«Πολύ νωρίς κατάλαβα πως τον άνθρωπο τον πλάθει η αντίστασή του στο περιβάλλον του»
Μαξίμ Γκόρκι
Αυτό το στοιχείο είναι που καθιστά τον Γκόρκι μοναδικό στο είδος του, γιατί δεν είναι μια απλή γραφική πένα που ωραιοποιεί τη μιζέρια των «κολασμένων» και τη μετατρέπει σε «εναλλακτική» λογοτεχνία. Εχοντας ζήσει την απόλυτη φτώχεια και την ανάγκη της εργασίας (ελαιοχρωματιστής, φούρναρης, αχθοφόρος κλπ.) για την εξασφάλιση της επιβίωσης, με πλήρη συνείδηση της ταξικής του προέλευσης, ξέρει πως η μιζέρια κι η εξαθλίωση του ανθρώπου δεν εξανθρωπίζονται ούτε ωραιοποιούνται. Αποτελούν τα δεσμά που διαιωνίζουν έναν κόσμο βαρβαρότητας απόλυτα στηριγμένο στην ύπαρξη της σχέσης αφέντη - δούλου.
Αυτή τη σχέση εξουσίας των λίγων επί των πολλών απογυμνώνει κι αναλύει ο Γκόρκι μέσα από τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του που έχουν ως βάση την πλούσια προσωπική του εμπειρία ως εκμεταλλευόμενου προλετάριου. Με όπλο την αισθητική του - ο Μαξίμ διαβάζει ακατάπαυστα ακόμα κι όταν η ανάγκη του για επιβίωση μετατρέπει το βιβλίο σε πολυτέλεια - και την ικανότητά του να παρατηρεί αυτό που ζει αλλά και να ζει αυτό που παρατηρεί, αποκαλύπτει στις πραγματικές της διαστάσεις τη βαρβαρότητα του δούλου αλλά και του αφέντη. Ο δούλος, ζώντας μέσα στη φτώχεια και στην αγριότητα της βαρβαρότητας, απανθρωπίζεται κι ευτελίζεται ως οντότητα. Ο αφέντης, ζώντας με γνώμονα και κανόνα τη διαιώνιση της επιβολής του ως κυρίαρχου, εκβαρβαρίζεται, γίνεται μια απάνθρωπη κρεατομηχανή υποταγής της ανθρώπινης φύσης στη δύναμη της εξουσίας του αλλά και στην εξουσία της δύναμής του. Ο φούρναρης Σεμιόνοφ κι ο αστυνόμος Νικιφόριτς, πρόσωπα που έπαιξαν ρόλο στην αισθητική και πολιτική διαμόρφωση του Μαξίμ κι αποτέλεσαν ήρωες των έργων του «Το Αφεντικό» και «Τα Πανεπιστήμιά μου», αντίστοιχα, είναι τα αλλοτριωμένα αφεντικά που βγάζουν τον πιο κτηνώδη εαυτό τους στην προσπάθεια επιβεβαίωσης και διαιώνισης της εξουσίας τους. Στον αντίποδα στέκονται η σύζυγος του αστυνόμου, οι παραγιοί, όπως κι η γυναίκα κι οι παλλακίδες του φούρναρη. Αποστεωμένοι από κάθε έννοια ανθρώπινης αξιοπρέπειας βιώνουν το φόβο και την πραγματικότητα της κτηνωδίας του αφέντη, εθίζονται σ' αυτή και τη θεωρούν αναπόσπαστο στοιχείο μιας προαιώνιας δεδομένης σχέσης εξουσίας - ανθρώπου.
Οπως λέει ο ίδιος ο συγγραφέας,
Την «ηθική των αφεντικών» την αντιπάθησα όσο και την «ηθική των δούλων». Μια τρίτη ηθική έβλεπα να διαμορφώνεται μέσα μου: «Δίνε το χέρι σου σε όποιον σηκώνεται».