Οπως σημειώνει ο επιμελητής της έκθεσης, Αντρέας Ιωαννίδης, «αποκαλούμε Νεοελληνική Τέχνη, σε γενικές γραμμές, τη μορφή τέχνης που επικρατεί στο ελληνικό κράτος μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, αν και το φαινόμενο αυτό έχει αρχίσει νωρίτερα στη νησιωτική Ελλάδα και ειδικότερα στα Επτάνησα. Πρόκειται για τη στροφή που κάνει η Ελλάδα προς την τέχνη της Δυτικής Ευρώπης, εγκαταλείποντας παράλληλα τη βυζαντινή παράδοση, τη μεταβυζαντινή δηλαδή τέχνη, που ήταν και η κυρίαρχη μορφή σε όλη την περίοδο της τουρκοκρατίας. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια μεταβολή, η οποία έχει αρχίσει από τον 18ο αιώνα στα ενετοκρατούμενα Επτάνησα και θα επεκταθεί στην υπόλοιπη χώρα μετά την απελευθέρωσή της και την έλευση των Βαυαρών και του Οθωνα».
Το ταξίδι στην ιστορία της Νεοελληνικής Τέχνης ξεκινά από την Επτανησιακή Σχολή (Γερ. Πιτζαμάνος, Ν. Καντούνης, Γ. Αβλιχος, Α. Κριεζής). Συνεχίζει στη Σχολή του Μονάχου με έργα των Τηνίων Νικολάου Γύζη και Νικηφόρου Λύτρα, καθώς και των: Γεωργίου Ιακωβίδη, Κωνσταντίνου Βολανάκη, Θεοδώρου Βρυζάκη κ.ά. και ολοκληρώνει τον 19ο αιώνα, με ζωγράφους όπως ο Συμεών Σαββίδης και ο Περικλής Πανταζής.
Η περίφημη «γενιά του '30», παρουσιάζεται μέσα από έργα του Νίκου Χατζηκυριάκου - Γκίκα, του Γιώργου Μπουζιάνη, του Νίκου Εγγονόπουλου, του Γιάννη Τσαρούχη, του Γιάννη Μόραλη κ.ά. Η έκθεση ολοκληρώνεται με την «Αφαίρεση», η οποία κατακτάται μετά τον πόλεμο με τους: Σπυρόπουλο, Κοντόπουλο, Μόραλη και Στάμο, και θα γίνει το κατ' εξοχήν εικαστικό ιδίωμα της δεκαετίας του '60.
Ο διαπρεπής Γάλλος ζωγράφος, αν και σε δύο περιόδους της μακράς του πορείας (1924 έως 1928 και 1936 έως 1945) θέλησε τον εαυτό του σουρεαλιστή, εντούτοις, καθιερώθηκε να ταυτίζεται με το μεγάλο αισθητικοφιλοσοφικό ρεύμα του Αντρέ Μπρετόν και δικαίως να θεωρείται ως μια από τις σημαντικές μορφές του κινήματος, με έμφαση όμως σε μια περισσότερο «εγκεφαλική» και «διονυσιακή» εκφραστική εκδοχή του.
Οπως σημειώνει ο διευθυντής του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή, Κυριάκος Κουτσομάλλης, «Το έργο του Masson είναι κατά το πλείστον μυθοκεντρικό και αναπτύσσεται με διαρκείς αναφορές σε μυθολογικές αφηγήσεις. Οι δυνάμεις, κατά συνέπεια, που διαχέονται γύρω από τον πολυσημειολογικό κόσμο των εικόνων του δύσκολα γίνονται κατανοητές χωρίς τη γνώση των μύθων απ' όπου αντλούν την υπόστασή τους...».
«Ο Γιάννης Σεργουλόπουλος είτε ζωγράφιζε παραστατικά είτε όχι υπήρξε κατεξοχήν τοπιογράφος... Το τοπίο, γι' αυτόν, υπήρξε μια συνεχής διαστρωμάτωση. Ο ελληνικός χώρος παρουσιάζεται με τα κοίλα, τις καμπύλες, τις γωνίες, ή τις ευθείες του. Πάνω σ' αυτόν, οι γαιώδεις επιφάνειες να εναλλάσσονται με τα πετρώδη ή τα αργιλώδη μέρη οι στρώσεις του εδάφους, με τις αρμονικές διαβαθμίσεις της γης. Σε αυτήν τη σειρά των τοπίων (όπως για παράδειγμα η Σαντορίνη από την τελευταία πανελλήνια έκθεση το 1985) ο γεωμετρικός χώρος της πρώιμης περιόδου - χωρισμένος και τώρα σε επίπεδα - φαίνεται να αναλύεται περισσότερο. Η γεωμετρικότητα που δεν είναι πλέον σχηματική είναι το στοιχείο που ενώνει την πρώτη περίοδο με την ύστερη. Υπάρχει η αίσθηση πως ο Σεργουλόπουλος αναλύει και συνθέτει. Ο,τι υπήρξε υπόμνηση γίνεται τώρα θέμα». Διάρκεια έως 31/8.