ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑΣ ΤΗΣ ΓΣΕΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΕΡΓΙΑ
Επανάληψη μιας χρεοκοπημένης διαχειριστικής αντίληψης
Παρασκευή 8 Σεπτέμβρη 2000

Ηπλειοψηφία της διοίκησης της ΓΣΕΕ, ενόψει του κοινωνικού διαλόγου της απάτης, επέδωσε (24/8/00) στην κυβέρνηση και το Σύνδεσμο Ελληνικών Βιομηχανιών (ΣΕΒ), κείμενο με τον τίτλο «Θέσεις της ΓΣΕΕ για την αγορά εργασίας, τις εργασιακές σχέσεις και την καταπολέμηση της ανεργίας». Οι θέσεις αυτές καταγράφουν τη διαχειριστική αντίληψη των παρατάξεων ΠΑΣΚΕ, ΔΑΚΕ και «Αυτόνομης παρέμβασης» (ΣΥΝ), και οδηγούν στη στήριξη της αντιλαϊκής πολιτικής της κυβέρνησης και στον αποπροσανατολισμό των εργαζομένων.

Η απόφαση για την απόρριψη των αντεργατικών μέτρων του υπουργού εργασίας, τη μη συμμετοχή στον «κοινωνικό διάλογο» της απάτης και την εξαγγελία της 24ωρης απεργίας στις 11 Οκτώβρη, δεν αλλάζει τις εκτιμήσεις για τις θέσεις της πλειοψηφίας της διοίκησης της ΓΣΕΕ. Αντίθετα, οι εξελίξεις αυτές επιβεβαιώνουν την ορθότητα της τακτικής του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος, πού τεκμηριωμένα αποκάλυψε τις τεράστιες ευθύνες της πλειοψηφίας της διοίκησης της ΓΣΕΕ, τους ελιγμούς σκοπιμότητας, την επικίνδυνη λογική της «κοινωνικής συναίνεσης», το διαλυτικό χαρακτήρα των αντεργατικών μέτρων της κυβέρνησης, οργανώνοντας την πάλη των εργαζομένων, με επιμονή στην ανάπτυξη συντονισμένων, πολύμορφων κινητοποιήσεων και την κλιμάκωση των απεργιακών αγώνων για να μην περάσουν τα αντεργατικά μέτρα.

Για τις πολιτικές απασχόλησης

Επιχειρώντας μια αποτίμηση των επονομαζόμενων πολιτικών καταπολέμησης της ανεργίας η πλειοψηφία της διοίκησης της ΓΣΕΕ, εξωραΐζει την πολιτική που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα και τις άλλες χώρες της «Ευρωπαϊκής Κοινότητας» πριν το 1990, αποκρύπτοντας τον αντιλαϊκό χαρακτήρα της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης, αποσιωπώντας ότι κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '80 εντάθηκε η επίθεση του κεφαλαίου, προωθήθηκε το ξήλωμα των εργασιακών κατακτήσεων και μπήκαν τα θεμέλια της νεοφιλελεύθερης επέλασης που εξελίσσεται στις μέρες μας.

Η εκτίμηση που αναφέρεται στη μετά το 1990 περίοδο, καταγράφει τη νεοφιλελεύθερη επιθετικότητα, αλλά αποφεύγει να εξετάσει την ουσία της που βρίσκεται στην προσαρμογή -της πολιτικής πού εφαρμόζουν από κοινού τα σοσιαλδημοκρατικά και συντηρητικά κόμματα- στις ανάγκες του κεφαλαίου μέσα στις συνθήκες έντασης του μονοπωλιακού ανταγωνισμού, προσπάθειας χαλιναγώγησης της τάσης πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους, όξυνσης των αντιθέσεων του καπιταλισμού και ιδιαίτερα της βασικής αντίθεσης του συστήματος ανάμεσα στην κοινωνικοποίηση της παραγωγής και την καπιταλιστική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της.

Το κείμενο κρίνει τις λεγόμενες «ενεργητικές πολιτικές» απασχόλησης (χρηματοδότηση των βιομηχάνων, στήριξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας κ.ά.) καλλιεργώντας αυταπάτες ότι «οι πολιτικές αυτές μπορούν να δώσουν θετικά αποτελέσματα εφόσον συνοδεύουν μια πολιτική μακροοικονομικού χαρακτήρα πού εξασφαλίζουν υψηλά επίπεδα απασχόλησης».

Η λαθροχειρία είναι χαρακτηριστική. Ελειψαν οι πολιτικές; Τα οικονομικά επιτελεία των καπιταλιστικών χωρών «οργίασαν». Σε διεθνές και εθνικό επίπεδο στρατεύτηκαν όλα τα μέσα για την αναζήτηση της αποτελεσματικής «συνταγής» που «θα απάλλασσε» το σύστημα από το βραχνά της ανεργίας και τον κίνδυνο κοινωνικών εκρήξεων. Εχουν δοκιμαστεί όλες οι διαχειριστικές εκδοχές. Μάταια. Το πρόβλημα παραμένει και οξύνεται, γιατί το γεννά η ίδια η λειτουργία του συστήματος. Η υψηλή ανεργία δεν περιορίζεται μόνο στη φάση της κρίσης, αλλά σημαδεύει όλες τις φάσεις του οικονομικού κύκλου ακόμα και τη φάση της ανόδου της καπιταλιστικής οικονομίας. Η μείωση του δείκτη της ανεργίας που εμφανίζεται σε ορισμένες χώρες, αφορά την τεχνική της απόκρυψης των πραγματικών στοιχείων και τη συγκάλυψη της ανεργίας μέσω της μερικής απασχόλησης και των άλλων μορφών υποαπασχόλησης.

Το κείμενο ξεπερνά σκοπίμως τον ταξικό χαρακτήρα της κυβερνητικής πολιτικής και... διακρίνει «αποσπασματικότητα, προσαρμογή χωρίς προγραμματισμό και χωρίς μελέτη των επιπτώσεων, τον πυροσβεστικό χαρακτήρα, όταν το πρόβλημα διογκώνεται».

Ποιο είναι όμως το «βαρυσήμαντο» συμπέρασμα, για τους εργοδοτικούς - κυβερνητικούς συνδικαλιστές;

«Προκύπτει, λένε, η ανάγκη του απολογισμού της κυβέρνησης και της ανάληψης των ευθυνών της» καλώντας για «ριζικό αναπροσανατολισμό των ασκούμενων πολιτικών».

Ως «ριζικό αναπροσανατολισμό», βεβαίως, δεν εννοούν τη ρήξη με την πολιτική των «καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων», τη σύγκρουση με τα μονοπώλια και το καθεστώς της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης - ενσωμάτωσης, αλλά την παραπέρα ενσωμάτωση της χώρας στην ιμπεριαλιστική Ευρωπαϊκή Ενωση και την ενίσχυση του ρόλου της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας», με μέτρα που θα ανταποκρίνονται καλύτερα στις προσδοκίες της πλουτοκρατίας για την αύξηση των κερδών της και τη βελτίωση της ανταγωνιστικής της θέσης. Το γεγονός αυτό διαπιστώνεται ολοφάνερα, εάν παρθεί υπόψη ότι η ηγετική ομάδα της ΓΣΕΕ «ποιεί τη νήσσα» για κρίσιμες εξελίξεις που συνδέονται με τις ιδιωτικοποιήσεις, την υποβάθμιση και την εμπορευματοποίηση της υγείας και της παιδείας, την κατεδάφιση του ασφαλιστικού συστήματος, κι αυτό γιατί τέτοια ζητήματα αφορούν στρατηγικές επιλογές του κεφαλαίου και των πολιτικών του εκπροσώπων, όπως κατέδειξαν και οι ομιλίες του πρωθυπουργού στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης.