Μεταπολεμικά ναζιστικά πονήματα
Κυριακή 3 Σεπτέμβρη 2000

Associated Press

Εκδήλωση των Νεοναζί στη Γερμανία
Εχει επισημανθεί ότι ο πυρήνας του εθνικο-σοσιαλισμού κατά κυριολεξία περιλάμβανε ένα συνασπισμό μπλοκ εξουσίας όπου διακλαδωνόταν στο στρατό, στις μεγάλες επιχειρήσεις, στο Ναζιστικό Κόμμα (NSDAP) και στην κρατική γραφειοκρατία. Για την ακρίβεια, οι μεγάλες επιχειρήσεις, όλο και περισσότερο ενέπλεξαν τις δραστηριότητες με το κράτος κατά τη διάρκεια του Β' Παγκόσμου Πολέμου, τόσο στη Γερμανία όσο και στην Ιταλία, δημιουργώντας αυτό που θα ονομαζόταν «επιχειρηματικό κράτος»...

Μετά τον πόλεμο, η πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν κατά πολύ επηρεασμένη από από τις επενδυτικές δραστηριότητες των τραπεζών, οι οποίες είχαν για πολλά χρόνια πολύ στενές σχέσεις τόσο με το Χίτλερ όσο και με τις γερμανικές εταιρίες. Ως αποτέλεσμα, πολλοί εκ των μεγάλων κεφαλών των επιχειρήσεων και εταιριών που είχαν μεγάλα κέρδη εξαιτίας των σχέσεων που είχαν με το ναζιστικό καθεστώς, δε δικάστηκαν ποτέ, ούτε καν κατηγορήθηκαν. Χρυσός, κοσμήματα αλλά και άλλα περιουσιακά στοιχεία που είχαν κλαπεί από χιλιάδες οικογένειες Εβραίων, είχαν τοποθετηθεί σε τράπεζες σε «ουδέτερες» χώρες, όπως η Σουηδία και η Ελβετία, τόσο πριν από τον πόλεμο ώστε να διευκολυνθούν οι συναλλαγές και ανταλλαγές όσο και μετά προκειμένου να μην πέσουν σε «λάθος χέρια». Ανάμεσα σε αυτούς που επωφελήθηκαν τα μάλα από αυτή την κλοπή, ήταν ένας μεγάλος αριθμός ελβετικών τραπεζών αλλά και η σουηδική SE-banken. Ειδικά η πορεία της SE-banken είναι αξιοπρόσεκτη, καθώς είναι το συστατικό-κλειδί για τη «Σουηδική Συσσώρευση Επένδυση», που είναι ιδιοκτήτης των μεγαθηρίων: ABB, «Ericsson and AstraZeneca». Φυσικά, όλος ο χρυσός των ναζί δεν παρέμεινε ακινητοποιημένος σε τράπεζες. Μία πρόσφατη έρευνα από το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών κατέδειξε ότι μεγάλα τμήματα είχαν επενδυθεί επίσης σε 750 εταιρίες σε όλες σχεδόν τις ηπείρους. Μία σημαντική φιγούρα σε αυτή τη διαδικασία που έλαβε χώρα όλα τα χρόνια της ναζιστικής διακυβέρνησης της Γερμανίας, ήταν Χιαλμάρ Σαχτ, ένας πρώην υπουργός Οικονομικών του Χίτλερ και επικεφαλής τότε της Ράιχσμπάνκ, που ξεκίνησε αμέσως μετά τον πόλεμο τη δική του Τράπεζα στο Ντύσελντορφ.

Αρώματα και μολυβάκια

Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '50 στην Αυστρία μερικές από τις «εξέχουσες ηγετικές μορφές» του ναζιστικού κινήματος ακόμη κυκλοφορούσαν, φυγάδες που έψαχναν απεγνωσμένα ένα μέρος για κρυφτούν ωσάν τους τυφλοπόντικες. Οσο για τους συμπαθούντες των ναζί και του Χίτλερ προσωπικά, με μαγικό τρόπο είχαν «προσηλυτιστεί» στα δημοκρατικά ιδεώδη, και ήταν οι κύριοι αρωγοί της μεταπολεμικής δημοκρατικής Αυστρίας. Πάντως κάποιοι πιο σκληροπυρηνικοί αλλά και εξαιρετικά σημαντικά οικονομικά, δε χρειάστηκε ποτέ να δώσουν «δημοκρατικά διαπιστευτήρια». Η οικονομική ισχύς που είχαν στα χέρια τους ήταν αρκετή για να μην ενοχληθούν ποτέ από κανέναν. Αυτοί ήταν που δημιούργησαν εξάλλου και τις βάσεις των νεοναζιστικών και ακροδεξιών ομάδων που δρουν έως σήμερα. Ενας εξ αυτών των προυχόντων ήταν η οικογένεια Faber-Castell, όνομα τόσο γνωστό... Ολόκληρες γενιές παιδιών σε όλες τις μεριές της υφηλίου μεγάλωσαν και εξακολουθούν να μεγαλώνουν αναγνωρίζοντας ακόμη και δαγκώνοντας το όνομα στις ράχες των μολυβιών με τα οποία μαθαίνουν να σκαλίζουν τα πρώτα γράμματα της αλφαβήτου.

