Ενώ συμπληρώνεται ένας χρόνος από την πολύνεκρη ισραηλινή εισβολή στο Λίβανο, οι αιματηρές συγκρούσεις του λιβανικού στρατού με την ισλαμιστική «Φάταχ αλ Ισλάμ» στον καταυλισμό Ναχρ αλ Μπάρεντ αποδεικνύουν ότι η χώρα βρίσκεται στο ρυθμό ενός ακόμη «επεισοδίου» της απόπειρας εφαρμογής της «ευρείας Μέσης Ανατολής»
Associated Press |
Σήμερα, ένα χρόνο μετά, στο Λίβανο ο νότος προσπαθεί ακόμη να αποκαταστήσει τις ζημιές, κατασκευάζοντας εκ νέου γέφυρες, δρόμους και σπίτια, ενώ μνημονεύει τα θύματά του. Η «Χεζμπολάχ», της οποίας οι μαχητές βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή της αντίστασης, «βγήκε» από την εισβολή και παραμένει σαφώς ενισχυμένη στα μάτια της λιβανικής κοινής γνώμης και όχι μόνο της σιιτικής. Η χώρα, δε, ζει ένα άλλο «ανοιχτό μέτωπο», αυτή τη φορά στο βορρά, με τη συνεχιζόμενη πολιορκία και την εξαπόλυση, πριν από λίγες μέρες, νέας σφοδρής επίθεσης από το στρατό στον παλαιστινιακό προσφυγικό καταυλισμό Ναχρ αλ Μπάρεντ, όπου έχουν καταφύγει μαχητές της ισλαμιστικής σουνιτικής «Φάταχ αλ Ισλάμ».
Ισως με μια πρώτη ματιά η περσινή εισβολή, η ενίσχυση της «Χεζμπολάχ» μέσα από την αντίστασή της και η εμφάνιση της «Φάταχ αλ Ισλάμ», καθώς και οι μάχες που μαίνονται να φαίνονται ασύνδετα γεγονότα. Δεν είναι όμως καθόλου έτσι. Ασχέτως των πρώτων εντυπώσεων, στο επίπεδο που πραγματικά σχεδιάζεται η πολιτική ζωή στο Λίβανο, δηλαδή σε εκείνο των ξένων παρεμβάσεων διά μέσου ντόπιων πολιτικών δυνάμεων, δεν πρόκειται παρά για αλυσίδα αλληλένδετων συμβάντων.
Associated Press |
Ο φιλοαμερικανικός κυβερνητικός συνασπισμός στο Λίβανο κατηγόρησε, ως συνήθως, τη Συρία για τη δράση της «Φάταχ αλ Ισλάμ», μιλώντας για «άλλη μια προσπάθεια αποσταθεροποίησης». Χωρίς ουδείς να μειώνει τις ευθύνες της Δαμασκού για την πορεία του Λιβάνου μετά την πολύχρονη ισχυρότατη στρατιωτική παρουσία της, δεν μπορεί να μη λάβει υπόψη του ορισμένα αρκετά διαφωτιστικά στοιχεία.
Κατ' αρχάς, σε επίπεδο καθαρά λογικής ανάλυσης, στην παρούσα φάση η Συρία, βρισκόμενη ήδη στο στόχαστρο αλλεπάλληλων κατηγοριών, δε θα επέλεγε ποτέ να εμπλακεί τόσο απροκάλυπτα και πρόχειρα σε νέες περιπέτειες, που απλώς επιβαρύνουν τη θέση της. Επιπλέον, η Δαμασκός έχει, εδώ και χρόνια, «ανοιχτό πόλεμο» με κάθε ακραία ισλαμιστική άποψη, καθώς ως κοσμικό κράτος αποτελεί αντικείμενο μίσους και σφοδρών επικρίσεων.
Associated Press |
Το συγκεκριμένο σενάριο, που βασίζεται σε συριακές και λιβανικές πηγές, υποστηρίζει ότι το 2006, οι συριακές μυστικές υπηρεσίες παρατήρησαν «κινητικότητα» στη «Φάταχ αλ Ιντιφάντα» με προσχώρηση μελών από άλλες αραβικές χώρες. Εντοπίστηκαν φορτία όπλων προερχόμενα από το κουρδικό Ιράκ με προορισμό το Λίβανο, ενώ κατά τη σύλληψη στη Δαμασκό ενός στελέχους της εκατομμύρια δολάρια βρέθηκαν στα χέρια του και κατατέθηκαν σε λογαριασμούς σε λιβανικές τράπεζες. Σήμερα, υπάρχουν στελέχη της «Φάταχ αλ Ιντιφάντα» που μιλούν ανοιχτά για «διάβρωση της οργάνωσής τους από ισλαμιστικά στοιχεία που χρησιμοποίησαν το πρόσχημα του παλαιστινιακού ζητήματος για να οργανωθούν με στόχο κυρίως τους σιίτες».
