ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Τρίτη 29 Αυγούστου 2000
«Αχαρνής» με το Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου

Από τους «Αχαρνής» του ΘΟΚ
Ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου τα τελευταία είκοσι χρόνια έχει κατακτήσει, δικαιωματικά, μια θέση στα Επιδαύρια με τις άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο καλές, αξιοσέβαστες πάντως, παραστάσεις του. Φέτος, όμως, γιορτάζοντας τα 20χρονά του στα Επιδαύρια, απέτυχε παταγωδώς, καθώς απέθεσε - όχι μόνο σκηνοθετικά αλλά και μεταφραστικά- τους αριστοφανικούς «Αχαρνής» στα χέρια τού, απαίδευτου στο αρχαίο δράμα, Κωνσταντίνου Αρβανιτάκη.

Και εκείνος αντί να αντιμετωπίσει με δέος, σεμνότητα και ψηλαφητά το άγνωστό του αριστοφανικό «τοπίο», αφ' ενός μεν, επηρμένα, χωρίς μέτρο και σεβασμό, «απέδωσε» την αριστοφανική ποίηση ως να πρόκειται για μια ανούσια, ανόητη και ακατάσχετα χυδαιολογούσα πεζολογία και αφ' ετέρου, θεωρώντας εαυτόν «σοφότερο» του Κάρολου Κουν για ενυπωσιοθηρικούς σκοπούς, μπουρδούκλωσε στο ανερμάτιστο κατασκεύασμά του και τους αλά Διονύση Σαββόπουλο «Αχαρνής». Την ελκυστική, στο είδος και ύφος της -και όχι ως προς τον Αριστοφάνη- στιχουργική και μελοποιητική δουλιά του συνθέτη περιορισμένη σε κάποια χορικά, ο Κ. Κουν, σοφότατα πράττων, δεν τη χρησιμοποίησε για το ανέβασμα των «Αχαρνέων», σε εξαίρετη μετάφραση του Λεωνίδα Ζενάκου. Απερίσκεπτα ο Κ. Αρβανιτάκης τη χρησιμοποίησε, βλάπτοντάς την και αυτή με την παράταιρη και χυδαιολογούσα απόδοσή του και με την κακόγουστη σκηνοθεσία του, η οποία συμπαρέσυρε στην κακογουστιά και τους καλλιτεχνικούς συντελεστές και όλους τους ηθοποιούς, χαντακώνοντας ακόμα και τους ταλαντούχους, πανάξιους στην κωμωδία Αντώνη Κατσαρή, Κώστα Δημητρίου, Σπύρο Σταυρινίδη, Ευτύχιο Πουλλαΐδη, αλλά και καλούς ηθοποιούς, όπως οι Ντίνος Λύρας, Νεοκλής Νεοκλέους, Σταύρος Λούρας, Κώστας Βήχας, Μιχάλης Μουστάκας, Στέλλα Φυρογένη, Λέα Μαλένη, Ελενα Δημητρίου, κ.ά.

«Εκκλησιάζουσες», «Πολιτείας» - «Μεταξουργείου»

«Εκκλησιάζουσες» από τα θέατρα «Πολιτεία» και «Μεταξουργείο»
Τα φετινά Επιδαύρια συμπεριέλαβαν άλλη μια αριστοφανική παράσταση με τις «Εκκλησιάζουσες», από το θιασικό σχήμα που συνέταξαν ειδικά για τα Επιδαύρια το θέατρο «Πολιτεία», με σκηνοθέτη τον Σωτήρη Χατζάκη και το θέατρο «Μεταξουργείο» της Αννας Βαγενά. Και στην περίπτωση αυτή έχουμε να κάνουμε με σκηνοθέτη απαίδευτο στο αρχαίο δράμα, αλλά και με ηθοποιούς πρωτοδοκιμαζόμενους σ' αυτό.

Εχουμε να κάνουμε με σοβαρά σκηνοθετικά λάθη, αλλά από έναν άνθρωπο που, πρώτον δε δήλωσε και «μεταφραστής», αλλά επέλεξε την υπεύθυνη και πολύ καλή, πνευματώδους χιούμορ (διόλου βωμολοχικού) μετάφραση του αξέχαστου Μίνου Βολανάκη. Δεύτερον, κάτι έψαξε, κάπως προβληματίστηκε για το τι είναι, με τι συγγενεύει και πώς μπορεί σήμερα να ερμηνεύεται το αριστοφανικό θέατρο, έστω και αν κατέληξε σε πλήρη σύγχυση (απόδειξη της σύγχυσής του οι «σκέψεις - σημειώσεις για τη σκηνοθεσία» του στο πρόγραμμα της παράστασης). Και τρίτο, μόχθησε για να πει η παράστασή του ερμηνευτικά κάτι καινούριο και αισθητικά ποιοτικό.

