«Tρείς» ... άξονες
Παρασκευή 8 Σεπτέμβρη 2000

Το κείμενο χαρακτηρίζει την όξυνση της ανεργίας ως «κοινό ευρωπαϊκό πρόβλημα», που συνδέεται με «το νεοφιλελεύθερο πλαίσιο της ονομαστικής σύγκλισης», το οποίο - η πλειοψηφία της διοίκησης της ΓΣΕΕ - στήριξε φανατικά όλο το προηγούμενο διάστημα και καθορίζει τρεις, όπως τους αποκαλεί, «στρατηγικούς άξονες».

Ο πρώτος αφορά «την αλλαγή του συσχετισμού των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων στην Ευρωπαϊκή Ενωση» (πολύ sic), διασκεδάζοντας το γεγονός ότι η «καπιταλιστική ενοποίηση», οι συνθήκες που τη στηρίζουν (Μάαστριχτ, Λευκή Βίβλος κ.ά.) και οι πολιτικοί, ιδεολογικοί, οικονομικοί άξονες στους οποίους κινείται η Ευρωπαϊκή Ενωση, είναι αποτέλεσμα συναίνεσης των Σοσιαλδημοκρατικών, Συντηρητικών και των αποκαλούμενων «νεοαριστερών» κομμάτων, και των αντίστοιχων συνδικαλιστικών παρατάξεων.

Η πλειοψηφία της διοίκησης της ΓΣΕΕ καλεί το συνδικαλιστικό κίνημα να παλέψει για μια «Ευρώπη της ανάπτυξης (της καπιταλιστικής ανάπτυξης), με πλήρη απασχόληση» (τι υποκρισία), προσβλέποντας σε ένα «πανευρωπαϊκό σύμφωνο απασχόλησης» με τις πολυεθνικές και τα μονοπώλια, στην προοπτική της μετάλλαξης των «λύκων σε αρνιά».

Οδεύτερος άξονας αφορά μια «βασική - όπως αποκαλείται - διεκδίκηση» που στοχεύει στη «διαμόρφωση ενός ολοκληρωμένου εθνικού προγράμματος για την ανάπτυξη, την παραγωγικότητα, την απασχόληση και την ανεργία», κοροϊδεύοντας για ακόμα μια φορά τους εργαζόμενους και τους ανέργους, αφού τέτοιου είδους χρεοκοπημένα «εθνικά» και «ευρωπαϊκά» προγράμματα εφαρμόστηκαν και εφαρμόζονται κατά τα πρότυπα της Συνθήκης του Μάαστριχτ, της «Λευκής Βίβλου», του «εθνικού σχεδίου δράσης για την απασχόληση», του κατασκευάσματος που ακούει στο όνομα «Σύμφωνο εμπιστοσύνης για το 2000», τα οποία μέσα από τις αντεργατικές συναινετικές διαδικασίες του «κοινωνικού διαλόγου» της απάτης, στήριξαν και οι δυνάμεις της υποταγής στο συνδικαλιστικό κίνημα.

Η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ, αναμασά τα κυβερνητικά συνθήματα.

Υπάρχει ανάπτυξη και ανάπτυξη. Το ερώτημα ανάπτυξη προς όφελος «ποίου», για το συμφέρον «ποίας» κοινωνικής τάξης, είναι ο καταλύτης. Η απάντηση καθορίζεται από το ποια τάξη κατέχει τα μέσα παραγωγής, ποια δύναμη είναι στην εξουσία, κι αυτό το γνωρίζουν καλά οι απολογητές του συστήματος, αλλά επιδιώκουν με κάθε τρόπο να «θολώσουν τα νερά».

Οι εργαζόμενοι έχουν παράγει και παράγουν τεράστιο πλούτο. Η καπιταλιστική ανάπτυξη, διά μέσου βεβαίως του φάσεων, των επαναλαμβανόμενων κύκλων της καπιταλιστικής κρίσης υπερπαραγωγής, έχει προχωρήσει με έντονους ρυθμούς.. Η ΑΝΕΡΓΙΑ όμως είναι παρούσα. Το πρόβλημα δεν είναι καινούριο. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, στη διάρκεια της 20ετίας '60-'80 παρατηρήθηκε για τα κράτη μέλη του διπλασιασμός του πραγματικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ)... αλλά και τριπλασιασμός του ποσοστού ανεργίας.

Σήμερα, οι αστοί αναλυτές αναφέρονται στο φαινόμενο της αύξησης των ρυθμών της καπιταλιστικής ανάπτυξης, της αύξησης του ΑΕΠ και της ταυτόχρονης αύξησης της ανεργίας. Αρνούνται, βεβαίως, να αποδεχτούν την αδυσώπητη δράση των νόμων, των αντιθέσεων του συστήματος και προσπαθούν να τα φορτώσουν στη λεγόμενη «ακαμψία της αγοράς εργασίας».

«Αν ίσχυε η διαπίστωση ότι η ανάπτυξη απορροφά την ανεργία, τότε έπρεπε στη χώρα μας το ποσοστό ανεργίας να είχε μειωθεί, τουλάχιστον από το 1994, από 9,7% σε περίπου 7%, το 1998! Αυτό σημαίνει ότι όσο επιτείνεται η ανάπτυξη στη χώρα μας αυξάνεται η ανεργία», επισημαίνει ο «Οικονομικός Ταχυδρόμος» (22/4/00).

Η καπιταλιστική, λοιπόν, ανάπτυξη προχώρησε, παράχθηκε τεράστιος πλούτος, η ανεργία αυξήθηκε και οι καπιταλιστές καρπώθηκαν τα οφέλη αυτής της διαδικασίας, αυξάνοντας τα υπερκέρδη τους.

Το 1960 το 20% των πλουσίων κατείχε το 31% του συνολικού εισοδήματος της ανθρωπότητας, ενώ στις μέρες μας κατέχει το 83%!

Στον τόπο μας οι βιομήχανοι, οι εφοπλιστές, οι τραπεζίτες και τα άλλα τμήματα της αστικής τάξης, τρίβουν τα χέρια τους για το ύψος των κερδών και ορκίζονται στο όνομα της ανάπτυξης και της παραγωγικότητας. Η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ παραθέτει στοιχεία τα οποία μαρτυρούν ότι το «10% και πλουσιότερο τμήμα του πληθυσμού καρπώνεται το 26.3% του εθνικού εισοδήματος, έναντι του αντίστοιχου 2.2%,! πού καρπώνεται το 10% και φτωχότερο τμήμα του πληθυσμού».

Τα στοιχεία βεβαίως πού παραθέτει αποκαλύπτουν τον επικίνδυνο χαρακτήρα του προσανατολισμού της, τις εγκληματικές της ευθύνες γι' αυτή την κατάσταση και τα αδιέξοδα της τακτικής της «κοινωνικής συναίνεσης», που φτάνει μέχρι το ανεκδιήγητο κάλεσμα στους καπιταλιστές «να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να αποδεχτούν τον περιορισμό των «κεκτημένων» τους, ως σώφρονες πολίτες.

Τα ίδια ισχύουν για την εμμονή στην «παραγωγικότητα». Η παραγωγικότητα της εργασίας δεν είναι ουδέτερη έννοια, έχει ταξικό περιεχόμενο, την καρπώνονται οι καπιταλιστές, συσσωρεύουν κεφάλαια, ισχυροποιούν τη θέση και την κυριαρχία τους. Η αύξηση της «παραγωγικότητας» οδηγεί στη μείωση του αναγκαίου χρόνου εργασίας (για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης) και στην αύξηση του πρόσθετου χρόνου εργασίας - όταν δε μειώνεται αντίστοιχα ο συνολικός εργάσιμος χρόνος - κατά τη διάρκεια του οποίου παράγουν οι εργάτες την υπεραξία (απλήρωτη εργασία) για τους καπιταλιστές. Πρόκειται δηλαδή, για διαδικασία παραγωγής σχετικής υπεραξίας και έντασης της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης κι αυτό το γνωρίζουν καλά οι κυβερνητικοί - εργοδοτικοί συνδικαλιστές, πού υιοθετώντας το σύνθημα της εργοδοσίας και της κυβέρνησης για την «παραγωγικότητα», «ανταγωνιστικότητα» της «ελληνικής οικονομίας» και την υλοποίηση του «προγράμματος σύγκλισης» για την ένταξη στην ΟΝΕ, στήριξαν την αντιλαϊκή πολιτική της σκληρής, παρατεταμένης λιτότητας, υπογράφοντας Συλλογικές Συμβάσεις κατά παραγγελία της εργοδοσίας, συνεργώντας στη συνεχή μείωση της αγοραστικής δύναμης και την επιδείνωση της κατάστασης της εργατικής οικογένειας. Ακόμα και σήμερα που η αύξηση της φτώχειας, ως αποτέλεσμα αυτής της αντιλαϊκής πολιτικής, μαστίζει εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους, επιμένουν να καλλιεργούν την αυταπάτη της, δήθεν, «πραγματικής σύγκλισης», ενώ γνωρίζουν ότι σε συνθήκες ελεύθερης κίνησης κεφαλαίων, εμπορευμάτων, υπηρεσιών, ισχυροποιείται η δράση του απόλυτου καπιταλιστικού νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης και αποδεικνύεται ότι η εντός ΟΝΕ εποχή χαρακτηρίζεται από κλιμάκωση της αντιλαϊκής επίθεσης και όξυνση της αντίθεσης κεφαλαίου - εργασίας, όπως άλλωστε προειδοποίησε από τη Θεσσαλονίκη ο πρωθυπουργός.

Επιβάλλεται να δοθεί με αποφασιστικότητα η μάχη ενάντια στην παραπλάνηση και την ιδεολογική χειραγώγηση των εργαζομένων. Η ανεργία είναι προϊόν του καπιταλισμού, αποτέλεσμα της λειτουργίας του και όρος ύπαρξης του.

Οι καπιταλιστές, με στόχο την απόσπαση περισσότερης υπεραξίας και αποκόμισης μεγαλύτερου κέρδους, στα πλαίσια του ανταγωνισμού, καταφεύγουν στη νέα τεχνική για να αυξήσουν την παραγωγικότητα της εργασίας και την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης. Αυτό έχει ως συνέπεια την αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου.

Την αύξηση δηλαδή του σταθερού κεφαλαίου πού προορίζεται για την αγορά μέσων παραγωγής (υποδομή, μηχανήματα κ.ά.), έναντι του μεταβλητού κεφαλαίου που προορίζεται για την αγορά εργατικής δύναμης.

Ετσι ένα μέρος των εργατών πλεονάζει σχετικά, γιατί αυτό επιβάλλουν οι ανάγκες του κεφαλαίου πού καθορίζονται από το κυνηγητό του κέρδους.

«Οσο μεγαλύτερος είναι ο κοινωνικός πλούτος, το κεφάλαιο που λειτουργεί, η έκταση και η ένταση της αύξησής του, επομένως και το απόλυτο μέγεθος του προλεταριάτου και η παραγωγική δύναμη της εργασίας του, τόσο μεγαλύτερος είναι και ο βιομηχανικός εφεδρικός στρατός», η στρατιά των ανέργων.

Αυτή ακριβώς η διαπίστωση του ΜΑΡΞ, επιβεβαιώνεται καθημερινά.

Στη χώρα μας, η εισβολή κοιναγορίτικων προϊόντων, η γενικότερη αύξηση των εισαγωγών, εκτοπίζει εγχώρια προϊόντα από την εσωτερική αγορά, οδηγεί σε κλείσιμο παραγωγικών μονάδων και στην απώλεια θέσεων εργασίας.

Σημαντικές επιδράσεις στη μείωση των θέσεων απασχόλησης και την αύξηση της ανεργίας ασκούν οι ιδιωτικοποιήσεις και οι συγχωνεύσεις επιχειρήσεων, η μεταφορά επιχειρήσεων προς τις βαλκανικές χώρες.

Το ξεκλήρισμα χιλιάδων μικρομεσαίων αγροτικών νοικοκυριών και το κλείσιμο χιλιάδων μικρομεσαίων επιχειρήσεων συντελούν στην αύξηση της ανεργίας. Η διαδικασία αυτή θα γίνει ακόμα πιο επώδυνη το επόμενο διάστημα, γι' αυτό το λόγο οι διαχειριστές και οι απολογητές του συστήματος, κατά τα πρότυπα άλλων χωρών της ΕΕ και των ΗΠΑ, ετοιμάζονται για το «μοίρασμα της ανεργίας», την τεχνητή μείωση και την απόκρυψη των πραγματικών διαστάσεών της.

Οτρίτος άξονας αφορά την προστασία των ανέργων, που αρνείται πεισματικά να διεκδικήσει, τόσα χρόνια, η πλειοψηφία της διοίκησης της ΓΣΕΕ, υιοθετώντας τα κάθε λογής ψευτοπρογράμματα, καταφεύγοντας, επιπρόσθετα, στον εμπαιγμό και την εκφυλιστική τακτική του «επιχειρηματικού ρόλου» του συνδικαλιστικού κινήματος, μέσα από «συγκεκριμένες δράσεις», με αποτέλεσμα τον πλουτισμό των «χρυσοδάκτυλων» από το λουφέ των προγραμμάτων της ψευτοαπασχόλησης.

Στα πλαίσια αυτά προκλητικά εκφράζεται η αποδοχή στη «μερική απασχόληση» και τα «Τοπικά Σύμφωνα Απασχόλησης», εν μέσω προσχηματικών προϋποθέσεων και ενώ έχει αποδειχθεί ότι αποτελούν βασικά εξαρτήματα της αντεργατικής μηχανής για την υπονόμευση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και των εργασιακών κατακτήσεων.