Αυτό, ίσως, είναι και το κύριο ερώτημα. Και οι εκδοχές, αν και πολλές, συγκλίνουν όλες στο ίδιο συμπέρασμα. Η «Φάταχ αλ Ισλάμ», όπως και άλλες φανατικές ισλαμιστικές οργανώσεις στο Λίβανο (π.χ. η «Τζουντ αλ Σαμ» στο νότο), που βρήκαν άνετα καταφύγιο στους εξαθλιωμένους παλαιστινιακούς καταυλισμούς, όπου μπορούν να συγκεντρώσουν και πολλά νέα μέλη εκμεταλλευόμενες τη μιζέρια, τα αδιέξοδα και την ανείπωτη φτώχεια, συστάθηκαν ως «αντίβαρο» στην αυξανόμενη επιρροή και στρατιωτική ισχύ της «Χεζμπολάχ», μετά τον περσινό πόλεμο, με στόχο ακόμη και τη σταδιακή πρόκληση εμφύλιας έντασης.
Οι συριακές μυστικές υπηρεσίες, κάποιες λιβανικές ανώτερες πηγές, ο Σέιμουρ Χερς στο «Νιου Γιόρκερ», αλλά και λιβανικές εφημερίδες υποστηρίζουν ότι οι ΗΠΑ, διά του Σαουδάραβα πρίγκιπα Μπαντάρ αλ Σουλτάν, αλλά και του ηγέτη του «Κινήματος για το μέλλον», Σάαντ Χαρίρι, χρηματοδότησαν τη «Φάταχ αλ Ισλάμ». Και η απόφαση λήφθηκε αφού «απέτυχε» η ισραηλινή εισβολή να εξολοθρεύσει τη «Χεζμπολάχ», όπως όλοι περίμεναν πέρσι το καλοκαίρι, δίνοντας χρόνο στο Ισραήλ για το αιματηρό του έργο και μην υπολογίζοντας όχι μόνο την ίδια τη δυναμική της οργάνωσης, αλλά και την αντίδραση του λιβανικού λαού και άλλων πολιτικών δυνάμεων, πλην των φιλοαμερικανών, που συντάχθηκαν στο πλευρό της αντίστασης.
Χωρίς να διαφωνεί ως προς το τελικό συμπέρασμα και τους ηθικούς αυτουργούς που όπλισαν το χέρι της «Φάταχ αλ Ισλάμ», ο Φράνκλιν Λαμπ, δημοσιογράφος και ειδικός αναλυτής για το Λίβανο, βασιζόμενος και στην εμπειρία του, καθώς είναι από τους ελάχιστους δημοσιογράφους που κατάφεραν να εισέλθουν στον καταυλισμό Ναχρ αλ Μπάρεντ και να μιλήσουν και με μέλη της «Φάταχ αλ Ισλάμ» κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, συμπληρώνει ορισμένα, τουλάχιστον, ενδιαφέροντα κομμάτια στο παζλ. Τονίζει ότι, κατά κοινή ομολογία, οι μαχητές της «Φάταχ αλ Ισλάμ» δεν είχαν καμία συγγενική σύνδεση με τον καταυλισμό. Προέρχονταν από διάφορες άλλες αραβικές χώρες, κυρίως με ρεύμα φανατικού σουνισμού: Πακιστάν, Σουδάν, Αλγερία, Σ. Αραβία κλπ.
Ο Λαμπ αναφέρεται στο «μυστηριώδες» «Κλαμπ Γουέλς», υποστηρίζοντας ότι ονομάστηκε έτσι από τον ιδρυτή του, Ντέιβιντ Γουέλς, βοηθό υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ και σύμβουλο της Ράις. Υποστηρίζει ότι σε αυτό συμμετέχουν: Ο ηγέτης του ενός κόμματος των Δρούζων, του Προοδευτικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, Ουαλίντ Τζουμπλάντ, ο γνωστός για τις αιματηρές ακρότητές του πολέμαρχος των χριστιανών Φαλαγγιτών (και συνεργάτης των Ισραηλινών κατοχικών) κατά τον εμφύλιο, Σαμίρ Ζαζά, και προεδρεύει ο Σάαντ Χαρίρι. Οι δύο πρώτοι διατηρούν προσωπικούς στρατούς (που φυσικά δεν εντάσσονται στις πιέσεις αφοπλισμού που διατυπώνονται από τις αποφάσεις του ΟΗΕ) και ο τρίτος αποπειράθηκε να φτιάξει έναν μέσα από οργανώσεις τύπου «Φάταχ αλ Ισλάμ», πληρώνοντας στον κάθε μαχητή μηνιαίο μισθό 700 δολάρια (ποσό διόλου ευκαταφρόνητο για τα δεδομένα των καταυλισμών).
Το σχέδιο «στράβωσε» γιατί η «Χεζμπολάχ» πληροφορήθηκε τους στόχους, γιατί διάφοροι αναλυτές άρχισαν να δημοσιεύουν σχετικά ρεπορτάζ ιδιαίτερα ενοχλητικά για την Ουάσιγκτον και γιατί οι «μαχητές» άρχισαν να έχουν απαιτήσεις. Ο Λαμπ, επικαλούμενος διασταυρούμενες πληροφορίες, υποστηρίζει ότι η άρνηση του Χαρίρι να καταβάλει μισθούς οδήγησε και στη ληστεία από τη «Φάταχ αλ Ισλάμ» σε τράπεζα συμφερόντων του, το Μάη, γεγονός που άναψε το φιτίλι της σημερινής έντασης.
Με βάση το συγκεκριμένο σενάριο, οι εμπνευστές της «Φάταχ αλ Ισλάμ» αποφάσισαν ότι εφόσον απέτυχε το σχέδιό τους, τα στόματα της οργάνωσης έπρεπε να «κλείσουν». Εξ ου και ανατέθηκε στις, ελεγχόμενες από το φιλοαμερικανικό αυτό «κλαμπ», που αποτελεί και την τωρινή κυβέρνηση, Δυνάμεις Εσωτερικής Ασφαλείας «να κλείσουν το θέμα με επιδρομές στα αρχηγεία της οργάνωσης στην Τρίπολη». Η οργάνωση, όμως, ανταπέδωσε πλήττοντας το στρατό, ο οποίος φέρεται να μην ελέγχεται από την κυβέρνηση.
Μάλιστα, η ηγεσία του λιβανικού στρατού φέρεται πέρσι το καλοκαίρι, λίγο πριν την ισραηλινή εισβολή, να αρνήθηκε να αφοπλίσει διά της βίας τη «Χεζμπολάχ», όπως ζητήθηκε από τον πρωθυπουργό Σινιόρα, υποστηρίζοντας ότι κάτι τέτοιο «και θα δημιουργούσε εμφύλια αιματοχυσία και είναι άδικο εφόσον δεν αφοπλίζονται οι άλλοι ιδιωτικοί στρατοί διαλύοντας τις εσωτερικές πολιτικές ισορροπίες». Στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο στρατός φέρεται, με έμμεσους τρόπους, να ενίσχυσε την αντίσταση, παρά την έλλειψη σχετικών κυβερνητικών διαταγών.
Προσφάτως η λιβανική στρατιωτική ηγεσία αρνήθηκε να εισβάλει, όπως δόθηκε εντολή, στο Ναχρ αλ Μπάρεντ, παραβιάζοντας τη συμφωνία δεκαετιών για μη είσοδο στους παλαιστινιακούς καταυλισμούς και επικαλούμενη, πάλι, τη διατήρηση εσωτερικής συνοχής και ηρεμίας. Ολα δείχνουν ότι ο λιβανικός στρατός αρνείται να πέσει στην παγίδα της πλήρους απαξίωσής του, που θα οδηγήσει σε ανεξέλεγκτη δράση των προσωπικών στρατών και αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε εμφύλιο. Υπό αυτήν την έννοια, πολλοί εξηγούν και την αγαστή συνεργασία «Χεζμπολάχ» και στρατού τόσο στο νότο, όπου αναπτύχθηκε ο δεύτερος μετά την εισβολή μαζί με την πολυεθνική δύναμη, όσο και τη σιωπηλή υποστήριξη της πρώτης στην πολιορκία του Ναχρ αλ Μπάρεντ και στην απόφαση μη πραγματοποίησης εκκαθαριστικής επιχείρησης.
Ολα αυτά, βέβαια, τουλάχιστον στις λεπτομέρειές τους, είναι σενάρια που δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν ούτε διαψεύδονται από κάποιον. Αν συγκλίνουν σε κάτι, είτε ως πληροφορίες είτε ως λογικό συμπέρασμα, είναι στο ότι η ανύπαρκτη πριν τον Οκτώβρη του 2006 «Φάταχ αλ Ισλάμ» και οι ομοϊδεάτες της δεν εμφανίστηκαν από το πουθενά και δεν αποτελούν «αυθόρμητη» κίνηση, αλλά μάλλον συστάθηκαν με συγκεκριμένο αντι-Χεζμπολάχ στόχο, τον οποίο και διακήρυξαν.
Το σίγουρο είναι ότι ουδείς θα μάθει ποτέ το πώς ακριβώς «παίχτηκε αυτή η παρτίδα» στη σκακιέρα του Λιβάνου, που είθισται να είναι πεδίο αντιπαράθεσης ξένων ιμπεριαλιστικών συμφερόντων. Ολοι, όμως πλέον, αντιλαμβάνονται ότι το «παιχνίδι» δεν έχει ακόμη τελειώσει, με απρόβλεπτες συνέπειες για τον ίδιο το λιβανικό λαό και τους λαούς της περιοχής, καθώς το σχέδιο για την «Ευρεία Μέση Ανατολή», του οποίου ένα αιματηρό επεισόδιο ήταν και η περσινή ισραηλινή εισβολή, βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη.