Η κρίση που περνάει το ΠΑΣΟΚ, και η οποία δεν πρόκειται να κλείσει στις 11 ή στις 18 Νοέμβρη (στην περίπτωση που απαιτηθεί επαναληπτική ψηφοφορία), οι δυσκολίες που συναντά η ΝΔ με την ισχνή κοινοβουλευτική πλειοψηφία και τις τριβές επίσης στο εσωτερικό της, δεν πρέπει ούτε στιγμή να φέρουν σε δεύτερη μοίρα την ανάγκη να υπάρξει λαϊκός ξεσηκωμός απέναντι στην αντεργατική καταιγίδα των κυβερνητικών μέτρων. Οι δυσκολίες που σημαδεύουν το αστικό πολιτικό σύστημα επηρεάζονται επίσης, ίσως περισσότερο από όσο μπορεί να φανταστούμε, από διεθνείς παράγοντες, από την οξύτητα των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, και ευρύτερα ως την Κασπία, τη Μέση Ανατολή. Οι «αντιρρησίες» των αστικών κομμάτων βγάζουν στη φόρα πολλά πράγματα από τις εσωτερικές έριδες και ανταγωνισμούς, αφήνουν όμως συνειδητά έξω τον ξένο παράγοντα που ασκεί άμεση και έμμεση επίδραση, γιατί σε καμιά περίπτωση δε θέλουν να θίξουν τη στρατηγική των κομμάτων τους και τη διεθνή γραμμή του κεφαλαίου. Καθόλου δεν είναι τυχαίο ότι δεν εμφανίζεται καμιά διαφωνία για το πώς, λόγου χάρη, η ηγεσία του ενός ή του άλλου κόμματος χειρίστηκε ζητήματα διεθνούς πολιτικής. Είναι και αυτό απόδειξη ότι οι διαφωνίες δεν είναι βαθιές και ουσιαστικές.
Εμείς δεν κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Επιθυμούμε και επιδιώκουμε να συμβάλουμε, όσο εξαρτάται από το λαϊκό παράγοντα, να υποφέρουν από κρίση τα αστικά κόμματα. Το θέμα είναι η όποια κρίση εμφανιστεί στο αστικό πολιτικό σύστημα να μην αποτελέσει αυτή όχημα νέου εγκλωβισμού.
Η αστική τάξη της χώρας μας, ειδικότερα ο πιο σκληρός πυρήνας της, δεν πρόκειται να κάτσει με σταυρωμένα τα χέρια. Αν χρειαστεί θα θυσιάσει και τα δικά της «παιδιά», προκειμένου ο λαϊκός παράγοντας να μην παίξει σημαντικό ή και καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις. Είμαστε υποχρεωμένοι να βλέπουμε ολόπλευρα και σφαιρικά τα γεγονότα, να διδασκόμαστε από τις εμπειρίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Τις τελευταίες μέρες γίνεται λόγος για συνωμοσίες και συνωμότες που θέλουν να πλήξουν το ΠΑΣΟΚ, ή και την ίδια τη ΝΔ. Πυκνώνουν οι προβληματισμοί, που για λόγους σκοπιμότητας δε βγαίνουν στο σύνολό τους στη δημοσιότητα, για το αν η κρίση του ΠΑΣΟΚ θα ασκήσει επίδραση στη ΝΔ, θα μεταδοθεί στη ΝΔ.
