«Το Εγγλεζονήσι είναι η αρχαία ελληνική νήσος Δρυμούσα, που βρίσκεται στον Ερμαϊκό κόλπο ή κόλπο της Σμύρνης, απέναντι από την αρχαία ιωνική πόλη της Λυδίας Κλαζομενές, η οποία ήταν μια από τις δώδεκα πόλεις που αποτέλεσαν την Ιωνική Δωδεκάπολη και βρισκόταν στη θέση όπου σήμερα είναι χτισμένο το τουρκικό χωριό Κλαζυμέν. Εκεί κοντά είναι και η Σκάλα των Βουρλών, σήμερα Λιμάνι των Ουρλών, επίνειο των αρχαίων Κλαζομενών. Η Σκάλα είναι ένας από τους αρχαιότερους οικισμούς του Αιγαίου. "Τροία του Αιγαίου" την ονομάζουν οι Τούρκοι αρχαιολόγοι. Η τουρκική ονομασία του Εγγλεζονησίου είναι Κιοστέν Αντασί ή Κιοστένι ή Κιουστάν Αντά.
Το Εγγλεζονήσι υπαγόταν στο νομό Αϊδινίου ή Σμύρνης της Μ. Ασίας και το διοικούσε η τουρκική αρχή. Οι Ελληνες ήταν φόρου υποτελείς στους Τούρκους. Οι κάτοικοι ήταν δυόμισι χιλιάδες και κατοικούσαν σε δύο περιοχές. Η μία περιοχή ονομαζόταν Θόλος ή Αϊ-Νικόλας και η άλλη Τσιφλίκι ή Αγία Παρασκευή. Είχε η κάθε περιοχή από ένα δημοτικό σχολείο.
Τα σπίτια στα οποία έμεναν ήταν μονώροφα ή διώροφα, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση των ανθρώπων. Ηταν πέτρινα, τα έχτιζαν μόνοι τους και τα σοβάτιζαν με ασβέστη και άμμο.
Η αυλή του σπιτιού ήταν μεγάλη και είχε δέντρα. Φωτίζονταν με λάμπες πετρελαίου και με φανάρια ασετιλίνης.
Τα σπίτια ήταν ντυμένα με χαλιά και μεγάλες κουρτίνες. Τα έπιπλα ήταν λιγοστά. Οι περισσότεροι δεν είχαν κρεβάτια και τραπέζια. Κοιμόνταν στο πάτωμα με στρώματα και έτρωγαν στους σοφράδες. Μερικοί είχαν καρεκλάκια για να κάθονται να τρώνε. Είχαν ένα μεγάλο καθρέφτη πάνω σ' ένα τραπέζι και επίσης μεγάλες λάμπες.
Το κάθε σπίτι είχε αργαλειό, που τον έλεγαν κρεβατή, και οι γυναίκες υφαίνανε πετσέτες, κουβέρτες, πουκάμισα, μαξιλάρια.
Κεντούσανε καδράκια, δαντέλες, τις άσπρες από χασέ νυκτικές τους, τις κουρτίνες που τις έλεγαν στόρια.
Τα σκεύη τα οποία χρησιμοποιούσαν ήταν: χάλκινα γιουβέτσια, χωματένια (πήλινα) τσουκάλια, πήλινα λαδικά και τενεκεδένια, τηγάνια σιδερένια, πιάτα από τσίγκο ή πηλό ή γυάλινα άσπρα.
Το κάθε κορίτσι στα προικιά του είχε σκάφη, πινακωτή, ματσόβεργα που ανοίγουν φύλλα και σοφρά.
Μέσα στο τζάκι είχαν τη σιδερωσιά, έβαζαν επάνω το τσουκάλι και μαγείρευαν.
