«ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ»
Απάτη σε βάρος των εργαζομένων

Ο «διάλογος», που ετοιμάζει η κυβέρνηση και καλοδέχονται οι συμβιβασμένες ηγεσίες στο συνδικαλιστικό κίνημα, έχει βεβαρημένο αντεργατικό «μητρώο»

Κυριακή 20 Αυγούστου 2000

Στις 26 Μάρτη του 1997, ο πρωθυπουργός Κ. Σημίτης αναφέρθηκε για πρώτη φορά στον όρο «απασχολήσιμος», μιλώντας σε πολιτική εκδήλωση του Τομέα Συνδικαλισμού του ΠΑΣΟΚ, σε κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας, μπροστά σε εκατοντάδες συνδικαλιστικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Σ' αυτή την εκδήλωση, ο πρωθυπουργός έκανε επίσης σαφές ότι στο κοντινό μέλλον οι εργαζόμενοι, και κυρίως οι νέοι, πρέπει να επιβαρυνθούν περισσότερο από σήμερα για την ασφαλιστική τους κάλυψη!

Λίγο αργότερα, άρχιζε και τυπικά ο «κοινωνικός διάλογος» για την «Ανάπτυξη - Ανταγωνιστικότητα - Απασχόληση», μεταξύ των εργαζομένων, των εργοδοτών και της κυβέρνησης, μια κατάπτυστη διαδικασία που ακύρωσε ουσιαστικά την έννοια του διαλόγου. Το δικαίωμα των εργαζομένων να ακουστούν από την εργοδοσία, να διατυπώσουν τις διεκδικήσεις τους και να εκφράσουν τις θέσεις τους, διαπραγματευόμενοι τη βελτίωση της ζωής τους - δικαίωμα κερδισμένο με αίμα - μετατράπηκε σε «δικαίωμα» να συμμετέχουν σε μια διαδικασία νομιμοποίησης της θέσπισης σκληρών αντεργατικών μέτρων!

Στο παρελθόν είχαν προηγηθεί κι άλλες προσπάθειες προώθησης του «κοινωνικού διαλόγου», ως ενός μέσου επίτευξης της «κοινωνικής συναίνεσης», της «κοινωνικής συνοχής» και της «κοινωνικής ειρήνης», της υποταγής δηλαδή των εργαζομένων στις αξιώσεις των βιομηχάνων, τις οποίες υλοποιούσε νομοθετικά η κυβέρνηση. Ωστόσο οι προηγούμενες προσπάθειες είχαν αποτύχει, καθώς οι συσχετισμοί στο συνδικαλιστικό κίνημα, οι νωπές εμπειρίες από μεγάλους αγώνες και η δραστηριοποίηση των εργαζομένων δεν επέτρεψαν να γίνει πράξη ο εμπαιγμός. Ετσι, οι πρώτες προσπάθειες σύστασης Επιτροπών «κοινωνικού διαλόγου» στη βάση της διαρκούς λειτουργίας και με τη συμμετοχή των «κοινωνικών εταίρων» απέτυχαν. Καθώς όμως η πρακτική αυτή ήταν πραγματικότητα από τη δεκαετία του '50 ακόμη, σε άλλες χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, οι προσπάθειες επαναλήφθηκαν και το 1994 ιδρύθηκε τελικά η «Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή» (ΟΚΕ). Η ύπαρξη και λειτουργία της ΟΚΕ στη χώρα μας βοήθησε στην καλλιέργεια του «κοινωνικού εταιρισμού» και του ψευδεπίγραφου διαλόγου, αποτελώντας μια «πρόβα τζενεράλε». Από αυτή τη διαδικασία απείχε η ΕΣΑΚ, η οποία κατάγγειλε τη λειτουργία αυτού του θεσμού της ταξικής συνεργασίας.

ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ στο πλευρό των «κοινωνικών εταίρων»

Το 1997, η κυβέρνηση προχωρά αποφασιστικά στις αντεργατικές ανατροπές με γρήγορους ρυθμούς, βασισμένη κυρίως στις κατευθύνσεις της «Λευκής Βίβλου», που στη συνέχεια ανανεώνονταν από τις διάφορες Συνόδους Κορυφής. Ο πρωθυπουργός ανακοινώνει τα σημεία του «διαλόγου» και η διαδικασία αρχίζει με τις πλειοψηφίες στις διοικήσεις σε ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ να στηρίζουν θερμά την όλη υπόθεση.

Εκείνη την περίοδο, κυβερνητικό στέλεχος ξεκαθάριζε ότι ο «κοινωνικός διάλογος» είναι αναγκαίος, καθώς και η συνεννόηση στα πλαίσιά του για διάφορα ζητήματα, αρκεί «να μη φαλκιδεύεται η λαϊκή εντολή». Ηταν, δηλαδή, ξεκάθαρο και δηλωμένο από την κυβέρνηση πως θα πάρει τις αποφάσεις της ανεξάρτητα από την πορεία του διαλόγου. Αυτό αποδείχτηκε στη συνέχεια με το νομοθετικό έργο της κυβέρνησης.

Η ΕΣΑΚ και η τότε «Δημοσιοϋπαλληλική Ενότητα» ήταν οι μόνες συνδικαλιστικές παρατάξεις που αντέδρασαν έντονα στις κυβερνητικές προθέσεις. Σε ανακοίνωσή της, η Εκτελεστική Επιτροπή της ΕΣΑΚ τόνιζε: «Οποιοι από το συνδικαλιστικό κίνημα ετοιμάζονται να πάρουν μέρος, με οποιοδήποτε πρόσχημα, στο διάλογο της απάτης, συνειδητά ξεπουλούν και προδίδουν τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και γίνονται συμμέτοχοι και συνένοχοι της πολιτικής του μεγάλου κεφαλαίου, των πολυεθνικών και της Ευρωπαϊκής Ενωσης».

Ο «διάλογος» ωστόσο αρχίζει με τη συμμετοχή των παρατάξεων ΠΑΣΚΕ, ΔΑΚΕ και «Αυτόνομης Παρέμβασης». Την ίδια ώρα, το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα προσπαθεί να ενημερώσει τους εργαζόμενους για τα σχέδια της κυβέρνησης και των βιομηχάνων. Οσο ο «διάλογος» της απάτης συνεχίζεται, τόσο συνεχίζονται και αυτές οι προσπάθειες που εκφράζονται και αγωνιστικά σε διάφορες περιπτώσεις. Για τη στάση τους, ΕΣΑΚ και «Δημοσιοϋπαλληλική Ενότητα» δέχονται συντονισμένα πυρά από τις άλλες συνδικαλιστικές παρατάξεις, που τις κατηγορούν για χίλια δυο. Φυσικά, η στάση αυτών των παρατάξεων δεν άλλαξε μετά το τέλος του «διαλόγου» και τη δικαίωση της καταγγελτικής θέσης των ταξικών δυνάμεων.

Στη διάρκεια του «διαλόγου» παίχτηκε ένα μεγάλο «παιχνίδι» παραχάραξης και αποπροσανατολισμού. Διαφωνίες, μικροσυγκρούσεις και σενάρια για το ένα ή το άλλο μέτρο που μπαίνει στο «τραπέζι» διοχετεύονταν στους δημοσιογράφους. Αξιοποιήθηκε στο έπακρο η μέθοδος του «μικρότερου κακού». Τη μια μέρα διέρρεε ότι το ωράριο εργασίας θα πάψει να... υπάρχει και την άλλη ότι θα καταληχθεί το 10ωρο, οπότε... ανακούφιση για τους εργαζόμενους! Το «παιχνίδι» συνεχίστηκε με συνέπεια και διάρκεια, για να ζυμώνεται ανάλογα η κοινή γνώμη.

