Ενας αξιοπρεπής βαθμός ο εφιάλτης σου. Τον ψάχνεις και τον κυνηγάς, λες κι είναι το κλειδί του παραδείσου. Κι εγώ ξέρω. Κι εσύ αρχίζεις και κατανοείς πως είναι ευθεία οδός προς μια απέραντη, χαοτική, φυλακή για νέους και χειραγωγημένα όνειρα. Μόνο κλειδί δεν είναι για ζωή.
Αχ παιδί μου! Στα δώδεκα, λίγο πριν από το γυμνάσιο, βλέπεις τα ξαδέλφια σου και τους φίλους σου να τους λένε κουκουλοφόρους κι οργίζεσαι γιατί τους ξέρεις. Λες πως ποτέ αυτά τα παιδιά, που θυσίασαν πολλά, ίσως κι άσκοπα, για ν' ανεβούν λίγο ψηλότερα στη γνώση, δε θα καταδέχονταν να κρυφτούν πίσω απ' την επίσημη στολή της ...αντιτρομοκρατικής.
Αυτό δε θα 'πρεπε να είναι το σχολείο; Ενα δημιουργικό γιοφύρι ανάμεσα στη ζωή και τα όνειρα; Μια σκυτάλη γνώσης; Είναι στιγμές που φεύγεις το πρωί κι έχοντας δει τα βιβλία σου, έχοντας αναπνεύσει τα δακρυγόνα τους, έχοντας σκεφτεί πως το χειρότερο θα ήταν να εκπαιδευτείς για δούλος, έχω την αίσθηση πως μπαίνεις σε γαλέρα. Για να ενηλικιωθείς πριν την ώρα σου. Για να μάθεις να σέβεσαι τ' αφεντικά με μόνη φιλοδοξία να τους μοιάσεις. Πας σχολείο για να ταυτίζεις την εκμετάλλευση με τη νομιμότητα, την άμιλλα με την ανταγωνιστικότητα, τον άνθρωπο με το προϊόν, την Τράπεζα με το Μέντορα, το δάσκαλο με την εξουσία, τη γνώση με το βάρος.
Ναι ξέρω, είσαι μικρός και τρόμαξες που άκουσες πως έπεσε κι ένας πυροβολισμός. Στον αέρα, λέει, γιατί ήταν «φοβισμένος» και «εκνευρισμένος» ο ...ειδικός φρουρός. Εσύ τρόμαξες. Αυτός φοβάται. Εμείς τι κάνουμε, είναι το ζητούμενο, παιδάκι μου, όταν τα νιάτα στέκονται μπροστά στα νιάτα με κάννες που καπνίζουν... Μαυρίζουν με τους εντολείς, πριν η ζωή δείξει μηδέν και στο πηλίκο απελπισία.