Οσον αφορά στην ενδυμασία, οι γυναίκες φορούσαν φούστα μακριά και μπλούζα, μπέρτες πλεχτές ή υφασμάτινες και κάλτσες πλεχτές στο χέρι χρωματιστές μέχρι το γόνατο. Οι άντρες φορούσαν βράκες, πουκάμισα, γιλέκα σταυρωτά, σακάκι, παλτό από γούνα. Οι κάλτσες τους ήταν χρωματιστές και έφταναν λίγο πιο κάτω από το γόνατο. Είχαν μεγάλες ζώνες μάλλινες ή μεταξωτές. Το χειμώνα φορούσαν σαλβάρια από τσόχα και το καλοκαίρι σαλβάρια από ύφασμα φασονέ, βαμβακερά και πουκάμισα χωρίς γιλέκο.
Οι γυναίκες στις γιορτές ή στους γάμους φορούσαν γόβες από λουστρίνι. Τα πρόχειρα υποδήματά τους ήταν δερμάτινα με κορδόνια και παντόφλες από δέρμα χρωματιστό με τακουνάκι.
Οι κάτοικοι του Εγγλεζονησίου στα χτήματά τους έσπερναν σιτάρι, όσπρια, καλαμπόκι. Χρησιμοποιούσαν ξύλινο άροτρο για το όργωμα. Η εφορία έπαιρνε το πέντε τοις εκατό της παραγωγής. Παρήγαγαν καρπούζια και πεπόνια. Καλλιεργούσαν επίσης αμπέλια και είχαν παραγωγή σταφυλιών και σταφίδας την οποία πήγαιναν με τα καΐκια στη Σμύρνη, όπου την πουλούσαν.
Τα ποτά τα οποία παρήγαγαν ήταν τσίπουρο, κρασί, κερασό.
Μία άλλη απασχόληση από την οποία ζούσαν οι κάτοικοι του νησιού ήταν η αλιεία. Τα καΐκια ταξίδευαν χωρίς μηχανές, με τα πανιά. Τα αλιευτικά ήταν τράτες με κουπιά και γρι - γρι. Ψάρευαν κυρίως με γρίπους, που είναι αλιευτική συσκευή με πολύ μεγάλα δίχτυα.
Επιαναν μεγάλα ψάρια αλλά και μικρά. Υπήρχαν ειδικοί που έβγαζαν χταπόδια και έκαναν εμπόριο με αυτά. Πήγαιναν Ευρωπαίοι στο νησί κι έπαιρναν μεγάλες ποσότητες, τέσσερις - πέντε χιλιάδες οκάδες.
Στο νησί, κοντά στο Θόλο, περίπου μία ώρα μακριά, υπήρχαν τρεις πηγές από τις οποίες έπαιρναν νερό για να πίνουν και να κάνουν τις δουλιές τους. Νερό είχε και η "Φουντάνα". Το μέρος ήταν υγιεινό, δεν είχε υγρασία και δεν αρρώσταιναν εύκολα.
Γιατρό, όταν χρειάζονταν, έπαιρναν έναν που είχε σπουδάσει στη Σμύρνη και που κατοικούσε σ' ένα γειτονικό νησάκι, το "Γιατρονήσι".
Δύο φορές την εβδομάδα πήγαιναν μ' ένα βαποράκι στη Σμύρνη, για ν' αγοράσουν ό,τι χρειάζονταν από την πόλη. Οταν οι γυναίκες ήθελαν να πλύνουν τα ρούχα, που τα περισσότερα ήταν από κάμποτο ή χασέ (είδος βαμβακερού υφάσματος), πήγαιναν σ' ένα μέρος, όπου υπήρχε τρεχούμενο νερό που ερχόταν από τα βουνά και πήγαινε προς τη θάλασσα. Εκεί έπλεναν τα ρούχα με στάχτη και ζεστό νερό κι έπειτα με σαπούνι. Στέγνωναν εκεί όσα μπορούσαν και τα υπόλοιπα, αφού τα έβαζαν σε κοφίνια, τα φόρτωναν στα ζώα και γύριζαν στο σπίτι τους».
Την επόμενη Κυριακή, θα πάρουμε χρήσιμες πληροφορίες για την κοινωνική ζωή των Εγγλεζονησιωτών: Αρραβώνες, γάμοι, γεννητούρια, καθώς και για τη διοίκηση και την κοινωνική διαστρωμάτωση του νησιού.