Το νομοσχέδιο, που βρίσκεται στα συρτάρια του υπουργείου Γεωργίας, είναι στα χνάρια του παλιότερου νομοσχεδίου του Στ. Τζουμάκα, που είχε χαρακτηριστεί αντισυνταγματικό από επιτροπή της Βουλής. Αξίζει να σημειωθεί ότι όλα τα προωθούμενα νομοσχέδια, που έχουν συσταθεί μέχρι σήμερα για την επίλυση θεμάτων δασικής ιδιοκτησίας, βρήκαν εμπόδιο στις γνωμοδοτήσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες έκαναν χρήση των άρθρων 24 και 117 του ισχύοντος Συντάγματος, κρίνοντας αντισυνταγματικές τις διατάξεις τους.
Χαρακτηριστικό του «πνεύματος» που διέπει το νομοσχέδιο είναι το άρθρο 20, το οποίο αναφέρεται στη διάκριση της δασικής ιδιοκτησίας, που με την παράγραφο 3 αφαιρεί τις χορτολιβαδικές εκτάσεις οι οποίες ήταν στη διαχείριση της Δασικής Υπηρεσίας και αποτελούν κομμάτι των δασικών εκτάσεων. Επίσης, στην παράγραφο 4 αναφέρει ότι «με απόφαση του υπουργού Γεωργίας, που εκδίδεται εφάπαξ και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, καθορίζονται τα αναγκαία κριτήρια για το χαρακτηρισμό μιας έκτασης ως δάσους ή δασικής κατά τις διατάξεις του άρ. 3 του Ν. 998». Δηλαδή, για την κυβέρνηση ο ορισμός του δάσους δε δίνεται από τη δασική επιστήμη, αλλά αποτελεί... πολιτική απόφαση.
Το νομοσχέδιο νομιμοποιεί καταπατήσεις που έχουν γίνει διαχρονικά στα δάση και στις δασικές εκτάσεις, δίνει τίτλους κυριότητας σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που δεν είχαν κυριότητα και αλλάζει τη διαδικασία των πράξεων χαρακτηρισμού προς το χειρότερο.