Ο Σ. Χατζάκης λάθεψε, νομίζοντας ίσως, ότι -όπως στην κατά Κώστα Τσιάνο «Ηλέκτρα» παράσταση - «σταθμό» στο αρχαίο δράμα, συνδυάστηκε άριστα η αρχαία ποίηση με τη λαϊκή μας παράδοση, και όπως με τη δική του εξαίρετη σκηνοθεσία της παπαδιαμάντειας «Φόνισσας» αξιοποίησε επιτυχώς στοιχεία της λαϊκής παράδοσης- έτσι και σ' ένα αριστοφανικό έργο μπορεί να «κολλήσει», ολοσούμπιτο, και όποιο είδος της δημοτικής μουσικής μας παράδοσης και στις «Εκκλησιάζουσες» όποια βωμολοχικά γυναικεία καλαμπούρια από γιορταστικά λαϊκά δρώμενα. Ετσι, με τη μουσικολογική συνεργασία του Λάμπρου Λιάβα, στην παράσταση παρεισέφρησαν παραδοσιακοί μουσικοί της Κοζάνης με κλαρίνα και άλλα πνευστά και κρουστά όργανα και η γυναικεία χορωδία του Εκπολιτιστικού Συλλόγου Νέας Βύσσας Ορεστιάδας Εβρου, με τοπικά παραδοσιακά τραγούδια, των οποίων, όμως, η αναμφισβήτητη ομορφιά και αξία ήταν εντελώς ξένη και «αντιδικούσα» με τον Αριστοφάνη.

Αλλο το περιεχόμενο, το ήθος και ύφος αυτών των τραγουδιών κι άλλο των Χορικών. Αλλο πράγμα είναι μια χορωδία, άλλο η όρχηση του Χορού. Αλλο είναι μια οραματική κωμωδία, με τις γυναίκες να καταλαμβάνουν την Εκκλησία του Δήμου, διεκδικώντας το δικαίωμα της ισότητας και αποδεικνύοντας την ικανότητά τους να κυβερνούν κι άλλο τα γυναικεία βωμολοχικά πειράγματα στο θρακικό αποκριάτικο δρώμενο «η μέρα της μαμής». Με αντιθετικά στοιχεία καλή, ενιαίου ήθους και ύφους, παράσταση δε γίνεται. Στην παράσταση του Σ. Χατζάκη, παράσταση μεγάλου και δημιουργικού μόχθου όλων των συντελεστών, όλα μεταξύ τους αντέφασκαν. Το έργο και η αρμόζουσα σ' αυτό μετάφραση του Βολανάκη με τη μουσική και τα τραγούδια. Η μουσική και τα τραγούδια με την καλοδουλεμένη εκφραστική χορογραφία (Ελενα Βακαλοπούλου), με τα καλαίσθητα, παιγνιώδη, αλλά και μπερδεμένα - ανάμεσα στο διαχρονικό, στο εκσυγχρονιστικό και στο λαϊκόμορφο - κοστούμια και σκηνικά (Ερση Δρίνη), με τα εκσυγχρονιστικά τερτίπια και με μερικά ευρήματα της ίδιας της σκηνοθεσίας (λ.χ. να παιχτεί ο λόγος της Πραξαγόρας στην Εκκλησία του Δήμου ως κουκλοθέατρο).

Ολες οι αντιφάσεις δε θα μπορούσαν να μην αντανακλαστούν και στις ερμηνείες των ηθοποιών, όσο κι αν οι ίδιοι προσπάθησαν τα μέγιστα για το καλύτερο δυνατό, και κυρίως στην άξια θεατρίνα, αλλά όχι φύσει κωμική, Αννα Βαγενά, η οποία διχάστηκε και επόμενα αμηχανούσε προς τα πού να τείνει, προς το εκσυγχρονιστικό ή προς το λαϊκό, η Πραξαγόρα της, καθώς και στην ερμηνεία όλων των ηθοποιών. Οι μόνοι ηθοποιοί που διασώθηκαν -από μόνοι τους- ήταν ο Μίμης Χρυσομάλλης (απολαυστικά κλοουνίστικος Βλέπυρος), ο ταλαντούχος και αριστοφανικά πεπαιδευμένος Περικλής Καρακωνσταντόγλου (επίσης απολαυστικός Χρέμης) και ο επίσης πεπαιδευμένος στον Αριστοφάνη Γιάννης Δεγαΐτης (πολύ καλός Ανδρας).


ΘΥΜΕΛΗ