Δεύτερο μέρος
Και τα δύο κόμματα χειρίζονται το ζήτημα αυτό με αντιφατικό τρόπο που έχει την εξήγησή του. Από τη μια μεριά επιθυμούν να δημιουργήσουν από τώρα την αίσθηση ότι υπάρχει βέβαιος νικητής πριν ανοίξει η κάλπη, ποντάροντας στην ψυχολογία ενός μέρους των λαϊκών μαζών που έχει την τάση να προσελκύεται από τον νικητή. Από την άλλη, όμως, η προκαταβολική σιγουριά δυσκολεύει να λειτουργήσει ο δικομματικός καυγάς. Η βεβαιότητα της νίκης μπορεί να δυσκολέψει τη συσπείρωση με όρους κομματικού πατριωτισμού. Δε θα λειτουργήσουν απρόσκοπτα τα αντιδεξιά και αντιΠΑΣΟΚ σύνδρομα. Ετσι, έχουν διατάξει τα παπαγαλάκια τους στα έντυπα και στα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης να προβληματίσουν, δηλαδή να απειλήσουν, τι θα συμβεί αν προκύψει μια κυβέρνηση με συν ένα βουλευτή. Τι κίνδυνο αντιπροσωπεύει μια αδύναμη κυβέρνηση, τι δοσοληψίες και εξαγορές θα γίνουν, πράγμα που θα αλλοιώσει τάχα τη λαϊκή ετυμηγορία.
Οι εργαζόμενοι υποφέρουν ακριβώς γιατί το πολιτικό σύστημα είναι ισχυρό και σταθεροποιημένο, δηλαδή υπάρχει ισχυρή αντιλαϊκή κοινοβουλευτική πλειοψηφία στη Βουλή. Οι αγώνες που έγιναν ήταν σημαντικοί και δυναμικοί, όμως ακόμα δεν έχουν εκείνα τα χαρακτηριστικά που να ολοκληρώνονται σε αλλαγές στο συσχετισμό δύναμης στο πολιτικό επίπεδο. Δεν είναι άσχετο το πρόβλημα αυτό και με τη στάση που κράτησε η ΝΔ ως αντιπολίτευση και το ΠΑΣΟΚ τώρα σε αγαστή συνεργασία με τον ΣΥΝ. Κοινή τους προσπάθεια οι αγώνες να μην ξεφύγουν από μια αντιΠΑΣΟΚ ή αντιδεξιά γραμμή.
Η πολιτική σταθερότητα αφορά το λαό μόνο όταν έχει να κάνει με λαϊκή διακυβέρνηση. Και τότε δε θα κριθεί μόνο ή κυρίως στο επίπεδο του Κοινοβουλίου, αλλά στο επίπεδο της ταξικής πάλης και αναμέτρησης, στο επίπεδο της κοινωνίας.
Η αποδυνάμωση των δύο κομμάτων, σε συνδυασμό με την ισχυροποίηση του ΚΚΕ, δεν πρόκειται βεβαίως να τους αλλάξει τη στρατηγική και το πρόγραμμα, αλλά θα τους τρομάξει, θα συνειδητοποιήσουν ότι δεν μπορεί ατιμώρητα να εμπαίζουν και να παραπλανούν, να τρομοκρατούν. Αν κάτι τέτοιο συμβεί, τότε μπορεί να δρομολογηθούν θετικές εξελίξεις.
Είναι, λοιπόν, ευκαιρία η προεκλογική μάχη να πάρει τα χαρακτηριστικά ενός ντέρμπι με αντίπαλους τη δικομματική εναλλαγή και την αγωνιστική ριζοσπαστική συσπείρωση που εκφράζει με την πολιτική του πρόταση το ΚΚΕ.
Τους ενοχλεί η θέση του ΚΚΕ για ασυμφιλίωτη αντίθεση και πάλη με την καπιταλιστική εργοδοσία, τα μονοπώλια, την ιμπεριαλιστική στρατηγική, κάθε ιδέα και θέση που μπορεί στην πορεία να οδηγήσει στην οργάνωση των λαϊκών μαζών και στην όξυνση της ταξικής πάλης. Απεχθάνονται τη γραμμή συσπείρωσης και συμμαχίας που προτείνει το ΚΚΕ γιατί δεν πρόκειται για μια εκλογική συγκόλληση. Γιατί δεν κινείται με στόχο να ενώσουμε τις δυνάμεις μας για να επιβιώσουμε αλλά γιατί έχει δυναμική προοπτική, κινητοποιητική ικανότητα, απεγκλωβίζει, μαχητικοποιεί, θέτει ζήτημα άλλης εξουσίας. Γιατί η πρόταση συμμαχίας του ΚΚΕ δεν είναι η πρόταση ενός πανικόβλητου κόμματος που θέλει να παίξει στο σύστημα εξουσίας, αλλά ενός κόμματος που θέλει να έχει δύναμη για να αποκτήσει δύναμη και προοπτική η λαϊκή κοινωνικοπολιτική συμμαχία, που δεν υπηρετεί κοντοπρόθεσμους, μικροκομματικούς εγωιστικούς σκοπούς.
Η στάση του ΣΥΝ εξηγείται, καθώς έχει συντελεστεί η πορεία προς τη σοσιαλδημοκρατικοποίησή του. Βιώνει σήμερα τη γνωστή αντίφαση που χρόνια ταλαιπώρησε τη σοσιαλδημοκρατία και ως ένα βαθμό την αφορά και σήμερα. Πώς να καλύψει την πολιτική του με κοινωνικό, ακόμα και αντικαπιταλιστικό προφίλ. Δε θέλει να έχει στα αριστερά του μια δύναμη που εκτός των άλλων προκαλεί ερωτήματα και αμφισβητήσεις, ταλαντεύσεις σε αρκετούς που αρχίζουν να υποψιάζονται ότι οι ιδέες της λεγόμενης ανανεωτικής και αντιδογματικής Αριστεράς δεν εκφράζουν μια ουσιαστική διαφορετικότητα από την κυρίαρχη πολιτική. Δεν αμφισβητούν την κυρίαρχη πολιτική στα βάθρα της αλλά στις πιο ακραίες εκδηλώσεις.
Δεν είναι τυχαίο ότι χρόνια τώρα, μετά το 1991, ο ΣΥΝ συνεχώς αναπαράγει το ερώτημα στον εαυτό του «μαζί με το ΠΑΣΟΚ» ή «χώρια από το ΠΑΣΟΚ», «τώρα συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ ή στην πορεία» αφού έχει κατοχυρωθεί ο ΣΥΝ ως ηγετική δύναμη στο χώρο της «παραδοσιακής» και «ανανεωτικής Αριστεράς». Ούτε επίσης είναι παράξενο ότι στους κόλπους του ΣΥΝ αναπαράγεται το ερώτημα αν το κύριο είναι η δράση μέσα στους θεσμούς, ή το κύριο είναι το κινηματικό πεδίο. Οσον αφορά το τελευταίο οι προβληματισμοί και, κυρίως, η πρακτική, μας θυμίζουν τις αλήστου μνήμης θεωρίες του Μαρκούζε που βεβαίως αποδείχτηκαν φούσκες ή μάλλον ισχυρό διαβρωτικό για το κίνημα της νεολαίας και όχι μόνο. Το ζήτημα δεν είναι μόνο η οργανωτική αυτοτέλεια αλλά σε συνδυασμό με την ιδεολογικοπολιτική, κάτι που λείπει από το συγκεκριμένο φορέα ο οποίος ενδιαφέρεται απλά να διαμορφώσει κατάλληλους γι' αυτόν όρους κυβερνητικής συμμετοχής στη διαχείριση. Αν δεν είχαν μεσολαβήσει οι αρνητικές εξελίξεις στην Ευρώπη για το λεγόμενο ρεύμα της ανανέωσης ίσως δε θα είχε ο ΣΥΝ αποκτήσει το ένστικτο της αυτοσυντήρησης.
Εν τέλει αποτελεί ένα συνεπές κόμμα στον οπορτουνισμό, που κανείς μπορεί να το διαβάσει πολύ εύκολα αν κάνει τον κόπο να μελετήσει το ρόλο του οπορτουνισμού από τη στιγμή που διαμορφώθηκε διακριτά το εργατικό επαναστατικό κίνημα.
Ο αρνητικός του ρόλος είναι πολύ μεγαλύτερος από την οργανωμένη δύναμή του, από την εκλογική και πολιτική του επιρροή. Τελικά είναι δύναμη που εύκολα τη χωνεύει το αστικό πολιτικό σύστημα, εφεδρεία ανά πάσα στιγμή χρησιμοποιήσιμη και για το σχηματισμό κυβερνήσεων στην περίπτωση που η δικομματική εναλλαγή εξελιχθεί σε διπολική.
Η πολεμική που ασκούμε δεν έχει σχέση με τα εκλογικά ποσοστά, άλλωστε κινούμαστε σε διαφορετικούς χώρους και «ακροατήρια». Είναι η κριτική στον κίνδυνο που αντιπροσωπεύουν οι ιδέες του οπορτουνισμού είτε έχουν οργανωμένο φορέα είτε δεν έχουν και είναι διάχυτες.
Δεν υπάρχει ζήτημα, πρόβλημα, θέμα που το ΚΚΕ δε διατύπωσε αιτήματα, δεν έδειξε τρόπους αντιμετώπισης των προβλημάτων. Αλλού είναι το πρόβλημα για τους κάθε λογής αντιπάλους. Οι θέσεις και οι προτάσεις δράσης του ΚΚΕ έχουν οικονομικό και πολιτικό και ιδεολογικό κόστος για την εξουσία των μονοπωλίων, δημιουργούν προϋποθέσεις το σύστημα της δικομματικής εναλλαγής να δεχτεί πλήγματα. Και το χειρότερο γι' αυτούς, περικλείουν δυναμική.
Εξηγείται ο φόβος και ο δισταγμός. Ωστόσο, σήμερα υπάρχουν πολύ περισσότερες δυνατότητες λογικής και πειστικής απόδειξης για το ποια σχέση έχουν τα λεγόμενα καθημερινά και τοπικά ή κλαδικά προβλήματα με το γενικό πολιτικό ζήτημα, που δεν είναι άλλο ποια τάξη και ποιο κόμμα ή κόμματα είναι στην εξουσία, ποια είναι η γενική γραμμή πλεύσης. Αλλιώς δεν υπάρχει δυνατότητα να καταργηθεί η μερική απασχόληση και το καθεστώς του ωρομίσθιου σε μια επιχείρηση, σε έναν κλάδο, σε έναν τομέα της οικονομίας, να μηδενιστεί η ανεργία. Δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν εξαιρέσεις, δηλαδή, για κάποιους όταν έχει δρομολογηθεί μια συγκεκριμένη στρατηγική επιλογή που είναι σύμφυτη με το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που συνεπάγεται η μικρή ιδιοκτησία στη γη, στη γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή στα πλαίσια της ΚΑΠ και γενικότερα του καπιταλισμού, όπως δεν είναι δυνατόν να στηριχτούν οι αυτοαπασχολούμενοι ώστε να αντιμετωπίσουν την πίεση από τα μονοπωλιακά συγκροτήματα. Ακόμα και αν υπάρχουν πυροσβεστικά μέτρα υπέρ τους, δεν μπορεί να ανακοπεί η τάση συγκέντρωσης του κεφαλαίου, η παραγωγή σε μεγάλη κλίμακα. Οπως επίσης δεν είναι δυνατόν να καταργηθούν οι ταξικοί φραγμοί στην Παιδεία με την κατάργηση των εξετάσεων.
Το ζήτημα είναι ότι εξαιτίας αντικειμενικών παραγόντων, αλλά και δικών μας αδυναμιών, ακόμα και προοδευτικές, ριζοσπαστικές δυνάμεις δυσκολεύονται να κατανοήσουν με ποιο τρόπο οι κρίκοι συνδέονται σε μια ενιαία αλυσίδα. Αυτό που εξαρτάται από εμάς είναι να διεξάγουμε ποιοτική προπαγάνδα, δυναμική προπαγάνδα, να γνωρίζουμε σε βάθος πώς και με ποιο τρόπο συνδέεται διαλεκτικά το συγκεκριμένο πρόβλημα με τη γενική πολιτική. Να αποβάλλουμε την τάση να περιγράφουμε προβλήματα, να αναφερόμαστε σε στόχους πάλης και να κολλάμε μηχανιστικά το γενικό σύνθημα για λαϊκή εξουσία και οικονομία. Να παίρνουμε υπόψη τη μεθοδολογία του αντιπάλου και τα ιδεολογήματά του με τα οποία πετυχαίνει να αποσυνδέει την πολιτική από την οικονομία.
Το ΚΚΕ δεν υποτιμά το επίπεδο της πολιτικής συνείδησης που διαμορφώνεται στις δοσμένες συνθήκες, ούτε κάνει αφ' υψηλού κριτική. Το παίρνει υπόψη πολύ σοβαρά. Το ζήτημα αυτό κάθε άλλο παρά απλό είναι, ούτε λύνεται με συνταγές και κάτω από την πίεση της στιγμής. Από τη μια μεριά δεν μπορείς να ζητάς από τις λαϊκές μάζες να ευθυγραμμίζονται με το δικό σου επίπεδο, δηλαδή με τη στρατηγική σου, όπως δεν μπορεί να απαιτείς από τους συμμάχους να συμφωνούν σε όλα μαζί σου, στο ζήτημα του χαρακτήρα της εξουσίας, στο ζήτημα του σοσιαλισμού. Επομένως απαιτούνται συμβιβασμοί, ταυτόχρονα όμως δεν πρέπει να χάνεις από τα μάτια σου τον υπαρκτό κίνδυνο της ενσωμάτωσης, τότε σίγουρα θα την πατήσεις. Και το θέμα δεν είναι αν το Κόμμα θα πληρώσει το ένα ή το άλλο λάθος του, το θέμα είναι ότι θα ζημιωθεί το ίδιο το λαϊκό κίνημα.
Η ουσία πάντως της πολεμικής που εξαπολύεται προς το ΚΚΕ αφορά τις θέσεις του για τα μεγάλα προβλήματα, για την πολιτική συμμαχιών. Είτε πρόκειται για θέσεις άμεσης δράσης είτε γενικότερες το κύριο και βασικό είναι ότι δε συμφέρουν. Η ουσία της πολεμικής είναι ότι το ΚΚΕ προσέχει και να μην αποσπάται από τις λαϊκές μάζες και ταυτόχρονα να μην το βάζουν στο χέρι.
Αυτό το χαρακτηριστικό είναι το μεγάλο πλεονέκτημα που διαθέτει το ΚΚΕ και συμφέρει τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού.