«Εσβησε» ένα μεγάλο μουσικό κεφάλαιο

Κηδεύεται σήμερα στη Ρωσία ο Σοβιετικός συνθέτης Τίχον Χρένικοφ

Παρασκευή 17 Αυγούστου 2007

Κηδεύεται σήμερα στην ιδιαίτερη πατρίδα του, στην πόλη Ελτσε, ο Σοβιετικός συνθέτης, κοινωνικός και πολιτικός παράγοντας, κομμουνιστής, Τίχον Χρένικοφ, που έφυγε από τη ζωή την Τρίτη σε ηλικία 95 ετών. Χτες πραγματοποιήθηκε στη Μόσχα λαϊκό προσκύνημα στη Μικρή Αίθουσα του Ωδείου της ρωσικής πρωτεύουσας στο οποίο δίδαξε από το 1961.

Ο Χρένικοφ ανέπτυξε δημιουργικά την παράδοση του ρωσικού κλασικισμού, «εμποτίζοντάς» τον με το «χρώμα» των ρωσικών λαϊκών τραγουδιών και της μουσικής που ανέδειξε η Επανάσταση. Το έργο του αγαπήθηκε από το λαό και έγινε πλατιά γνωστό τόσο μέσα από το θέατρο όσο και από τον κινηματογράφο σε ταινίες - σύμβολα όπως «Η μπαλάντα του ουσάρου», «Πιστοί φίλοι», «Στις έξι η ώρα το βράδυ μετά τον πόλεμο» κ.ά. Από το 1936 η μουσική του απέκτησε μεγάλη δημοτικότητα μέσα από την κωμωδία του Σαίξπηρ «Πολύ κακό για το τίποτα», ενώ, ουσιαστική συμβολή στη σοβιετική μουσική αποτελούν οι τρεις συμφωνίες του (1935, 1943, 1973) και τα κοντσέρτα για πιάνο, βιολί και βιολοντσέλο για ορχήστρα.

Διετέλεσε γραμματέας από το 1948 και πρώτος γραμματέας από το 1957 της Ενωσης Συνθετών της ΕΣΣΔ, πρόεδρος του Μουσικού Τμήματος της Πανενωσιακής Εταιρείας Πολιτιστικών Σχέσεων με τις ξένες χώρες από το 1958, μέλος της ΚΕ Ελέγχου του ΚΚΣΕ από το 1961, αναπληρωματικό μέλος της ΚΕ του ΚΚΣΕ από το 1976, βουλευτής του Ανωτάτου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ. Βραβεία: «Λένιν» (1974), Κρατικά βραβεία της ΕΣΣΔ (1942, 1946, 1952, 1967), τρία παράσημα «Λένιν» και πολλά μετάλλια. Εφερε τους τίτλους του Καλλιτέχνη του Λαού της ΕΣΣΔ (1963) και του Ηρωα της Σοσιαλιστικής Εργασίας (1973).

Τα αστικά ΜΜΕ νόμισαν και πάλι πως βρήκαν μια καλή ευκαιρία για αντισοβιετική προπαγάνδα. Το ΑΠΕ, π.χ. σχολίασε ότι o Χρένικοφ «ήταν γνωστός για τις επιθέσεις του εναντίον του Σεργκέι Προκόβιεφ και του Ντμίτρι Σοστακόβιτς» και ότι «αν και αποκήρυξε την πρωτοπορία του Σοστακόβιτς και του Προκόβιεφ, κατάφερε να διασώσει τα μέλη της ένωσής του από τις σταλινικές διώξεις, από τις οποίες υπέφεραν άλλοι καλλιτέχνες, συγγραφείς, ζωγράφοι, κινηματογραφιστές».

Δυστυχώς γι' αυτούς, σε συνέντευξή του σε ρωσικό καλλιτεχνικό διαδικτυακό περιοδικό τον Ιανουάριο του 2000, ο Χρένικοφ είπε μεταξύ άλλων: «Ο Σοστακόβιτς ήταν συνάδελφός μου, ήταν γραμματέας και επικεφαλής της Ενωσης Ρώσων Συνθετών. Η Ενωση είχε τεράστιο κύρος, γι' αυτό και επικεφαλής της ήταν συνθέτες παγκόσμιας κλάσης όπως ο Χατσατουριάν, ο Σοστακόβιτς, ο Σαπόριν κ.ά. Ο Σοστακόβιτς ήταν μέλος του Κόμματος και κανείς δεν τον υποχρέωσε να γίνει. Μόνος του ζήτησε να εγγραφεί. Μετά έγινε πρόεδρος της Ενωσης Ρώσων Συνθετών... και μετά τον παρουσίασαν σαν "βασανισμένο". Αλλά στην πραγματικότητα ήταν ένας κανονικός σοβιετικός άνθρωπος. Στον κύκλο του όμως υπήρχαν άνθρωποι, πολιτικοί τυχοδιώκτες, οι οποίοι προσαρμόστηκαν στη νέα κατάσταση. Εκείνοι ήταν που διέδωσαν το μύθο ότι ο Σοστακόβιτς ήταν "βασανισμένος", ότι συνέχεια "υπέφερε". Δεν υπέφερε. Ηταν ένας μεγάλος συνθέτης και ένας κανονικός σοβιετικός άνθρωπος, ο οποίος έγραψε και καντάδες για τον Στάλιν χωρίς κανείς να του το ζητήσει. Δεν ήθελε να φύγει από την ΕΣΣΔ, αν και μπορούσε να το κάνει όποτε ήθελε. Αντίθετα, ο Προκόφιεφ επέστρεψε στην πατρίδα από το εξωτερικό».

Για τη σημερινή κατάσταση της τέχνης στη Ρωσία: «Δυστυχώς, στα δικά μας ΜΜΕ δεν υπάρχει προπαγάνδιση της πραγματικής μουσικής. Ο,τι δείχνει η τηλεόραση είναι μουσική χωματερή. Κανείς δεν ασχολείται με τη διαπαιδαγώγηση της νεολαίας».

Για το ρόλο της τέχνης: «Το θέμα για την τέχνη δεν είναι να "διδάξει". Το θέμα είναι να λειτουργήσει διαπαιδαγωγητικά στο αισθητικό κριτήριο, στην αισθητική συγκρότηση του ανθρώπου, στην αναζωπύρωση της διάνοιάς του. Εδώ η πραγματική τέχνη μπορεί να διδάξει και κάτι. Βασικά όμως εμπλουτίζει τον άνθρωπο και κάνει τη ζωή του περισσότερο ενδιαφέρουσα».