτα με το ΕΑΜ Θεάτρου. Μετά την υποχώρηση συμμετείχε στους ΕΑΜίτικους θιάσους, που έδιναν παραστάσεις στην επαρχία.

Ο Τίτος Βανδής μαθητής στη δραματική σχολή
«Πιστεύω» έλεγε «ότι κάθε τίμιος άνθρωπος πρέπει να είναι κομμουνιστής. Δεν μπορεί να είναι δίκαιο, δεν μπορεί να είναι ζωή το να οικονομάνε οι λίγοι και οι πολλοί να πεινάνε. Αρχίζεις και σκέφτεσαι, πώς έγινε η κοινωνία. Από τη στιγμή που υπάρχει ο άνθρωπος, μερικοί έχουν βρει τον τρόπο να κυριαρχούν, να είναι πιο δυνατοί. Αυτοί έκαναν τους νόμους, αυτοί εφεύραν την αστυνομία και το στρατό, για το έθνος λέει, αλλά δεν το έχουν για το έθνος, όλα για την τσέπη τους».

Ο Τίτος Βανδής, πέρα από όλα τ' άλλα, μας άφησε παρακαταθήκη και ένα βιβλίο, το «Κουβέντα με τους φίλους μου» (εκδόσεις «Προσκήνιο» - Αγγελου Σιδεράτου), στο οποίο, χωρίς πρόθεση να θεωρητικολογήσει, να αναλύσει ή να υποδείξει, αυτοβιογραφείται... Και χωρίς πάλι να είναι μια τυπική βιογραφία, αποτελεί μια πραγματικά δυνατή αναγνωστική ιστορία, μυθιστορηματικής αξίας δημιούργημα, με μια εκπληκτική ισορροπία συναισθημάτων, που περνά λες με μαεστρία από τη συγκίνηση στο χιούμορ.

Πίστη και αισιοδοξία

Σ' όλη του τη ζωή ο Τίτος Βανδής έδινε μεγάλη σημασία στην κινητοποίηση του συνόλου. «Το μεροκάματο» - έλεγε - «είναι ιερό. Το δίκιο του εργάτη είναι ιερό. Κι αν ένας εργάτης δεν έχει ανάγκη, έχει πιει με το αφεντικό και έχει διασκεδάσει μαζί του, το μεροκάματο πρέπει να το πάρει. Αν δεν τσακωθεί για το μεροκάματο, προδίδει όλη του την τάξη. Είναι κάτι που πρέπει να το κυνηγάς συνέχεια για να αποκτήσεις συνείδηση».

Μια συνείδηση, που ο ίδιος την απέκτησε μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο, μέσα από τη δουλιά του, αλλά και τους αγώνες του σε κάθε κρίσιμη στιγμή και της ιστορίας, αλλά και της προσωπικής του ζωής. Οι πολιτικές πεποιθήσεις του Τ. Βανδή έχουν πολύ βαθιές ρίζες. Τα γεγονότα και οι θύμησες της μακριάς πορείας του στη ζωή και τον αγώνα του λαού μας ανθίζουν μέσα από τις διηγήσεις του ίδιου και τα συναισθήματά του. «Δεν το βάζω κάτω» - έλεγε. «Δε λέω στον εαυτό μου, κοίτα, δεν ακούς, δεν περπατάς, μένεις στην άκρη. Εξακολουθώ να κάνω το μέγιστο, το οποίο μπορεί να είναι ελάχιστο μπροστά σ' αυτό που κάνουν οι νέοι, αλλά ως την τελευταία στιγμή θέλω να κάνω ό,τι μπορώ. Ξέρω ότι αιώνες υπέφερε ο κόσμος και ξέρω ότι αιώνες μπορεί να υποφέρει ακόμη, αλλά αυτός δεν είναι λόγος να πούμε δε βαριέσαι. Μπορεί να είναι ασήμαντο, αν και τίποτε δεν είναι ασήμαντο. Αν ο καθένας έκανε από λίγο, θα γινόταν πολύ».


Εμφανής ήταν πάντα, σε κάθε του κουβέντα η αισιοδοξία και η πίστη του στη δύναμη του ανθρώπου όταν αυτή ενισχύεται από το όνειρο για ένα δικαιότερο κόσμο: «Πάντα θα υπάρχουν πολλοί που θα μείνουν με τα μάτια ανοιχτά και με το όνειρο να φτιάξουν έναν καινούριο και δίκαιο κόσμο. Κι αυτοί θα τον αλλάξουν σίγουρα τον κόσμο. Είναι μακρύς ο δρόμος, όμως υπάρχει όαση στο τέλος. Γιατί αυτός ο λαός που έχει τόσους μεγάλους και μικρούς λόγους να ενωθεί και να αντισταθεί στην εκμετάλλευση και την κοροϊδία, δεν το έχει κάνει ακόμα, είναι απορίας άξιο. Ας ελπίσουμε ότι κάποια μέρα θα το κάνουν. Ολοι μαζί».

Μπορεί ο χρόνος να περνάει και να αφήνει πίκρα μεγάλη για την απώλεια, αλλά καθώς περνάει σημειώνει και τη θετικότητα της ζωής που συνεχίζεται με το όνομά του να μεγαλώνει μαζί με τον εγγονό που περίμενε καρτερικά ο Τίτος Βανδής να έρθει στη ζωή πριν φύγει εκείνος. «Θα κρατήσω για να περιμένω τη γέννηση του Τιτούλη», έλεγε. Το 'πε και το 'κανε. Πρόλαβε να δει τον Τιτούλη στο σπίτι, πριν ξαναμπεί στο νοσοκομείο για στερνή φορά... Εκλεισε τα τέσσερα ο Τιτούλης πριν λίγες μέρες! Χρόνια πολλά κι ευτυχισμένα. Εκτός από το όνομά του ας έχει και τη λεβεντιά του!


Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