ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΣΑΜΟΥ
Μετά τη φωτιά απειλούνται με εγκατάλειψη

«Ποια μέτρα;» αναρωτιούνται οι κάτοικοι καθώς μέχρι στιγμής δεν υπάρχει τίποτε περισσότερο από το επίδομα των 200.000 δραχμών και την καταμέτρηση των καταστροφών

Τρίτη 15 Αυγούστου 2000

Εφιαλτικές εικόνες που άφησαν πίσω οι φλόγες
Κάθε μέρα που περνάει η αγωνία των κατοίκων των πυρόπληκτων περιοχών της Σάμου για το «τι μέλλει γενέσθαι» μεγαλώνει. Ακόμα και εκείνοι που βλέποντας το κυβερνητικό κλιμάκιο να φτάνει στο νησί τους τις πρώτες μέρες μετά την πυρκαγιά πείστηκαν ότι κάτι θα γίνει σύντομα, αρχίζουν και φοβούνται αφού κανείς αρμόδιος δεν είναι σε θέση μέχρι σήμερα να τους πει επακριβώς τι είναι αυτό το «κάτι».

Φτάνοντας στους Μαυρατζαίους, μπορεί να καταλάβει κάποιος ότι υπήρξε ένα χωριό σπάνιας ομορφιάς χτισμένο ανάμεσα σε μια χαράδρα απέναντι από έναν ορεινό όγκο που πριν τη φωτιά ήταν καταπράσινος. Αυτή η ομορφιά του δάσους, σήμερα έχει γίνει στάχτη, μαζί με τις καλλιέργειες και 50 σπίτια και αγροικίες που χάθηκαν στις φλόγες. Εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς τι σημαίνει να καούν 50 από τα σπίτια και τις αγροικίες ενός μικρού χωριού.

Στην πλατεία των Μαυρατζαίων συναντήσαμε τον πρόεδρο του τοπικού συμβουλίου, τον Δημήτρη Κυριαζή. Οταν τον ρωτήσαμε πώς σχολιάζουν οι κάτοικοι τα μέτρα που εξήγγειλε η κυβέρνηση, μάς έδωσε και αυτός την εξής απάντηση: «Ποια μέτρα; Μέχρι σήμερα, δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο από το επίδομα των 200.000 δραχμών και την καταμέτρηση των καταστροφών». Οι λέξεις πλέον έχουν χάσει το νόημά τους, τονίζει, η λέξη «άμεσα» σημαίνει ότι μπορεί να περάσει χρόνος και να μην έχει γίνει ακόμα τίποτα, ενώ η λέξη «αποκατάσταση» έφτασε να σημαίνει το επίδομα ελεημοσύνης. Τριγύρω στην πλατεία είναι καθισμένοι λίγοι ακόμη άντρες του χωριού. Απαντούν κουνώντας το κεφάλι, χωρίς να γνωρίζουν τίποτε περισσότερο από τις όμορφες υποσχέσεις που μοίρασε πλουσιοπάροχα το κυβερνητικό κλιμάκιο το οποίο επισκέφτηκε το νησί τους.


Η συνέχεια του οδοιπορικού μάς πάει στους Μυτιληνιούς, ένα ακόμα χωριό που οι καλλιέργειες καταστράφηκαν στο μεγαλύτερο μέρος τους. Συναντούμε στην πλατεία του χωριού τον Κώστα Μακρογιάννη, 70 ετών, με τα χέρια και το πρόσωπο σημαδεμένα από πρόσφατο κάψιμο. Μας λέει πως στη δεκαετία του '70 φύτευσε με τα χέρια του τις ελιές του, κάτι που σήμερα δε θα μπορέσει να ξανακάνει. Με το λάδι που έβγαζε συμπλήρωνε τη σύνταξη των 150.000 δραχμών. Οταν είδε τη φωτιά έτρεξε στο χωράφι προσπαθώντας μόνος να προστατέψει τα δέντρα του από τις φλόγες. Δεν τα κατάφερε. «Είδα ξαφνικά τη φωτιά να περνάει από πάνω μου, ήταν σαν να ζωντάνευαν οι φλόγες και να ήθελαν να με περικυκλώσουν. Βρέθηκα ανάμεσα στις φλόγες, κάηκε το πρόσωπό μου και το σώμα μου, πρόλαβα να βγω ζωντανός τρέχοντας μέσα από τη φωτιά. Εκατσα μια βδομάδα στο νοσοκομείο, όμως το χειρότερο είναι πως γνωρίζω ότι τα έχασα τα δέντρα μου, δε θα μπορέσω να τα ξαναφυτέψω, οι ελιές μου χάθηκαν. Δεν έχω πια το κουράγιο ούτε τη δυνατότητα με τα χρήματα που λένε να δώσουν να τα ξαναφυτέψω».

Επόμενη στάση του ταξιδιού μέσα από τα καμένα της Σάμου είναι οι Σπαθαραίοι, ένα χωριό με 200 μόνιμες οικογένειες, που κατά κύριο λόγο είναι αγρότες ελαιοπαραγωγοί. Η καταστροφή που έπαθαν οι καλλιέργειες είναι απόλυτη, οι φλόγες «έγλειψαν» τα πρώτα σπίτια. Το χωριό αυτό μάς λένε οι κάτοικοι που συναντήσαμε στο καφενείο, χρειάζεται επειγόντως άμεση στήριξη, αφού πολύ λίγοι είναι εκείνοι που έχουν και δεύτερη απασχόληση. Αλλιώς κινδυνεύει κυριολεκτικά να εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους.

«Το λάδι είναι η ιστορία μας, τα δέντρα που κάηκαν ήταν 300 χρόνων», μας λέει ο Δ. Πλασταριάς, που δεν μπορεί να κρύψει την αγανάκτησή του για τους «πραγματικούς εμπρηστές», όπως λέει, που θα πρέπει να πάνε στο δικαστήριο «ακόμη κι αν είναι υπουργοί»...

Στιγμιότυπο απο το συλλαλητήριο που έγινε την περασμένη Τετάρτη
Η κατάσταση όπως έχει διαμορφωθεί για το χωριό δεν παίρνει από πολλά λόγια: «`Η θα δοθούν πραγματικά κίνητρα για να καλλιεργηθούν ξανά τα χωράφια μας, μαζί με την απαραίτητη υποδομή προστασίας της αγροτικής παραγωγής και του αγρότη, ή τα χωριά μας θα εγκαταλειφθούν», επισημαίνει ο Νικόλας Καραδημητρίου.