Κατά το ίδιο διάστημα στη Βρετανία, ο Κόλιν Τζόρνταν, ένας εκ των πιο γνωστών φανατικών οπαδών και θαυμαστών παντρευόταν τη Φρανσουάζ Ντιόρ, απόγονο και κληρονόμο της εταιρίας «Christian Dior». Εννοείτε ότι η κυρία Ντιόρ προσκόμισε μαζί την περιουσία που έκαναν οι γονείς της στη Γαλλία, πουλώντας αρώματα. Εκτοτε η βιομηχανία άνθισε και υπερπλούτισε... και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '60 όταν η οικονομική ανάκαμψη έκανε τους ανθρώπους να αναζητούν «τα περιττά», τα αρώματα, τα ρούχα και τα αξεσουάρ, ο Κόλιν Τζόρνταν θα έβρισκε την καλύτερη κάλυψη και απύθμενες πηγές εισοδήματος και πλουτισμού για να ξαναστήσει το πολιτικό του κόμμα... Φυσικά, ουδείς εκ των καταναλωτών δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι αγοράζοντας μία αθώα όμορφη μυρωδιά βοηθούσε και στήριζε την ανάδυση από τις στάχτες του φασιστικού κινήματος σε Βρετανία και Γαλλία.

Εν αρμονία επιχειρήσεις και απαρτχάιντ

Μιλώντας για πιο πρόσφατα συμβάντα και σχετικώς - πολύ σχετικώς - αποενοχοποιημένα από τη βαριά σκιά αυτού καθ'αυτού του ναζιστικού καθεστώτος, ας αναφερθούμε στο πολύχρονο απαρτχάιντ που κατακρεούργησε εκατομμύρια μαύρων στη Νότια Αφρική. Το απαρτχάιντ βασίλεψε για αρκετές δεκαετίες μετά τον πόλεμο και δε θα μπορούσε να διατηρηθεί και να μεσουρανεί αν δεν είχε την αμέριστη υποστήριξη μεγαθηρίων της παγκόσμιας οικονομίας. Ο γίγαντας στο χώρο της πληροφορικής και της νέας τεχνολογίας, η αμερικανικών συμφερόντων εταιρία ΙΒΜ, ήταν αυτή που βοήθησε το καθεστώς να στήσει ένα ολόκληρο σύστημα ηλεκτρονικής παρακολούθησης, όπου ελεγχόταν όλος ο μαύρος πληθυσμός με την ελεκτρονική καταγραφή και να παρέχει ανάλογη και περισσότερο εκλεπτυσμένη υλική στήριξη στην αστυνομία και στις Ενοπλες Δυνάμεις. Σε ένα διαφορετικό επίπεδο, η Νότιος Αφρική και το καθεστώς Μπόθα, τύγχανε ιδιαίτερης μεταχείρισης από τραπεζιτικούς κολοσσούς, συμπεριλαμβανομένων της Barclays, της NatWest, της Standard Chartered, της Citibank και φυσικά της γερμανικής Deutsche Bank, οι οποίες δάνειζαν με προνομιακούς όρους το καθεστώς, το οποίο είχε «τεθεί» στο μικροσκόπιο από τους Διεθνείς Πιστωτικούς Οργανισμούς, όχι εξαιτίας της πολιτικής του και των κατάφορων παραβιάσεων των ανθρώπινων δικαιωμάτων, όπως δικαιολογείται σήμερα η «απόρριψη», αλλά εξαιτίας του συνεχώς διευρυνόμενου τεράστιου εξωτερικού της χρέους.

Οταν πια η κοινωνική αναστάτωση έπαιρνε μορφή χιονοστιβάδας στην ενδοχώρα και επισήμως εφαρμόστηκε η πολιτική του εμπάργκο στην πώληση πετρελαίου ως προειδοποιητική τιμωρία προς το καθεστώς, τότε ακριβώς οι μεγάλες πολυεθνικές βρήκαν την ευκαιρία να το γιορτάσουν. Συναλλαγές όπως πάντα και φυσικά με περισσότερο κέρδος. Η ολλανδική «Shell», η «British Petroleum» (BP), οι αμερικανικές «Texaco» και «Mobil» έκαναν χρυσές δουλιές και εξακολουθούσαν να γεμίζουν το ντεπόζιτο του καθεστώτος. Φυσικά, δεν αρκέστηκαν σε αυτό, αλλά επέκτειναν τις δραστηριότητες σε αγαστή συνεργασία με εταιρίες κοινού ενδιαφέροντος, οι οποίες αγνόησαν και αυτές τα κελεύσματα για οικονομικό εμπάργκο, όπως η μεταλλευτική «Rio Tinto Zinc», οι αμερικανικές αυτοκινητοβιομηχανίες «General Motors», «Ford», και η γερμανική BMW, καθώς και η «General Electric». Αυτές ήταν απλώς μερικές από τις πιο γνωστές από την κυριολεκτική παρέλαση «αστέρων» που έγινε στη Νότια Αφρική όσο διαρκούσε το απαρτχάιντ που αποδείχτηκε τελικά απολύτως προσοδοφόρο.