Υπήρχε συμφωνία από πριν

Η πλειοψηφία στη ΓΣΕΕ προσπάθησε να δικαιώσει τη συμμετοχή της στον «κοινωνικό διάλογο» με διάφορους τρόπους. Πρώτα απ' όλα υποστήριξε ότι πρέπει να ακουστεί η φωνή των εργαζομένων. Στη συνέχεια, προβάλλει την προώθηση του 35ωρου μέσα από τις συζητήσεις. Η απάντηση στις σκληρότερες κριτικές ήταν ότι δεν μπορεί να αφεθούν κυβέρνηση και εργοδότες να αποφασίσουν ερήμην των εργαζομένων για σημαντικά ζητήματα, τα οποία θα κρίνονταν διαφορετικά αν οι εργαζόμενοι ασκούσαν πίεση και «βέτο». Ωστόσο, η ΓΣΕΕ προσήλθε στο «διάλογο» έχοντας ήδη συμφωνήσει με μια σειρά μέτρα που σκόπευε να εφαρμόσει η κυβέρνηση.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των Τοπικών Συμφώνων Απασχόλησης (ΤΣΑ) . Οταν ο «διάλογος» άρχισε, βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη η «πιλοτική» εφαρμογή τους σε επτά περιοχές της χώρας! Το καθεστώς εργασίας και το είδος της, που προωθούνταν από τα ΤΣΑ, ήταν εξωφρενικά. Η πλειοψηφία της διοίκησης της ΓΣΕΕ είχε αποφύγει επιμελώς να καταδικάσει τα ΤΣΑ και ό,τι πρέσβευαν, είχε απλώς δηλώσει ότι θα τα απορρίψει αν γίνουν αιτία ανατροπής δικαιωμάτων των εργαζομένων. Κάτι τέτοιο δεν έγινε, αντίθετα στα πλαίσια του «διαλόγου» «συμφωνήθηκε» η... εφαρμογή τους, με ταυτόχρονη κατάργηση των κλαδικών συμβάσεων εργασίας για τους εργαζόμενους που θα προσλαμβάνονταν σε δουλιές που προβλεπόταν να προχωρήσουν μέσα από τα ΤΣΑ. Αξιοσημείωτο είναι ότι για τους νεοπροσλαμβανόμενους οι εργοδότες καταβάλλουν μειωμένες ασφαλιστικές εισφορές, πέρα από τις επιδοτήσεις που παίρνουν για την απασχόλησή τους!

Εκείνο το μέτρο που εξευτέλισε εντελώς την όποια «αξιοπιστία» της ΓΣΕΕ ήταν η «διευθέτηση του χρόνου εργασίας». Την πρότεινε η κυβέρνηση και την καλοδέχτηκαν οι βιομήχανοι, καθώς διευκολύνονταν με αυτόν τον τρόπο να απασχολούν τους εργαζόμενους όπως θέλουν σε περιόδους έξαρσης και ύφεσης των παραγγελιών τους, γλιτώνοντας βεβαίως από τις υπερωρίες! Οι εκπρόσωποι των εργαζομένων «αντέδρασαν» και ζήτησαν να μη συμπεριληφθεί αυτή η ενότητα στο «Σύμφωνο Εμπιστοσύνης προς το 2000», το κείμενο στο οποίο θα κατέληγε ο «κοινωνικός διάλογος» και το οποίο θα υπέγραφαν στο τέλος όσοι συμμετείχαν σε αυτόν. Η κυβέρνηση... δέχεται, αλλά στο τέλος συμπεριλαμβάνει την ενότητα στο κείμενο σαν... παραπομπή. Φυσικά, η διευθέτηση νομοθετήθηκε στη συνέχεια μέσα από το νόμο 2639/98, το αντεργατικό έκτρωμα με το οποίο θεσμοθετήθηκε η επέκταση της μερικής απασχόλησης, τα ΤΣΑ και μερικά ακόμη αντεργατικά μέτρα.

Διπλοψηφίες και μεταστροφές στο «παραπέντε»

Λίγο πριν την υπογραφή του περιβόητου «Συμφώνου Εμπιστοσύνης προς το 2000», τα μηνύματα αντίδρασης γίνονται όλο και πιο ισχυρά, προκαλώντας ανάλογες αντιδράσεις στις κορυφές των συνδικαλιστικών παρατάξεων. Η ΠΑΣΚΕ αναλαμβάνει να φτάσει μέχρι το τέλος την υπόθεση αυτή και η απόφαση της ΓΣΕΕ στηρίζεται στη... διπλή ψήφο του προέδρου της Χρ. Πολυζωγόπουλου! Είχαν προηγηθεί διαφοροποιήσεις και στο εσωτερικό της ΠΑΣΚΕ,με αποτέλεσμα να λείψει μια απαραίτητη ψήφος - της Μ. Φραγκιαδάκη - και να απαιτηθεί η αξιοποίηση από τον Χρ. Πολυζωγόπουλο του προνομίου του προέδρου να μετρά διπλά η ψήφος του, για να επιτευχθεί η πλειοψηφία!!!

Νωρίτερα, οι παρατάξεις ΔΑΚΕ και «Αυτόνομη Παρέμβαση» είχαν αποσύρει τη στήριξή τους στον «κοινωνικό διάλογο», αφού φρόντισαν να εξελιχθεί ομαλά μέχρι το τέλος του. Οταν είδαν όμως τις αντιδράσεις που προκαλούσε το αποτέλεσμα, «πρόδωσαν» την ΠΑΣΚΕ για να αποφύγουν το πολιτικό κόστος. Η «Αυτόνομη Παρέμβαση» αποχώρησε από το «διάλογο» λίγες μέρες πριν σταλθεί το σχετικό κείμενο για υπογραφή. Η ΔΑΚΕ απλώς δε δέχτηκε να υπογράψει. Ετσι και τη διαδικασία της απάτης στήριξαν και πολέμιοί της θέλησαν να ανακηρυχτούν!

Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση νομοθέτησε ό,τι ήθελε και σε βάρος των εργαζομένων. Η ΓΣΕΕ αποδέχτηκε τον αντεργατικό νόμο με διαφοροποιήσεις σε κάποια σημεία, όπως στο θέμα της διευθέτησης, κρίνοντάς τον όμως θετικό στο σύνολό του! Αρκετό καιρό μετά και η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ αναγνώριζε ότι η διαδικασία του «κοινωνικού διαλόγου» χτυπήθηκε από την... αφερεγγυότητα της κυβέρνησης, που υποτίθεται ότι δεν πήρε υπόψη της τις θέσεις των εργαζομένων. Συνέχισε όμως να υπερασπίζεται τον «κοινωνικό διάλογο» και συμμετείχε αμέσως μετά σε αυτόν για το ασφαλιστικό!

Η ΕΣΑΚ επανέλαβε τότε, σε συνεδρίαση της Ολομέλειας της ΓΣΕΕ, το αίτημά της για αποχώρηση από κάθε διαδικασία «κοινωνικού διαλόγου». Διάλογος που αυτή τη φορά γινόταν μέσα από επιτροπές εμπειρογνωμόνων που όριζαν οι «κοινωνικοί εταίροι», αλλά με την απουσία μεγάλων συνταξιουχικών Ομοσπονδιών, όπως αυτή των συνταξιούχων του ΙΚΑ. Η απάντηση τότε του προέδρου της ΓΣΕΕ, Χρ. Πολυζωγόπουλου, ήταν ότι δεν καταλαβαίνει το αίτημα αποχώρησης, επειδή «δεν υφίσταται σε εξέλιξη κανένας κοινωνικός διάλογος»! Ομως, η ΓΣΕΕ συμμετείχε με τους τεχνοκράτες σε αυτό που ο τότε υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Μ. Παπαϊωάννου - την Τετάρτη 18 Ιούνη 1997 - εγκαινίαζε με αυτά τα λόγια: «Κυρίες και κύριοι, είναι ιδιαίτερη χαρά για μένα να σας καλωσορίσω στην έναρξη του κοινωνικού διαλόγου για το ασφαλιστικό. Ευχαριστώ για τη συμμετοχή σας, για την ανταπόκριση στο κάλεσμα της κυβέρνησης».

Ο «διάλογος» αυτός προχώρησε με λιγότερη δημοσιότητα και οδήγησε στον αντιασφαλιστικό νόμο 2676, το γνωστό και ως «μίνι» ασφαλιστικό.

Τελικά υπήρξε για τη ΓΣΕΕ και ένας «κοινωνικός διάλογος», στον οποίο δε συμμετείχε, αυτός για το πολύπαθο φορολογικό, έστειλε όμως τη θέση της με υπομνήματα. Η πλειοψηφία είχε, πάντως, εκτελέσει την αποστολή της. Ιδιαιτέρως σημαντικά μέτρα σε βάρος των εργαζομένων «συζητήθηκαν» και νομοθετήθηκαν, με τους εργαζόμενους να περιμένουν απαθείς για την ολοκλήρωση του... «διαλόγου» και τα συνδικαλιστικά τους όργανα να τους κρατούν αδρανείς θεατές του ψαλιδίσματος των δικαιωμάτων τους. Τώρα, ένας ακόμη «κοινωνικός διάλογος» ξεκινά στις 24 Αυγούστου, με τη ΓΣΕΕ να συμμετέχει σε αυτόν με τους ίδιους όρους όπως και στους προηγούμενους...