Αποστόλης Πλατανιάς |
Θα συμφωνήσουμε ότι οι πολιτικές εξελίξεις, τα συγκεκριμένα γεγονότα που διαδραματίζονται μπροστά στα μάτια μας, δεν εξηγούνται ούτε με συνωμοσίες, ούτε με συνωμότες. Ούτε βεβαίως συμφωνούμε ότι οι ιδιοκτήτες των μέσων επικοινωνίας καθορίζουν τα πάντα σ' αυτό τον τόπο, έστω και αν αυτοί το πιστεύουν για τον εαυτό τους. Βεβαίως και προβοκάτσιες και συνωμοτικές ενέργειες γίνονται, και τα μεγάλα εκδοτικά συγκροτήματα (δεν πρόκειται σε πολλές περιπτώσεις για εκδοτικά απλώς, αλλά για επιχειρηματικά συγκροτήματα που εκτός των άλλων έχουν και μέσα μαζικής ενημέρωσης) παίζουν ρόλο. Ολα τα παραπάνω συνιστούν διαχρονικά στοιχεία της δράσης της αστικής τάξης και των διαφόρων μερίδων του κεφαλαίου. Στο πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο συγκρούονται ταξικά συμφέροντα, διαμορφώνονται τέτοιοι ή άλλοι συσχετισμοί.
Η προβοκάτσια είναι εργαλείο της αστικής πολιτικής, που χρησιμοποιείται όχι μόνο ενάντια στους πολιτικούς αντιπάλους όταν απαιτείται, αλλά και «αδελφικά» στους κόλπους της, όταν χρειάζεται να προετοιμαστεί το έδαφος για κάποιες ιδιαίτερες λύσεις. Οταν απαιτείται «χειρουργική» παρέμβαση ώστε το πολιτικό σύστημα να εμφανίζεται ότι ανανεώνεται και μέσω αυτής της διαδικασίας «ξεπλένονται» οι αμαρτίες του. Στο παρελθόν χρησιμοποιήθηκαν και για συνταγματική ή κοινοβουλευτική εκτροπή.
Στη διάρκεια της κούρσας διαδοχής στο ΠΑΣΟΚ ψιθυρίζεται ότι παρέμβαση ασκεί και ο ξένος παράγοντας, ο βορειοαμερικανικός ή ο ευρωπαϊκός. `Η ότι τουλάχιστον παρεμβαίνει εκ των υστέρων με προτίμηση στο ένα ή στο άλλο ηγετικό πρόσωπο, ή ότι στηρίζει νέα φουρνιά στελεχών από πολλά κόμματα ώστε να ασκήσει επίδραση και στο μέλλον.
Ολα αυτά περιέχουν αλήθειες σίγουρα. Σε συνθήκες διεθνοποίησης, και μάλιστα με τον όποιο ρόλο παίζει η Ελλάδα στην περιοχή έναντι των συμφερόντων της ΕΕ και των ΗΠΑ, και αυτή η παρέμβαση έχει την εξήγησή της. Αλλωστε, στα κόμματα εξουσίας υπάρχουν ρεύματα περισσότερο ή λιγότερο προσκείμενα στις ΗΠΑ και αντίστοιχα στην ΕΕ. Οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί έχουν διευρυνθεί τελευταία με τον ανερχόμενο ρόλο της Ρωσίας αλλά και των ασιατικών χωρών.
Η αστική τάξη δε δείχνει, μόνο, πολιτική προτίμησης υπέρ του ενός ή του άλλου κόμματος εξουσίας, ανάλογα με τις περιστάσεις, αλλά και πολιτική προσεταιρισμού ηγετικών πολιτικών προσώπων, μέσω των οποίων μπορεί καλύτερα να προωθεί τη μια ή την άλλη επιλογή. Το φαινόμενο δε σταματά στα κόμματα εξουσίας, εξαπλώνεται σε όλο το πολιτικό φάσμα, ώστε να βρεθούν «αδύνατοι κρίκοι» και να εξασφαλιστεί ευρύτερη συσπείρωση δυνάμεων έτοιμων να υπηρετήσουν την αστική τάξη είτε αφιλοκερδώς είτε και όχι.
Ακόμα πιο έντονη και ανοιχτή, προκλητική όσο ποτέ ήταν η παρέμβαση των αστικών κομμάτων, των μέσων μαζικής επικοινωνίας αλλά και του ξένου παράγοντα κατά τη διάρκεια της κρίσης που πέρασε το ΚΚΕ την περίοδο '89-'91, που συνεχίζεται άλλωστε και σήμερα με νέους τρόπους, πιο κομψούς ίσως. Ενώ είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο ότι στο επόμενο διάστημα θα ξετυλιχτεί μια σφοδρή αντιΚΚΕ επίθεση ώστε να ανακοπεί η παραπέρα ισχυροποίηση του Κόμματος. Αυτό που εξοργίζει δεν είναι μόνο ή κυρίως η αυξανόμενη επίδραση του Κόμματος στο εσωτερικό αλλά και η ενεργός του παρέμβαση στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Το έδειξαν αυτό και τα ξένα δημοσιεύματα, κυρίως ευρωπαϊκά, μετά τις εκλογές, όσον αφορά στο εκλογικό αποτέλεσμα του ΚΚΕ.
Και αυτά τα φαινόμενα δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με αστυνομικά μέσα, με αντίληψη πρακτόρων, ακόμα και όταν υπάρχουν πρόθυμοι να πρακτορεύσουν. Και αυτά είναι μέρος του πολιτικού παιχνιδιού κατά του εργατικού και λαϊκού κινήματος, κατά του ΚΚΕ και των ριζοσπαστικών δυνάμεων που ανθίστανται.
Τα μάτια του ΣΥΝ είναι στραμμένα προς το ΠΑΣΟΚ, με διπλό στόχο: Να αξιοποιήσει δυνάμεις που θα ξεφύγουν προς τα αριστερά, και από θέση ισχύος να διεκδικήσει να παίξει ρόλο έως και κυβερνητικό όταν κριθεί ότι έφθασε η ώρα και υπάρχουν τα απαραίτητα προσχήματα.
Τα μάτια του ΛΑ.Ο.Σ. είναι σαφώς μετεκλογικά στραμμένα προς τη ΝΔ. Φανερή η ετοιμότητά του να τσοντάρει αν χρειαστεί. Αλλωστε, προεκλογικά έπαιξε και με τους δύο εταίρους. Πάντως, παραμένει πάντα το ερώτημα τι είδους εφεδρεία αποτελεί ο ΛΑ.Ο.Σ., στο βαθμό βεβαίως που διατηρήσει την αυτοτέλειά του και επαναλάβει την είσοδό του στη Βουλή. Σε τελευταία ανάλυση, οι μετεκλογικές εξελίξεις φέρνουν στην επιφάνεια το πραγματικό δίλημμα επιλογής για το λαό, ανάμεσα στους δύο δρόμους ανάπτυξης. Ακόμα πιο επιτακτική είναι η ανάγκη να οξυνθεί η ταξική πάλη, να πολλαπλασιαστούν τα προβλήματα του πολιτικού συστήματος, με την παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα, και όχι να βρεθεί τρόπος να μπαλώσει τις όποιες τρύπες αυτό παρουσιάζει, ή τις όποιες ανασφάλειες νιώθει.
Το ότι, βέβαια, ο ένας πόλος συντίθεται από αντιπαρατιθέμενα κόμματα με οξύ ανταγωνισμό μεταξύ τους για την πρωτοκαθεδρία, μπερδεύει, προκαλεί συγχύσεις. Ας δούμε τα πράγματα νηφαλιότερα: Πριν λίγα χρόνια, όταν το ΚΚΕ φώναζε ότι ανάμεσα στη ΝΔ και στο ΠΑΣΟΚ δεν υπάρχουν διαφορές, ένα μεγάλο μέρος των εργαζομένων είτε δε συμφωνούσε είτε είχε ενστάσεις. Αποτέλεσε μάλιστα η πολιτική, επιχειρηματολογημένη διαπίστωση του Κόμματος άλλοθι για δήθεν συνεργασία με τη ΝΔ, τόσο από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ όσο και του ΣΥΝ.
Σήμερα ένα πολύ μεγάλο μέρος του λαού, πολύ μεγαλύτερο από πριν, πάνω από το 50%, συμφωνεί με τη θέση αυτή, ανεξάρτητα αν είναι έτοιμο να το δείξει και στην κάλπη. Το γεγονός ότι τα δύο κόμματα εξουσίας διατηρούν, ακόμα, υψηλά ποσοστά, οφείλεται σε πολλούς λόγους. Ενας βασικός ανάμεσα σ' αυτούς είναι ότι δεν υπάρχει ακόμα λαϊκή ετοιμότητα και διάθεση για πολιτική ρήξης και ανατροπής. Ακόμα υπάρχει δισταγμός έως και φόβος, έλλειψη εμπιστοσύνης στη δύναμη του λαϊκού παράγοντα, κλπ. Ας μην υποτιμούμε ότι σε συνθήκες νίκης της αντεπανάστασης και υποχώρησης της επαναστατικής συνείδησης υπάρχουν πρόσθετες δυσκολίες στην ανάπτυξη της πολιτικής συνείδησης.
Η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ είναι οι βασικοί εταίροι στον έναν πόλο. Με βεβαιότητα κατατάσσεται σ' αυτόν και ο ΛΑ.Ο.Σ. Ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει πολιτική πρόταση διαχείρισης του καπιταλιστικού συστήματος που θα λειτουργήσει, τάχα, υπέρ των εργαζομένων. Για ένα πολύ μεγάλο μέρος των εργαζομένων ο ΣΥΝ δεν ταυτίζεται με την πολιτική των αστικών κομμάτων. Ούτε εμείς το θεωρούμε αστικό κόμμα, αλλά οπορτουνιστικό με σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα, επιζήμιο παράγοντα και σοβαρό ανάχωμα στη ριζοσπαστικοποίηση των μαζών. Αποτελεί κόμμα χρησιμοποιήσιμο από το δίπολο ΝΔ-ΠΑΣΟΚ στη συκοφάντηση της επιστημονικής θεωρίας του σοσιαλισμού, και της ίδιας της πάλης για το σοσιαλισμό.
Ο,τι και αν συμβαίνει «επάνω», αυτό που θα κρίνει τις εξελίξεις, αν θα γείρουν θετικότερα ή αν θα έχουμε πισωγύρισμα, είναι η οργάνωση, ο προσανατολισμός, η δύναμη και η αποτελεσματικότητα του λαϊκού κινήματος. Αλλωστε, το υπόβαθρο της βαθιάς κρίσης που περνάει το ΠΑΣΟΚ, αλλά και των δυσκολιών και εσωτερικών προβλημάτων που εμφανίζονται στη ΝΔ, έχει σχέση με τις θετικές διεργασίες που σημειώνονται στη λαϊκή συνείδηση, ένα μέρος των οποίων εκφράστηκε και εκλογικά.
Το ΚΚΕ προεκλογικά, ανάμεσα στα άλλα, επικέντρωσε τη διαφώτιση και προπαγάνδα του ακριβώς στο ζήτημα ότι ο λαός δεν έχει να φοβηθεί τίποτε από μια αδύναμη κυβέρνηση και επίσης αδύναμη αξιωματική αντιπολίτευση. Για το αντίθετο πρέπει να προβληματίζεται. Αυτή η θέση μας μόνο φραστικά είχε ομοιότητα με μια ανάλογη θέση που προς το τέλος της προεκλογικής περιόδου και σε μερικές περιπτώσεις υποστήριζε και ο ΣΥΡΙΖΑ/ΣΥΝ περί αδύνατης κυβέρνησης και περί αλλαγής του τοπίου. Ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ βλέπει τα πάντα ως ζήτημα κοινοβουλευτικού συσχετισμού, ως ζήτημα κινήματος γενικά. Δε βλέπει, γιατί δεν τον συμφέρει να το δει, καθόλου το ζήτημα ποια τάξη κυβερνά.
Το τοπίο μπορεί να αλλάζει, αυτό όμως δεν υποδηλώνει, πάντα, αλλαγή πολιτικής, πολύ περισσότερο αλλαγή στο επίπεδο της εξουσίας. Τα κόμματα εξουσίας δεν πλειοψηφούν στο κοινοβουλευτικό επίπεδο τυχαία, αλλά γιατί η αστική τάξη είναι στην εξουσία, γιατί αυτή παραμένει ισχυρή και όταν οι πολιτικοί της εκπρόσωποι χάνουν μέρος της λαϊκής τους βάσης.
Δεν ταυτίζεται η όποια κοινοβουλευτική κρίση, η δυσκολία να σχηματίζονται σταθερές κυβερνήσεις, με την ίδια την αδυναμία της αστικής τάξης να ασκεί την εξουσία της. Οι δυσκολίες της αστικής τάξης δεν προέρχονται μόνο από την ανάπτυξη της ταξικής πάλης. Επενεργούν και οι αντιφάσεις που σημαδεύουν το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα, αντιφάσεις που οξύνονται και από τα χτυπήματα του λαϊκού παράγοντα.
Βεβαίως και η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ έχουν καλοσυνηθίσει να εναλλάσσονται κάθε 4 ή 8 χρόνια στη διακυβέρνηση, και δυσανασχετούν να μοιράζονται τη διακυβέρνηση με ένα άλλο κόμμα ή και μεταξύ τους. Η ίδια η αστική τάξη προτιμά μονοκομματικές κυβερνήσεις, το σύστημα της δικομματικής εναλλαγής, καθώς η διελκυστίνδα ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και στη ΝΔ αποδείχτηκε καλό εργαλείο ενσωμάτωσης και απορρόφησης της λαϊκής δυσαρέσκειας. Ολα όμως έχουν ένα τέλος. Και η αστική τάξη δεν είναι δογματική. Αν χρειαστεί θα πρωτοστατήσει και υπέρ κυβερνήσεων συνεργασίας, αν αυτό βοηθάει να εκπληρώνονται οι στόχοι της.
Η γειτονική μας Ιταλία έζησε εδώ και πολλά χρόνια πολύ πιο βαθιά κρίση στο πολιτικό της σύστημα. Τα γνωστά παραδοσιακά αστικά κόμματα έπαψαν να υπάρχουν. Βεβαίως, στη θέση τους ιδρύθηκαν καινούρια. Ενώ προ πολλού έπαψε να υπάρχει το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, ένα από τα πιο ισχυρά κόμματα στη Δυτική Ευρώπη, μαζί με το Γαλλικό Κόμμα, που ακολούθησε την ίδια πορεία. Κι όμως, η κρίση στο πολιτικό σύστημα δεν αξιοποιήθηκε από το ιταλικό κίνημα, δεν έγινε καν απόπειρα να αξιοποιηθεί, γιατί δεν υπήρξε, στην πραγματικότητα, κομμουνιστική και γενικότερα ριζοσπαστική πρωτοπορία. Δικαιολογημένα για μια περίοδο η αστική τάξη έδειχνε να φοβάται τη βαθιά κρίση του πολιτικού συστήματος, αλλά οι φόβοι της δεν ξεπέρασαν ένα ορισμένο όριο, από τη στιγμή που ακόμα πιο πολύ φοβήθηκαν την όποια αστάθεια του πολιτικού συστήματος οι κομμουνιστές και οι σύμμαχοί τους. Ολα τα σφυριά χτύπησαν σε έναν ενιαίο στόχο, να βοηθήσουν το αστικό πολιτικό σύστημα να περάσει την κρίση του, να σταθεροποιηθεί, όπως και έγινε.
Ανάλογα φαινόμενα, με τις όποιες φυσιολογικές ιδιομορφίες, εκδηλώνονται και στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες που έγιναν μέλη της ΕΕ ή κινούνται προς αυτήν την κατεύθυνση.
Τα πρώτα χρόνια της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, όπου αναδείχτηκαν σε ηγετικές θέσεις τα πλέον απίθανα ως και γελοία πρόσωπα, πέρασαν. Σήμερα η αστική τάξη κατάφερε, με διαβαθμίσεις από χώρα σε χώρα, να αναδείξει περισσότερο ικανούς αστούς πολιτικούς που έβαλαν μια τάξη στο αστικό πολιτικό σύστημα. Δημιούργησαν νέα κόμματα ώστε η «δουλιά» να μη γίνεται μόνο από τα πάνω αλλά και μέσω των κομμάτων να συντελείται ο προσεταιρισμός των λαϊκών μαζών με τη γνωστή μέθοδο του καρότου και του μαστιγίου, με τον πιο εμετικό αντικομμουνισμό, αφού δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται.
Ακριβώς σ' αυτή τη φάση χρειάζεται μελετημένη αντεπίθεση από το λαϊκό κίνημα, με καλά προετοιμασμένη κλιμάκωση, με ετοιμότητα να αρπάξει το κίνημα κάθε ευκαιρία που του δίνεται, αλλά και με ικανότητα να αντέχει σε συνθήκες όπου δεν εξασφαλίζεται άμεση αποτελεσματικότητα. Η μάχη δεν κρίνεται μόνο στο επίπεδο της ανάλυσης των προβλημάτων, με περιγραφές για τα βάσανα και τις αγωνίες του λαού. Ο αγώνας πρέπει να δοθεί σε όλα τα μέτωπα, οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό και στο πεδίο το ιδεολογικό. Το λαϊκό κίνημα πρέπει να αποκτήσει ιδεολογική δύναμη και δυναμική ώστε μέσω αυτής να αποκτήσει μεγαλύτερη μαχητικότητα. Η ταξική πάλη διεξάγεται παντού, και στο μέτωπο των αιτημάτων και στο μέτωπο των ιδεών. Οι ιδέες της κοινωνικοποίησης, του πανεθνικού λαϊκού σχεδιασμού, του εργατικού και κοινωνικού ελέγχου πρέπει να γίνουν αντικείμενο συζήτησης, να υιοθετηθούν μέσα από την ίδια την πείρα των λαϊκών μαζών. Η σημασία της ρήξης και ανατροπής σε εθνικό πεδίο επίσης, η διαλεκτική σχέση εθνικού και διεθνικού, η απόκρουση του εθνικισμού και του κοσμοπολιτισμού.
Τα ζητήματα της Κοινωνικής Ασφάλισης και της Παιδείας, των ιδιωτικοποιήσεων που γενικεύονται, οι δημοκρατικές ελευθερίες, τα προβλήματα της νεολαίας και των γυναικών, τα οξυμένα προβλήματα των αυτοαπασχολουμένων και της φτωχής αγροτιάς, το περιβάλλον, η ιμπεριαλιστική πολιτική, που η Ελλάδα είναι μέρος αυτού του προβλήματος, δεν είναι από τα συνηθισμένα προβλήματα, που μπορεί να αντιμετωπιστούν με συνηθισμένους αγώνες, με τουφεκιές, και μάλιστα υπό την καθοδήγηση των σημερινών συνδικαλιστικών ηγεσιών.
Δεν αρκεί μια λίστα αιτημάτων για να πιεστεί η κυβέρνηση, ή έστω κάποιες απεργιακές ή άλλες κινητοποιήσεις. Χρειάζονται και όλα αυτά. Το καινούριο σήμερα όμως που μπορεί να προσδώσει δυναμική είναι να εντάσσεται ο αγώνας για τα οξυμένα προβλήματα στην πάλη για την επίλυση του προβλήματος της εξουσίας.