Του Γερμανού καθηγητή δρ. Ερνστ Βόιτ (Δρέσδη). Πρόκειται για διασκευασμένη περίληψη της παρέμβασής του στο 2ήμερο Διεθνές Δικαστήριο κατά του ΝΑΤΟ στο Βερολίνο. Η ομιλία του καθηγητή έχει τον τίτλο «"Παράπλευρες ζημιές" ή εγκλήματα πολέμου;»
Associated Press |
Γιατί πρόκειται εδώ όχι για «παράπλευρες ζημίες», όχι για μη σκόπιμες ή αναπόφευκτες παρενέργειες; Πρώτον γιατί οι ζημίες των αστικών στόχων βρίσκονται σε αλλόκοτη σχέση με τις ζημιές που προξενήθηκαν στις στρατιωτικές δυνάμεις της Γιουγκοσλαβίας: 26 άρματα μάχης, 12 άρματα προστασίας και 8 πυροβόλα. Δεύτερο γιατί βάση της διεξαγωγής του ΝΑΤΟικού πολέμου ήταν μονοσήμαντα η εγκληματική λογική να καταστραφεί η βιομηχανική βάση και η υποδομή της Γιουγκοσλαβίας, αν ο δημοκρατικά εκλεγμένος πρόεδρος Μιλόσεβιτς δε συνθηκολογήσει μπροστά στις αξιώσεις του ΝΑΤΟ να εγκαταλείψει την κρατική κυριαρχία της χώρας του...
Associated Press |
«Εγκλήματα πολέμου είναι τέτοιες εγκληματικές παραβάσεις των δεσμευτικά καθορισμένων νορμών και απαγορεύσεων του ισχύοντος διεθνούς πολεμικού δικαίου, που ιδιαίτερα υποχρεώνουν τα εμπόλεμα κράτη να καταπολεμούν αποκλειστικά τις στρατιωτικές δυνάμεις και στρατιωτικούς στόχους του αντιπάλου και να χρησιμοποιούν τα όπλα τους κατά τρόπο που να μη βλάπτεται ο αστικός πληθυσμός και τα ζωτικά αναγκαία γι' αυτόν έργα. Αυτές οι νόρμες και απαγορεύσεις για προστασία του αστικού πληθυσμού έχουν καθοριστεί ιδιαίτερα στις εξής διεθνείς συμβάσεις με δεσμευτική διεθνή ισχύ:
Associated Press |
Αυτή την ηθελημένη πολιτική περιφρόνηση του ανθρωπιστικού διεθνούς δικαίου του πολέμου ο ανώτατος διοικητής των στρατιωτικών δυνάμεων του ΝΑΤΟ στρατηγός Γουέσλι Κλαρκ (ΗΠΑ) και ο πρόεδρος της στρατιωτικής επιτροπής του ΝΑΤΟ στρατηγός Κλάους Νάουμαν (Γερμανία) την εφάρμοσαν στρατιωτικά στην πράξη σχεδιάζοντας αντίστοιχα τους στόχους για τους βομβαρδισμούς. Ο Νάουμαν κάνοντας τον απολογισμό του πολέμου στην εταιρία «Κλάουζεβιτς» δήλωσε χαρακτηριστικά: «...Οταν εφαρμόζει κανείς στρατιωτικά μέσα για την επιβολή ενός πολιτικού στόχου, τότε οφείλει να διερωτηθεί: Πού πλήττω τον αντίπαλο πιο βαριά; Και τι θα μπορούσε να πλήξει τον Μιλόσεβιτς; Βέβαια όχι η καταστροφή των χερσαίων δυνάμεων. Για έναν κομμουνιστή δικτάτορα είναι το ίδιο, πόσοι άνθρωποι πεθαίνουν. Αυτό που τον πλήττει είναι η απώλεια εκείνων των μέσων, που στηρίζουν την εξουσία του. Είναι η αστυνομία, η επικυριαρχία στα ΜΜΕ και οι βαρόνοι της βιομηχανίας, που τον υποστηρίζουν με χρήματα, και φυσικά οι (βιομηχανικές) εγκαταστάσεις τους. Οταν εμείς καταστρέψαμε αυτούς τους στόχους με φανταστική ακρίβεια, τότε άρχισε η διαδικασία της υποχώρησης» (σ.σ. της γιουγκοσλαβικής ηγεσίας).
Ο πληθυσμός των περισσότερων κρατών του ΝΑΤΟ έγκρινε κατά πλειοψηφία τον επιθετικό πόλεμο κατά της Γιουγκοσλαβίας και τις ωμές παραβάσεις του ανθρωπιστικού διεθνούς δικαίου για τον πόλεμο ή τουλάχιστον το δέχτηκε χωρίς αντίσταση. Αυτό αποκαλύπτει την ιδεολογική στάση (του πληθυσμού) όχι μόνο απέναντι σ' αυτόν τον πόλεμο, αλλά γενικά σε κάθε πόλεμο. Πού οφείλεται αυτό; Η γνώμη του κ. Βόιτ είναι η εξής: «Ενα ουσιαστικό στοιχείο αυτής της στάσης είναι η συνείδηση του πληθυσμού περί δικαίου και αδίκου. Η πηγή (σ.σ. αυτής της συνείδησης) για τους περισσότερους ανθρώπους δεν είναι θεωρητικές μελέτες, αλλά μάλλον η επίδραση των ΜΜΕ ή απλώς η περισσότερο αισθηματική εμπιστοσύνη στους εκλεγμένους από τους ίδιους πολιτικούς. Το γεγονός ότι αυτός ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος σχεδόν σε όλα τα κράτη του ΝΑΤΟ σκηνοθετήθηκε από πολιτικούς, οι οποίοι - ως τον γγ του ΝΑΤΟ - προέρχονται από τη σοσιαλδημοκρατία και οι οποίοι παλιότερα είχαν αποκτήσει πολιτικό προφίλ σαν αντίπαλοι του πολέμου, επηρέασε φυσικά τη στάση πολλών ανθρώπων. Ομως σημαντικότερο είναι πιθανώς ότι οι βασικές στάσεις απέναντι στον πόλεμο και την ειρήνη στην εποχή μας μαζικά εμποτίστηκαν μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και ιδιαίτερα από τον καιρό του 2ου Πολέμου στον (Περσικό) Κόλπο από την ιμπεριαλιστική πολεμική ιδεολογία, στάσεις που χρειάστηκε μόνο να καταστούν επίκαιρες από την καμπάνια των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης κατά της Γιουγκοσλαβίας, την προσανατολισμένη για πρώτη φορά στα «ανθρώπινα δικαιώματα» σαν δήθεν πολεμικό στόχο του ΝΑΤΟ.
Μέσα στις βασικές αυτές στάσεις είναι και το αυτονόητο και η αυτοπροσωπογραφία αντίστοιχα ότι (οι ΗΠΑ) βγήκαν από τον Ψυχρό Πόλεμο νικητές και σαν η ισχυρότερη δύναμη στον κόσμο και χάρη στην πάρα πολύ υψηλή στρατιωτικο-τεχνική υπεροχή μπορεί να κάνουν πόλεμο, ενάντια σε όλα σχεδόν τα κράτη χωρίς απ' αυτό να διατρέχουν οι ίδιες κίνδυνο ή μάλιστα από κάποιον να κατηγορηθούν σαν υπεύθυνες. Ανάλογα η κοινή γνώμη των κρατών του ΝΑΤΟ αποδέχτηκε την εντελώς προκλητική ανοιχτή παραβίαση του χάρτη του ΟΗΕ, που έγινε με τον «αυτοδιορισμό» του ΝΑΤΟ για τη διεξαγωγή αυτού του πολέμου. Αλλά αυτό είναι μόνο η αρχή. Ο υπουργός Εθνικής Αμυνας Ρούντολφ Σάρπινγκ απαίτησε πρακτικά την εξάλειψη όλης της προόδου στο διεθνές δίκαιο των τελευταίων 350 χρόνων όταν σε μια σύσκεψη υψηλόβαθμων εκπροσώπων της ΟΔΓ δήλωσε: «Βιώνουμε τώρα την αποστροφή από μια εδαφική τάξη πραγμάτων και τις συνδεμένες μαζί της αρχές, όπως αυτές εγκαθιδρύθηκαν με την Ειρήνη της Βεστφαλίας το 1648, ότι δηλαδή: «τα κράτη είναι κυρίαρχα, διατηρούν σχέσεις μεταξύ τους και το πώς φέρονται στους πολίτες τους είναι δικό τους ζήτημα». Ο (Γερμανός) στρατηγός Κλάους Νάουμαν πιάνεται απ' αυτή την αμφισβήτηση όλης της εξέλιξης του διεθνούς δικαίου από την εποχή της Διαφώτισης και της αστικής επανάστασης μέχρι και το χάρτη του ΟΗΕ και την οξύνει περισσότερο, δηλώνοντας: «Αυτό που με την Ειρήνη της Βεστφαλίας το 1648 έγινε βάση της διεθνούς πολιτικής, καταργήθηκε με τις ενέργειες του ΝΑΤΟ στην περίπτωση του Κοσσόβου. Αυτό το παράδειγμα θα παίξει πιθανώς σημαντικό ρόλο στην παραπέρα εξέλιξη». Ετσι, κατά τον Νάουμαν, αυτός ο πόλεμος του ΝΑΤΟ θα μπορούσε τελικά «να γίνει η μαμή στην παραπέρα εξέλιξη του διεθνούς δικαίου»...
...«Φυσικά το γεγονός ότι οι περισσότεροι άνθρωποι στα κράτη του ΝΑΤΟ έγκριναν ή απλά αποδέχτηκαν τον επιθετικό πόλεμο έχει να κάνει και με το ότι οι ίδιοι με αυτόν τον πόλεμο δεν περιήλθαν σε κίνδυνο και μπορούσαν να τον παρακολουθήσουν στην τηλεόραση σαν «πόλεμο - θέαμα». Η συγγραφέας, Ελφρίδε Γέλινεκ χαρακτήρισε αυτό το φαινόμενο σωστά σαν «αδιαφορία αυτών που δεν κινδυνεύουν». Μαζί με την προσωπική μη διακινδύνευση η προπαγάνδα του ΝΑΤΟ δημιούργησε μια συνείδηση για το δίκαιο, που πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη και που θα τη χαρακτήριζα σαν πολεμο-ιδεολογικά παραμορφωμένη συνείδηση. Πρόκειται για ένα φαινόμενο, το οποίο ο Καρλ Μπρεντάουερ το κριτίκαρε σαν μαζική ύπαρξη μιας «επικίνδυνης για τη ζωή καλή συνείδηση». Αυτή έκανε δυνατή την κυνική αμφισβήτηση από το ΝΑΤΟ όλων των κατακτήσεων του διεθνούς δικαίου, που προγράφουν τον επιθετικό πόλεμο και τα εγκλήματα πολέμου. Η ίδια πνευματική στάση οδήγησε και στο γεγονός ότι οργανώσεις προστασίας του περιβάλλοντος με επιρροή όπως η «Γκρίνπις», η «Γκρινκρός» ή η «Ενωση Περιβάλλοντος και Προστασίας της Φύσης της Γερμανίας» (BUND) πρακτικά αποδέχτηκαν τον περιβαλλοντικό πόλεμο κατά της Γιουγκοσλαβίας χωρίς κριτική. Συμφωνά ρητά με τον Κνουτ Κρούζεβιτς που βλέπει σ' αυτό μια επικίνδυνη αλλαγή της συνείδησης και διαπιστώνει: «Θα μπορούσε να έχει πάρα πολύ δυσάρεστες συνέπειες για τη συνείδηση περιβάλλοντος και δικαίου των κοινωνιών του ΝΑΤΟ ότι μέσα σε λίγες μέρες χωρίς ευδιάγνωστους ηθικούς, οικολογικούς, επιστημονικούς ή νομικούς δισταγμούς εγκατέλειψαν την πολιτισμική συναίνεση ότι ο άνθρωπος δεν εκθέτει τον όμοιό του με δόλο σε σύννεφα με δηλητηριώδη αέρια. Και παραμένει πάρα πολύ εκρηκτικό μεταπολεμικό ζήτημα το πώς μπορεί να αποκατασταθεί πάλι η ως τώρα πρωτιά του οικολογικού απέναντι στο στρατιωτικό, όταν οι κυβερνήσεις των εμπόλεμων κρατών θα εγκρίνουν και μελλοντικά οι στρατοί τους να χρησιμοποιούν όλες τις αξιόποινες μεθόδους και τα μέσα της οικολογικής και περιβαλλοντικής διεξαγωγής του πολέμου».